Οταν ο Χριστός υποδέχτηκε τους πρόσφυγες στο σπίτι του

ekklisia lesvors 708

Τους τελευταίους μήνες το προσφυγικό ζήτημα βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκοσμίου ενδιαφέροντος. Καθημερινά πλήθος Σύριων εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, τη ζωή τους και μαζί με τις οικογένειες τους αναγκάζονται να μεταναστεύσουν για μια καλύτερη ζωή όπου μέλημα τους είναι μία ειρηνική ζωή πρώτα για τα παιδιά τους και έπειτα για τους ίδιους.

Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος πιστός γιατί αυτός ο πόλεμος, αυτή η τρομοκρατία, αυτοί οι διωγμοί, αυτοί οι θάνατοι. Οι διαστάσεις ολοένα και γίνονται μεγαλύτερες και ο Θεός φαντάζει απών. Που είναι η «ἐπὶ γῆς εἰρήνη» και η «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία;». Είναι πραγματικότητα ότι «ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς», «πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησε;». Μπροστά σε όλη αυτή τη θέα θανάτου, ο Θεός ο οποίος «ἐμεγαλύνθη σφόδρα», γιατί μοιάζει να σιωπά; Την αγωνία αυτή αναδεικνύουν και οι λόγοι του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ο οποίος και έχει γράψει: «Τι αξία έχει, αδελφοί μου, εάν μιλώ αιώνια για τον Θεό και ο Θεός αιώνια σιωπά; Μπορώ να αγαπώ τα παιδιά Του, εάν Αυτός είναι αδιάφορος απέναντι στα παθήματα τους;».

Δεν θα μας απασχολήσει όμως το ζήτημα της θεοδικίας στη σημερινή μας αναφορά, αλλά εκείνο του πονεμένου ανθρώπου. Στα τέλη του περασμένου μήνα οι Ιεροί Ναοί των νησιών που δέχονται το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων, άνοιξαν την αγκαλιά τους στον πόνο και στη δυστυχία (όπως το εκκλησάκι του αγίου Νικολάου στο λιμάνι του Μολύβου). Εκτός από τη φιλανθρωπία των κατοίκων των ελληνικών νησιών και την ευαισθησία που έδειξαν και δείχνουν, ο Χριστός ως ο πρώτος πρόσφυγας, αφού ως βρέφος φυγαδεύτηκε στην Αίγυπτο (Ματθ. 2, 13-15), ανοίγει τις πόρτες του σπιτιού Του και ξεκουράζει τη δυστυχία και την απελπισία τους, υπό το άγιο φως των κεριών.

Δεν είναι μόνοι τους. Όλες τις ώρες της ημέρας, η μοναξιά τους συντροφεύεται από την παρουσία της Υπεραγίας Θεοτόκου, του Προφήτη Προδρόμου και των αγίων και μαρτύρων της πίστεως μας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι πολλοί από τους μάρτυρες, βίωσαν παρόμοιους διωγμούς. Οι άγιοι και μάρτυρες που ψιθυρίζουν όλες αυτές τις μέρες λόγια αγάπης και συμπόνοιας στους πρόσφυγες, οι οποίοι αναπαύουν την εξάντληση τους στους πρώτους, στέκονται δίπλα και πάνω από ψυχές ανθρώπινες, χωρίς να τις διακρίνουν φυλετικά, εθνικά και θρησκευτικά.

Η απελπισία αυτών των ανθρώπων είναι μία αγωνία παρατεταμένη, χωρίς καμία ικμάδα φωτός που έστω για λίγο θα ζωγραφίσει με ομορφιά και αισιοδοξία το άπειρο του βλέμματος τους. Και μην ξεχνάμε, αυτοί οι άνθρωποι δεν μετανάστευσαν από επιλογή τους, αλλά από ανάγκη. Μία ανάγκη που δεν κοιτάζει πίσω, στην πατρίδα τους, στον ήλιο τους, στα σπίτια τους, στο χώμα τους. Μία απελπισία που δεν τους επιτρέπει την πολυτέλεια του εφησυχασμού και την πραγμάτωση των ονείρων τους. Άνθρωποι απλοί, οικογενειάρχες, με παιδιά στις αγκαλιές τους και δίψα για ζωή. Άνθρωποι που τίποτε δεν θεωρούν δεδομένο, παρά μόνο τα ελάχιστα λεπτά που ακολουθούν.

