Μια ιστορία για ένα ραπ συγκρότημα, για τα όνειρα που παίρνουν εκδίκηση, για τα παιδιά που έσωσε η μουσική είναι το νέο μυθιστόρημα της καταξιωμένης συγγραφέως Σοφίας Νικολαΐδου με τίτλο «Δικά μας παιδιά» που παρουσιάστηκε με μεγάλο ενδιαφέρον το απόγευμα της Πέμπτης στο Μουσείο Τσιτσάνη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και το βιβλιοπωλείο Τσιοπελάκος.
Σύμφωνα με την συγγραφέα: «Αυτή είναι η ιστορία των Δικών Μας Παιδιών, των παιδιών που μεγάλωσαν κλεισμένα στα δωμάτιά τους. Ακούν μουσική με ακουστικά, συνθέτουν beats στον υπολογιστή και γράφουν μπάρες στα τετράδιά τους. Έχουν για οικογένεια τους φίλους τους και ζουν τη ζωή τους online.
Αυτή είναι η ιστορία της δικής μας γενιάς, που πιστέψαμε πως θα γίνουμε καλύτεροι από τους γονείς μας. Και τώρα βλέπουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, να κάνουν τα λάθη τους, να φεύγουν μπροστά».
Παρουσιάζοντας το βιβλίο ο φιλόλογος και συγγραφέας κ. Αγαθοκλής Αζέλης τόνισε: «Λέγεται συχνά -εύστοχα, νομίζω- ότι η τέχνη φωτίζει περιοχές στις οποίες δεν φτάνει η προσέγγιση της επιστήμης, ή -έστω- τις φωτίζει διαφορετικά. Η λογοτεχνία, με τις προσομοιώσεις ζωής που πλάθει, μας προσφέρει περιηγήσεις σε κοινωνικούς χώρους στους οποίους διαφορετικά δεν θα είχαμε πρόσβαση. Μια τέτοια επιτυχημένη περιήγηση στον δύσβατο κόσμο των εφήβων επιχειρεί η Σοφία Νικολαΐδου με το πρόσφατο μυθιστόρημά της «Δικά μας παιδιά». Η Νικολαΐδου, έμπειρη συγγραφέας και εκπαιδευτικός, ιχνηλατεί την ψυχοσύνθεση, τις αναζητήσεις, τις νοοτροπίες δυσνόητων «οικοσυστημάτων» της εφηβικής ηλικίας, με ιδιαίτερη έμφαση στο χάσμα γενεών, τη νεανική παραβατικότητα έως εγκληματικότητα, τοποθετώντας τις στην κινούμενη άμμο της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, χωρίς αφοριστικές γενικεύσεις αλλά με αντιπροσωπευτικές δειγματοληπτικές προσεγγίσεις ποικίλων γονεϊκών τύπων, οι οποίοι διαμορφώνονται όχι μόνο από τον χαρακτήρα των ανθρώπων και τον βαθμό και τον τρόπο λειτουργίας της οικογένειας αλλά και από τα προβλήματα που απασχολούν και διαμορφώνουν τη ζωή των γονέων. Η Νικολαΐδου δεν εστιάζει μόνο σε παθογένειες, αντιθέτως δείχνει πώς το συστηματικό ενδιαφέρον και η αγάπη κι ενσυναίσθηση των γονέων, όπως και η επαφή με την τέχνη και η ουσιαστική συντροφικότητα, προσφέρουν κάποιες λύσεις στο αδιέξοδο.
Σε μια συγκυρία κατά την οποία απασχολεί ιδιαιτέρως την σχολική κοινότητα το ζήτημα της ενδοσχολικής βίας και γενικότερα της νεανικής παραβατικότητας, το μυθιστόρημα της Νικολαΐδου συμβάλλει σημαντικά στον δημόσιο διάλογο για τα θέματα αυτά και αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί συστηματικά».
Εν συνεχεία η φιλόλογος κα Φανή Μπαλαμώτη σημείωσε: «Πρόκειται για ένα πολύ σύγχρονο βιβλίο, με πρωταγωνιστές μια παρέα παιδιών στη Θεσσαλονίκη του σήμερα, που θα μπορούσαν να είναι παιδιά του καθενός από εμάς, καθώς τα όσα τους συμβαίνουν είναι περιστατικά που αναγνωρίζουμε εκ πείρας οι εκπαιδευτικοί εξ ημών, ή που όλοι μας έχουμε ακούσει ή διαβάσει στις ειδήσεις και στον Τύπο.
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε 48 (η αρίθμηση είναι δική μου) μικρά κεφάλαια, με κάθε κεφάλαιο να έχει ως τίτλο στίχους από μουσικούς της ραπ και της χιπ χοπ. Και αυτό γιατί για τα παιδιά του βιβλίου το συγκεκριμένο είδος της μουσικής είναι έκφραση και διέξοδος, δημιουργία και επιβεβαίωση, διαμαρτυρία, κοινωνική ευαισθησία και εγρήγορση, συνεργασία και δημιουργικότητα! Με αφορμή τις σχέσεις και βιώματα των παιδιών, στο βιβλίο θίγονται θέματα όπως το ηλικιακό και ταξικό χάσμα καθώς δίνονται τα χαρακτηριστικά τριών γενιών και η διαφοροποίησή τους ανάλογα με την κοινωνική τους τάξη, μορφωτικό επίπεδο και αστική ή επαρχιώτικη καταγωγή.
Τα «δικά μας παιδιά», περνώντας μέσα από τους λαβυρίνθους της ηλικίας και της προσωπικής μάχης δίνει το καθ’ ένα, στο τέλος λάμπουν μέσα απ΄ τη μουσική τους που ήταν το σωσίβιό τους και το όχημά τους, στη συναυλία που δίνουν και αποθεώνονται, κατακτώντας έτσι και την αναγνώριση και εμπιστοσύνη όσων (συμπεριλαμβανομένων των γονιών) αμφέβαλαν γι’ αυτά. Είναι ένα βιβλίο που στενοχωρεί, προβληματίζει αλλά και ανακουφίζει στην εξέλιξή του».
Ακολούθησε διάλογος με το κοινό και η συγγραφέας υπέγραψε αντίτυπα του βιβλίου της.