Προβληματισμός επικρατεί στην Αθήνα για το «πράσινο φως» του Βερολίνου στην Άγκυρα για την προμήθεια 40 Eurofighters Typhoon, τα οποία κατασκευάζει κοινοπραξία στην οποία συμμετέχουν η Γερμανία, η Βρετανία, η Ιταλία και η Ισπανία, αλλά και τη συμμετοχή της Τουρκίας στον ευρωπαϊκό αμυντικό μηχανισμό SAFE.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε πάντως ο Γιόχαν Βάντεφουλ, πριν από μερικές ημέρες στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, όταν ρωτήθηκε ποιες εγγυήσεις θα υπάρχουν ώστε όταν η Τουρκία αποκτήσει τα Eurofighter, να μην τα χρησιμοποιήσει εναντίον της Ελλάδας, χαρακτήρισε αδιανόητο το ενδεχόμενο μία χώρα του ΝΑΤΟ να επιτεθεί σε μία άλλη χώρα του ΝΑΤΟ, αλλά… κουβέντα για εγγυήσεις.
Και μπορεί το ταξίδι του στην Αθήνα την προηγούμενη εβδομάδα να αναβλήθηκε λόγω της Διάσκεψης της Ειρήνης στο Σαρμ-Ελ-Σέιχ της Αιγύπτου, ωστόσο ο νέος Υπουργός Εξωτερικών θα έρθει μέσα στις επόμενες ημέρες, με σκοπό να ασκήσει πιέσεις στην Αθήνα να αποδεχτεί την Τουρκία στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης και μέσω SAFE.
Και δεν είναι μόνο ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών ο οποίος ασκεί πιέσεις αλλά και ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, ο οποίος συναντήθηκε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο περιθώριο της Συνόδου Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στην Κοπεγχάγη.
Τότε, μάλιστα, ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε ρητά ότι όσο η Άγκυρα διατηρεί ενεργή την απειλή πολέμου κατά της Ελλάδας, η Αθήνα δεν πρόκειται να συναινέσει στην πρόσβαση της Τουρκίας στους ευρωπαϊκούς πόρους για την άμυνα.
Με τη νέα πολιτική της Ευρώπης για την Άμυνα αλλά και τον αναβαθμισμένο ρόλο της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή με τη δημόσια αναγνώριση του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ, η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον μίας νέας πραγματικότητας και ενός τελείως διαφορετικού συσχετισμού δυνάμεων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από το βήμα της Βουλής έσπευσε να ανακοινώσει την πρόθεσή του να καλέσει μία πενταμερή Διάσκεψη με τη συμμετοχή Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας, Αιγύπτου και Λιβύης, προκειμένου να συζητηθούν πέντε θεματικές: Μεταναστευτικό, συνδεσιμότητα, προστασία θαλάσσιου περιβάλλοντος, πολιτική προστασία και θαλάσσιες ζώνες.
Το Υπουργείο Εξωτερικών έχει αναλάβει να διερευνήσει το επόμενο διάστημα πόσο εφικτή είναι αυτή η προοπτική και εάν μπορεί να αποκτήσει και μόνιμο χαρακτήρα.
Το ερώτημα είναι τι έχει αλλάξει από το 2020, όταν πρώτος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε προτείνει μία τέτοια Διάσκεψη λέγοντας μάλιστα, ότι στη Μεσόγειο «εμείς δεν είμαστε επισκέπτες, είμαστε οικοδεσπότες» προσκαλώντας και τα Κατεχόμενα.
Στη συνέχεια, την ιδέα επανέφερε ο τότε Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, προχωρώντας και σε σειρά επαφών, χωρίς ωστόσο, αποτέλεσμα.
Οι λόγοι για τους οποίους η ιδέα έμεινε «στα χαρτιά», δεν έχουν αλλάξει και αφορούν την ίδια την ουσία των διαφορών στην Ανατολική Μεσόγειο, από το ποιοι θα συμμετέχουν έως το πλαίσιο και το πεδίο εφαρμογής.
Το πρώτο και αξεπέραστο «αγκάθι» είναι ότι η Τουρκία για να συμμετάσχει βάζει ως προϋπόθεση να εξαιρεθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, εκτός εάν συμμετάσχει και το ψευδοκράτος, συνθήκη την οποία η Αθήνα δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχθεί.
Την ίδια ώρα, ενώ η Αθήνα και δια στόματος Πρωθυπουργού διαμηνύει ότι το πλαίσιο για τη σύγκληση της Διάσκεψης δεν μπορεί να είναι άλλο από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας, για την Άγκυρα αυτό αποτελεί «κόκκινη γραμμή» καθώς ποτέ δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και άρα δεν αποδέχεται να δεσμευτεί από τις προβλέψεις της.
Και ενώ η προοπτική του εγχειρήματος φαίνεται μάλλον αδύναμη, έρχεται να προστεθεί στη δύσκολη εξίσωση και ο αμερικανικός παράγοντας με έντονο ενδιαφέρον για την περιοχή και μεγάλες αμερικανικές εταιρείες να είναι έτοιμες να επενδύσουν μεγάλα κεφάλαια κυρίως στον τομέα της ενέργειας.
Σε αυτό το κλίμα, λοιπόν, η Αθήνα έχει κάθε λόγο να επιχειρεί να στείλει το μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν είναι αυτή που πυροδοτεί εντάσεις, αλλά αντιθέτως, αποτελεί τον χρήσιμο εταίρο που επιδιώκει συνεννόηση και σταθερότητα.
Σημαντική εξέλιξη είναι και η έλευση της Κίμπερλί Γκίλφοϊλ στην Αθήνα το αμέσως προσεχές διάστημα, η οποία θα καλύψει το κενό της αμερικανικής εκπροσώπησης στη χώρα μας και θα μπορεί να μιλάει απευθείας και με τον έτερο πρέσβη των ΗΠΑ στην Τουρκία Τομ Μπάρακ.
Με τα εθνικά θέματα, παράλληλα, να έχουν εξελιχθεί και σε πεδίο έντονης πολιτικής σύγκρουσης και εντός των τειχών, η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα θα κληθεί να βρει ένα νέο modus operandi με την Τουρκία, γιατί οι εκκρεμότητες είναι πολλές, οι πιέσεις ακόμη περισσότερες και η Διακήρυξη των Αθηνών με ημερομηνία λήξης που έχει παρέλθει εδώ και καιρό.
ethnos.gr