Η αγάπη, η αυτοθυσία και το πνεύμα της προσφοράς προς τον άλλον του μακαριστού και αγαπητού σε όλους μας παπα Στρατή είναι ένα φως διακονίας που έχει περάσει στη συνείδηση και στις καρδιές των ανθρώπων. Ο ίδιος έπραξε κατά το «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 4,16). Το ίδιο πράττουν και οι ευαίσθητοι κάτοικοι των νησιών.

Χαρακτηριστικά, οι κάτοικοι της Σκάλας Συκαμιάς Λέσβου, συνέταξαν ένα κείμενο υψηλού ήθους προς τον Δήμαρχο του νησιού. Γράφουν λοιπόν μεταξύ των άλλων: «… είμαστε οι περισσότεροι παιδιά και εγγόνια προσφύγων που μεγαλώσαμε ή μένουμε ακόμα στον προσφυγικό συνοικισμό του χωριού μας … νοιώθουμε τους πρόσφυγες ως ένα κομμάτι της δικής μας ιστορίας και είμαστε απέναντι τους αλληλέγγυοι … Έχουμε όλοι συνειδητοποιήσει ότι εδώ βρίσκονται τα σύνορα της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας… ». Μέσα από τα λόγια τους είναι εμφανής όχι μόνο η ταύτιση απέναντι στους ξεριζωμένους που έχουν κατακλύσει τον τόπο τους, αλλά κάνουν ένα βήμα παραπέρα, προτείνοντας συγκεκριμένες λύσεις για να αντιμετωπιστούν τα τεράστια προβλήματα που προκύπτουν ως προς τις ανάγκες αυτών των ανθρώπων, αλλά και ως προς τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στο νησί με την έλευση τους.

Στις 4 Νοεμβρίου 2015 πραγματοποιήθηκε διαθρησκειακή προσευχή των αδικοχαμένων προσφύγων στην Επάνω Σκάλα της Μυτιλήνης, μπροστά από το άγαλμα της Μικρασιάτισσας Μάνας. Μάλιστα ο Δήμος Λέσβου είχε κηρύξει τριήμερο πένθος για τους δεκάδες νεκρούς μετανάστες και πρόσφυγες που πνίγηκαν στην προσπάθεια τους να φτάσουν στη Λέσβο. Αρχικά προσευχήθηκαν οι δύο Μητροπολίτες της Λέσβου (ο Μυτιλήνης Ιάκωβος και ο Μηθύμνης Χρυσόστομος) μαζί με ιερείς, παρουσία κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Αμέσως μετά στο ίδιο σημείο, παρουσία των δύο Μητροπολιτών, των ιερέων και των κατοίκων, πραγματοποιήθηκε προσευχή από τους μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς και τους πρόσφυγες.

Το παραπάνω γεγονός αναδεικνύει την αλήθεια της Εκκλησίας για τον άνθρωπο. Μία αλήθεια ανόθευτη, γνήσια, άγια που ζει μέσα στους αιώνες. Μία μαρτυρία για τον άνθρωπο ως «κατ’ εικόνα» Θεού δημιούργημα, σε όποιον Θεό κι αν πιστεύει, σε όποια γη κι αν ζει, όποιον αέρα κι αν αναπνέει. Στη θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολής η σχέση ανθρώπου – Θεού και ανθρώπου – συνανθρώπου, έχει την αναφορά της στους λόγους του Ιησού, ο οποίος μας λέει: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»(Λουκ. 10, 27).

