Η αλήθεια για την διαφθορά και την διαφάνεια στην Ελλάδα

xatzigakis_4

 

 

 

 

Του Σωτήρη Χατζηγάκη

Πρώην υπουργού

Με πηχαίους τίτλους οι εφημερίδες και τα άλλα μέσα καταγγέλουν πως η διαφθορά στην Ελλάδα διογκώνεται συνεχώς. Έτσι, το 2012, η χώρα μας κατρακύλισε στην 94η θέση (μαζί με την Κολομβία) από την 84η που ήταν το 2011. Σε πρόσφατες, επίσης, δηλώσεις, ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας Σόιμπλε, απέδωσε την κακοδαιμονία της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στην αμφιλεγόμενη δράση των διαφόρων ελίτ (πολιτικών, πνευματικών, μηντιακών, συνδικαλιστικών κλπ.).

Οι διαπιστώσεις αυτές «παραβιάζουν θύρες ανοικτές», τις οποίες ομολογούσαν πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο υπογραφόμενος (βλέπετε άρθρο στον Αδέσμευτο Τύπο 1/6/2003, με τίτλο «Η διαπλοκή και η διαφθορά και η ευθύνη της πολιτικής», καθώς και στον Ελεύθερο Τύπο, 22/6/2003, με τίτλο «Ο σημερινός φαύλος κύκλος της διαπλοκής. Υπάρχει ελπίδα;»). Εξάλλου, στο καθεστώς αδιαφάνειας αναφέρομαι διεξοδικώς και στον πρώτο τόμο του βιβλίου μου «Ευρώπη και Παγκοσμιοποίηση» (Εκδόσεις Καστανιώτης, 2007). Έλεγα, λοιπόν, χαρακτηριστικά:

«Ας ομολογήσουμε ορισμένες αλήθειες.

Αλήθεια πρώτη: Είναι γεγονός πως πολλοί οικονομικοί παράγοντες συστηματικά παρεμβαίνουν στην πολιτική και οικοδομούν σχέσεις εξαρτήσεων με πολιτικούς. Από μία άποψη –κυνική, βεβαίως–, εκείνοι κάνουν τη δουλειά τους, αφού πολλοί από αυτούς θεωρούν πως πρωταρχική τους επιδίωξη είναι το κέρδος. Οι πολιτικοί, όμως, τι κάνουν σε αυτή την περίπτωση; Δεν έχουν, άραγε, μερίδιο ευθύνης, όταν πολλοί από το χώρο αυτόν συνάπτουν στενές σχέσεις φιλίας με επιχειρηματίες και οικονομικούς παράγοντες και συναγελάζονται κοινωνικά και σε μόνιμη βάση με αυτούς, που τους κατηγορούν στη συνέχεια ως «διαπλεκομένους»;

Εάν θέλαμε να μην υπάρχει διαπλοκή, θα έπρεπε κυρίως εμείς οι πολιτικοί να αλλάξουμε τη στάση και τη συμπεριφορά μας. Γιατί οι επιχειρηματίες μπορεί μεν να θέλουν να καθυποτάξουν το σύστημα στη δική τους εξουσία και στα δικά τους συμφέροντα, εάν όμως εμείς οι πολιτικοί ήμασταν αποφασισμένοι να φρενάρουμε τη «διαπλοκή» και την αδιαφάνεια, τότε κανείς δε θα μπορούσε να επιβάλει μία τέτοια κατάσταση.

Αλήθεια δεύτερη: Παρακολουθώντας κάποιος την πορεία μερικών ελίτ της κοινωνίας μας, θα διαπιστώσει το ρόλο ορισμένων «ακαδημαϊκών», «πνευματικών ταγών», δημοσιογράφων και δημοσιολόγων, που «προσκυνούν» την εκάστοτε εξουσία και μεταβάλλονται σε πειθήνια όργανά της και σε υπηρέτες του κατεστημένου. Θα διαπιστώσει επίσης και μερικούς –λίγους– «ισχυρούς» του συστήματος να απομυζούν και να εκμεταλλεύονται το κράτος (με φοροκλοπές, φοροαπαλλαγές και διάφορα προνόμια). Εάν, μάλιστα, ενσκήψει κανείς με προσοχή στον τρόπο λειτουργίας των κύριων εξουσιών του κράτους (για παράδειγμα, της δικαστικής, με τα παραδικαστικά κυκλώματα, που αποτέλεσαν ένα δραματικό σκάνδαλο το οποίο προκάλεσε βάναυσα την ελληνική κοινωνία), θα ξετρυπώσει πληθώρα διαπλοκών, εξαρτήσεων και αδιαφάνειας. Οι αδυναμίες, λοιπόν, του κράτους είναι υπαρκτές και φανερές και η σαθρότητα και η υποκρισία των σημερινών κοινωνιών είναι δεδομένη. Έτσι εξηγείται, άλλωστε, και το πώς και γιατί ανελίχθηκαν (πολιτικά, οικονομικά και     –φευ!– κοινωνικά) παρ’ αξίαν ορισμένα –απίθανα– πρόσωπα –και μάλιστα, σε χρόνους-ρεκόρ– και το γιατί λειτουργεί, όπως λειτουργεί, το σύστημα μας και ποια είναι η «τιμή» της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας…

