Η Φωτεινή Αναστασίου με τον αν. υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας

Η Φωτεινή Αναστασίου, υποψήφια βουλευτής νομού Τρικάλων, μαζί με άλλα νέα στελέχη του Κινήματος Αλλαγής, τον Παναγιώτη Βλάχο, υποψήφιο βουλευτή του βόρειου τομέα Αττικής, την Μαρία Καλογεροπούλου, μέλος του τομέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΚΙΝ.ΑΛ. και τον Δημήτρη Οικονόμου, υποψήφιο βουλευτή Α’ Αθήνας, είχαν μια άτυπη συνάντηση με τον αν. Υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας, Μίκαελ Ροθ, που ανήκει στο SPD. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου στο Ίδρυμα Friedrich Ebert στην Αθήνα.

Στην κριτική που δεχθήκαμε για τη θέση του Κινήματος στη Συμφωνία των Πρεσπών η στάση μας συνοψίζεται ως εξής:

– Η Συμφωνία δεν είναι μαγικό ραβδί που μετατρέπει τον ΣΥΡΙΖΑ σε σοσιαλδημοκράτη. Το “μακεδονικό” είναι ταυτοτικό ζήτημα για την πλειοψηφία των Ελλήνων.
– Η διαχείριση της συμφωνίας στο εσωτερικό μέτωπο είχε στόχο να διχάσει την αντιπολίτευση, να διαλύσει τη ΝΔ και να καταλήξουμε με ακροδεξιό κόμμα στη Βόρεια Ελλάδα, με ο,τιδήποτε συνεπάγεται αυτό για το πολιτικό σύστημα.
– Σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων η κυβέρνηση δεν έχει κάνει αρκετά, συγκυβερνά με ομοφοβικούς, υπουργοί της παράγουν λόγο μίσους και τα νομοσχέδιά της για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν θα περνούσαν χωρίς τις ψήφους του Κινήματος και του Ποταμιού, ενώ η δίκη της Χρυσής Αυγής δεν λέει να τελειώσει. 
– Στο Κίνημα Αλλαγής είχαμε και άλλες απόψεις, αλλά η στάση μας υπαγορεύεται από την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995. Αντιλαμβανόμαστε την ευρύτερη γεωπολιτική σημασία της, αλλά έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις και για τη διαδικασία που ακολούθησε η κυβέρνηση και για τα ζητήματα που θα ανακύψουν στο μέλλον. 
– Η στάση του SPD και των εταίρων μας στην Ευρώπη λέγεται “επιλεκτική ευαισθησία”: 1 στους 4 Έλληνες δεν έχουν πρόσβαση σε θέρμανση, η Μόρια μας ντροπιάζει διεθνώς, οι μισοί χρωστάνε στα ταμεία, τα υπερπλεονάσματα στραγγίζουν την οικονομία και τις επενδύσεις, τα μαντάτα από το Κοινοβούλιο και τη Δικαιοσύνη δεν τα λες και θρίαμβο της δημοκρατίας..

Ζητήσαμε από τον υπουργό, να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την επόμενη ελληνική κυβέρνηση, ώστε να μειωθούν οι στόχοι των απαράδεκτων πρωτογενών πλεονασμάτων, που κρατάνε την ελληνική οικονομία καθηλωμένη.