Όπως αναφέρει το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. σε πρόσφατη ανακοίνωση του με τίτλο «Μια κριτική παρέμβαση με αφορμή το προσφυγικό», «όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, πολιτισμικής προέλευσης αλλά και θρησκευτικής αναφοράς σύμφωνα με τη Βίβλο προέρχονται από την αγαπητική και δημιουργική ενέργεια του Θεού». Σε αυτό συνηγορεί και ο ιερός Χρυσόστομος, γράφοντας τα εξής όμορφα λόγια: «Δεν περιφρονώ κανέναν άνθρωπο. Κι αν ένας είναι, είναι άνθρωπος, το σπουδαίο δημιούργημα του Θεού. Κι αν είναι δούλος, δεν τον καταφρονώ. Δεν εξετάζω το αξίωμα, αλλά την αρχή, δεν ερευνώ ποιος είναι δεσπότης και ποιος δούλος, αλλά την ψυχή … Αλλά τι χρειάζεται να πούμε τόσα πολλά; Γι’ αυτόν ο μονογενής Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος» (PG 48, 1029B).

Η στάση της Εκκλησίας ως ζωντανού οργανισμού απέναντι στον άλλον, τον διαφορετικό, τον ξένο από εμάς, συναντάται στους λόγους του Χριστού στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο. Διαβάζουμε λοιπόν τα εξής: «Διότι όποιος δεν είναι εναντίον σας, είναι μαζί σας» (Μάρκ. 9,40).Με άλλα λόγια η αγία μας Εκκλησία απέναντι στον πλουραλισμό έχει μία διαλεκτική και κριτική στάση, σεβόμενη την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Ο μόνος δρόμος διδασκαλίας της Εκκλησίας και ανοίγματος της προς τον έξω κόσμο όλων των εποχών, όλων των ανθρώπων και όλων των συγκυριών, είναι η γλώσσα της αγάπης και όχι της επιβολής, της απαγόρευσης, της οριοθέτησης και του εγκλωβισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Η Εκκλησία ζει για τον ξένο, υπάρχει για εκείνον και όχι μόνο για τον «δικό μας». Να λοιπόν πως συνδέεται ο ξένος με τον αδελφό μας∙ μας κατατοπίζει ένα απόσπασμα από την προς Εβραίους Επιστολή, όπου διαβάζουμε: «Μην αμελήσετε να προσφέρετε φιλοξενία στους ξένους, γιατί έτσι κάποιοι έχουν υποδεχθεί αγγέλους χωρίς να το γνωρίζουν» (Εβρ. 13, 2). Αυτός είναι ο ξένος για την Εκκλησία. Ένα δημιούργημα του Θεού, πλασμένο από τον Ίδιο κι ενταγμένο στο σωτηριολογικό σχέδιο του Θεού. Και για να θυμηθούμε και κάτι ακόμη πολύ κατατοπιστικό, η Εκκλησία μας οικειώνεται αυτόν τον άλλον, τον «αλήτη» και «ξένο» κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Χαρακτηριστικό είναι το Δοξαστικό του Μ. Σαββάτου, αυτό το θαυμάσιο ποιητικό κείμενο, που μιλάει για τον ξένο και δεν λέει απλά «δος τῷ ξένῳ», αλλά «δός μοι τοῦτον τὸν ξένον».

Ποιος είναι όμως ο ξένος για την Εκκλησία; Γράφει ο πανεπιστημιακός Π. Βασιλειάδης στο βιβλίο του «Ενότητα και Μαρτυρία»: «Ο όρος ‘’ξένος’’ περιλαμβάνει όχι μόνο τους αγνώστους προς εμάς, τους φτωχούς και βασανισμένους, αλλά και όσους είναι εθνικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά ‘’ξένοι’’ προς εμάς. Η λέξη ‘’ξένος’’ στις γραφές δεν έχιε ως σκοπό να αντικειμενοποιήσει τον ‘’άλλον’’, αλλά αναγνωρίζει ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αποτελούν πραγματικά ‘’ξένους για εμάς ως προς τον πολιτισμό, τη θρησκεία, τη φυλή και άλλου είδους διαφορές που αποτελούν μέρος της ανθρώπινης κοινωνίας. Η προθυμία μας να αποδεχθούμε τους άλλους στην ‘’ετερότητα’’ τους είναι απόδειξη αληθινής φιλοξενίας. Μέσω της ανοιχτωσύνης μας απέναντι στους ‘’άλλους’’ μπορούμε να βρούμε νέες οδούς συνάντησης με τον Θεό».