Εξάλλου, εάν παρακολουθήσει κανείς γύρω του τον παράκοσμο του «κοινωνικού υπογείου», με τα ναρκωτικά, τη «λειτουργία» της νύχτας και το έγκλημα σε πλήρη άνθηση, με πολλά όργανα καταστολής στο «κόλπο» και με έναν απίθανο στρατό «φρουρών» της παρανομίας υπό το βλέμμα –ή την ευλογία;– του κράτους –και του παρακράτους;–, τότε εύκολα μπορεί να συμπεράνει γιατί το κοινωνικό και πολιτικό μας σύστημα είναι τόσο αδύναμο να αντισταθεί στη διαφθορά και στις πάσης φύσεως διαπλοκές. Και εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς γιατί η συντριπτική πλειοψηφία του λαού –και όχι μόνο– νιώθει αποστροφή για την πολιτική μας ζωή.

Επιστέγασμα όλων των παραπάνω αποτελεί η κακή λειτουργία της δημοκρατίας μας, στην οποία αξιοποιείται σήμερα καλύτερα όποιος έχει προσφορότερη πρόσβαση στα ΜΜΕ και στα άλλα κέντρα εξουσίας ή εκείνος που αποτελεί μέρος του πολυδιάστατου και πολυσχιδούς οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου…

Αλήθεια τρίτη: Στον αγώνα κατά της διαπλοκής πρέπει να συμβάλει και η ίδια η κοινωνία, η οποία οφείλει να ενεργοποιηθεί για την ανατροπή του παρακμιακού κοινωνικού και πολιτικού μας οικοδομήματος. Γιατί δεν είναι, άραγε, η κοινωνία μας εκείνη που σε μεγάλο βαθμό στηρίζει τους πάσης φύσεως συμβιβασμένους πολιτικούς και εκλέγει τα εκτρώματα των μίντια και του «life style»; Δεν είναι η κοινωνία μας επίσης που ανέχεται –και συχνά επιδιώκει– ανούσιες ψευτοαντιπαραθέσεις, μέσα από τις οποίες αναδεικνύονται η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός και η μετριοκρατία; Και τέλος, δεν είναι η κοινωνία μας εκείνη που πολλές φορές επιδεικνύει δουλική συμπεριφορά «σκύβοντας το κεφάλι» στις ισχυρές ελίτ, ενώ συγχρόνως προβάλλει μία ψεύτικη «λεβεντιά» απέναντι σε όλους εκείνους που θεωρεί υποχείριους ή υποδεέστερούς της; Και τελικά, ποιος είναι εκείνος ο οποίος εκούσια κλείνει τα μάτια του στις πάσης φύσεως διαπλοκές του σημερινού μας συστήματος και στη διαφθορά, που πλήττουν όλα τα επίπεδα του κράτους, των φορέων του και της κοινωνίας μας; Συνεπώς, οι ευθύνες και των λαών είναι μεγάλες. Εύλογα, λοιπόν, διερωτάται κανείς: Αλήθεια, θέλουν οι λαοί τη διαφάνεια του συστήματος; Θέλουν την εντιμότητα και την ηθική στην πολιτική; Θέλουν να αντιπροσωπεύονται από ακέραιους και αδιάφθορους πολιτικούς; Γιατί έχουν και οι λαοί καθήκοντα και υποχρεώσεις. Οφείλουν, συνεπώς, να απορρίψουν την υπάρχουσα κατάσταση και να επιδιώξουν ριζοσπαστικές αλλαγές, που θα μπορούσαν να μεταβάλουν τις δομές του συστήματος και το σημερινό παρηκμασμένο τοπίο της δημόσιας ζωής μας. Οι πολίτες, λοιπόν, οφείλουν να να πάρουν ενεργό μέρος στο πραγματικό πολιτικό παιχνίδι. Να ενδιαφερθούν για τα κοινά και να αρχίσουν να επιλέγουν με σωστά κριτήρια και καθαρή σκέψη τους ανθρώπους που πραγματικά αξίζουν να τους κυβερνήσουν».

 

 

 

.