*Μία περιδιάβαση στην ποίηση του Kαβάφη με αναφορές στη Συρία.
Παρακολουθώντας κανείς τα τεκταινόμενα στην πολύπαθη χώρα της Συρίας δεν μπορεί να μην αναφερθεί σε έναν προφητικό στίχο του Κ. Καβάφη από το ποίημά του «Ας φρόντιζαν».
“Βλάπτουν κ΄ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο”
Οι επαΐοντες και οι θαυμαστές της ποίησης του αλεξανδρινού ποιητή εύκολα θα θυμηθούν το σχετικό στίχο, αλλά και τις σχέσεις του με την “προσφιλή του πατρίδα”, όπως αποκαλεί την Συρία.
Σε πολλά του ποιήματα ο Καβάφης αναφέρεται στη Συρία και στην ιδιαίτερη αγάπη που νιώθει γι αυτήν. Νιώθει απόγονος των Ελλήνων της Ελληνιστικής περιόδου που ήκμασαν και δημιούργησαν στις χώρες της Μέσης Ανατολής και κυρίως στην Αίγυπτο και στη Συρία.
“Εμείς οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, / οι Σελευκείς, κι οι πολυάριθμοι / επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και / Συρία” («Στα 200 π.χ) .
Βέβαια κανείς δεν τολμά να αμφισβητήσει την Ελληνικότητα του Καβάφη, όταν αυτός νιώθει πολύ οικείος με την Αίγυπτο και τη Συρία. Και προς άρσιν κάθε παρεξήγησης δηλώνει ευθαρσώς στο ποίημά του «Επάνοδος από την Ελλάδα»:
“Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια, / είμεθα Έλληνες κ΄ εμείς – τι άλλο είμεθα; – / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας, / που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό”.
Η ποιητική αυτή ομολογία-αυτοβιογραφία του Καβάφη ήταν αναγκαία για να μην παρεξηγηθεί η ψυχική του σχέση με κάποιες χώρες της Μέσης Ανατολής. Διακηρύσσει ευθαρσώς και χωρίς ίχνος ντροπής ή κατωτερότητας πως μέσα του εκτός από το Ελληνικό αίμα κυκλοφορεί και το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου:
“Το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου / που ρέει μες στις φλέβες μας να μη / ντραπούμε. / να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε”.
Πόσοι από τους σύγχρονους Έλληνες θα μπορούσαν θαρρετά και φανερά να παραδεχτούν τα παραπάνω ή κάτι παρόμοιο; Ποιος Έλληνας σήμερα θα μπορούσε με ακρίβεια να ορίσει την εθνική του ταυτότητα, ομολογώντας και διακηρύσσοντας τις επιδράσεις του κι από άλλες χώρες-πολιτισμούς, όπως ο Καβάφης;
Ίσως ο Καβάφης θα έπρεπε να θεωρείται σήμερα ο σημαντικότερος πρεσβευτής, αν όχι ο γεννήτωρ, της έννοιας-φαινομένου της Πολυπολιτισμικότητας. Τον τόπο που γεννήθηκε και δημιούργησε από αίμα ελληνικό ο ποιητής τον νιώθει δικό του, κομμάτι της Πατρίδας του με την ευρύτερη έννοια του όρου:
“Τουλάχιστον στη θάλασσά μας πλέουμε./ νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της / Αιγύπτου, / αγαπημένα των πατρίδων μας νερά” («Επάνοδος από την Ελλάδα»).
Αυτός είναι ο Ελληνισμός που προέκυψε «Με τες εκτεταμένες επικράτειες, / με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών / Και την Κοινήν Ελληνικήν Λαλιά» («Στα 200 π.χ).
Ποτέ του ο Καβάφης στο όνομα της Ελληνικής του καταγωγής δεν αρνήθηκε τις επιδράσεις που δέχτηκε από τις χώρες που γεννήθηκε και δημιούργησε. Κι αυτή του την αίσθηση της βαθύτερης δομής της Ταυτότητάς του την διακηρύσσει και την περιγράφει σε πολλά του ποιήματα, όπως στο ποίημά του «Εν πόλει της Οσροηνής»:
“Είμεθα ένα κράμα εδώ. / Σύριοι, Γραικοί, / Αρμένιοι, / Μήδοι”.