Η Εκκλησία δεν κάνει απλά το καθήκον της. Είναι αυτό που «είναι» και αυτό εκφράζει πάντοτε. Αν η ίδια υπάρξει για τον εαυτό της, παύει να είναι κοινωνία πιστών με τον Τριαδικό Θεό. Το εκκλησιαστικό ήθος δεν περιορίζεται στη σωτηρία εντός του εαυτού μου, αλλά δια των άλλων είναι ένα ήθος που εγκολπώνει τη συνάντηση με τον άλλον, την οικείωση μαζί του, την ενσάρκωση του εαυτού του στον δικό μου. Συνάντηση και αλληλοπεριχώρηση σε μία ομολογιακή κατάσταση, όχι όμως εντός «των τειχών της Ιερουσαλήμ», αλλά κατά πάντα και δια πάντα. Το ήθος αυτό δεν είναι ουμανιστικό, ούτε κοινωνικό – ταξικό, αλλά πέρα από κάθε συμβατική εκκλησιαστική ομολογία.

Γιατί η Εκκλησία δεν μπορεί κάποιες φορές να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη της; Πού μπορεί να ωφείλεται αυτό; « … πρέπει με παρρησία να ομολογηθεί ότι η ασθένεια αυτή σχετίζεται με το πρόσωπο του Χριστού. Σχετίζεται, δηλαδή, με την αδυναμία των μελών του εκκλησιαστικού σώματος να κατανοήσουν και συνεπώς να βιώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Εκκλησία της σαρκώσεως», θα μας πει ο πανεπιστημιακός Χ. Σταμούλης στο βιβλίο του «Ὥσπερξένος καίἀλήτηςἤ Σάρκωση: ἡ μετανάστευση τῆςἀγάπης».

Η Εκκλησία ασκεί μία ποιμαντική ανά τους αιώνες για όλη την ανθρωπότητα. Για τους άπιστους, αδιάφορους, αθεϊστές, αλλόθρησκους, αλλά «ασκείται και προς εκείνους, που βρίσκονται έξω από τα κανονικά και εκκλησιαστικά όρια της» όπως μας λέει ο πανεπιστημιακός π. Βασίλειος Καλλιακμάνης. Αυτή η ποιμαντική σύμφωνα με τον ίδιο «εκδηλώνεται είτε ως κοινωνική προσφορά, είτε ακόμη ως έμπονη λειτουργική προσευχή».

Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στους πρόσφυγες που ήρθαν, που έρχονται και θα έρχονται αναγκαστικά και θα περνάνε από τη χώρα μας, όπου τα χώματα της μυρίζουν Θεό και αγιοσύνη, είναι θεανθρωποκεντρική, θυσιαστική και κενωτική. Ανοίγει τους Ιερούς Ναούς για να απαλύνει τους απελπισμένους και γεμάτους αγωνία πρόσφυγες, ανάβει το φως των κεριών της για να ζεσταθούν και ψιθυρίζει αγάπη στα ταλαιπωρημένα σώματα και στις έρημες ψυχές. Η Εκκλησία μας έχει ένα δρόμο για τον καθένα. Ένα δρόμο που για να φτάσει κάποιος στον Θεό, περνάει μέσα από τον άλλον. Γιατί όπως λέει ο όσιος Μακάριος Αιγύπτιος «οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον».

Η.Φ.
Π.Σ.

 

.