Αλήθεια, πώς νιώθουν σήμερα οι διάφορες φυλές, εθνότητες και θρησκευτικές ομάδες στην μετα-Άσαντ εποχή; Πώς θα βρουν χωρίς συγκρούσεις και αίμα το νέο Modus Vivendi;
Αλήθεια οι διάφοροι ξένοι στρατοί που συνωστίζονται στη σημερινή Συρία νιώθουν κάτι από αυτά που ένιωθε ο κοσμοπολίτης Καβάφης;
Αυτός ο συνωστισμός φυσικά δεν είναι μία διακηρυγμένη συμπάθεια προς τον Συριακό λαό, αλλά μία ωμή ομολογία του ρόλου των ζωτικών συμφερόντων κάθε χώρας στην Συρία. Και είναι λυπηρό τη στιγμή που η Συρία χρειάζεται βοήθεια για να ξεπεράσει την κρίση από το κενό εξουσίας, οι διάφοροι ξένοι στρατοί να ανταγωνίζονται στην προώθηση των δικών τους συμφερόντων.
Οι φιλικές ή κάποιες γειτονικές χώρες χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα πασχίζουν να αποδείξουν, με μεγάλη δόση υποκρισίας, πως νοιάζονται για τη Συρία. Στην πραγματικότητα, όμως, πετυχαίνουν αυτό που είχε γράψει στο ποίημά του «Ας φρόντιζαν»:
“Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το / ίδιο”.
Βέβαια, δεν έχει σημασία αν οι χώρες είναι τρεις ή περισσότερες, ίσως να μην έχει και σημασία η ταυτότητα κάθε χώρας χωριστά. Εκείνο που λογίζεται ως αρνητικό είναι το κακό που προξενούν στη χώρα της Συρίας.
Ο θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν Χαμεϊνί κατονόμασε αυτές τις τρεις χώρες, χωρίς φυσικά να εντάσσει και τη χώρα σε αυτές, όσο αυτή στήριζε το αυταρχικό καθεστώς του Άσαντ.
Να, λοιπόν, που και η ποίηση μερικές φορές μπορεί να μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε σωστά και σε βάθος κάποια σύγχρονα φαινόμενα. Να κατανοήσουμε, δηλαδή, την ανθρώπινη μικρότητα και την ανηθικότητα των εθνικών συμφερόντων. Να διδαχτούμε πως η ανθρώπινη βαρβαρότητα δεν ορρωδεί προ ουδενός προβλήματος του συνανθρώπου του.
Καλές οι αναλύσεις των διπλωματών, των διεθνολόγων και των στρατιωτικών αναλυτών, αλλά δεν είναι αρκετές να μάς φωτίσουν με σύντομο και καθαρό τρόπο τόσο την ανθρώπινη ματαιοδοξία, όσο και τον κυνισμό των εθνικών συμφερόντων.
Μετά τα όσα “κακά” διαδραματίζονται στη Συρία αυτές τις μέρες και όσα θα ακολουθήσουν καλό θα είναι στη γνωστή φράση του Ελύτη να προσθέσουμε και το όνομα του Κ. Καβάφη:
“Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδερφοί, Όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη” .
Τώρα θα λέμε…
“…και διαβάστε Κωνσταντίνο Καβάφη”.
Κι αυτό γιατί η ευχή-επιθυμία-προσδοκία που διατυπώνει ο Καβάφης δια στόματος Δημητρίου Σωτήρος στο ποίημά του «ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ» (162-150) παραμένει πάντα επίκαιρος:
“Να γίνει πάλι κράτος η Συρία, / με τους στρατούς της, με τους στόλους της, / με τα μεγάλα κάστρα, με τα πλούτη ”.
Γιατί σίγουρα αυτά που βλέπουμε σήμερα στη Συρία κανέναν δεν ικανοποιούν και εύκολα ανακαλούμε στη μνήμη τους στίχους του Καβάφη που κι αυτοί εκφράζουν την μελαγχολία τους από την εικόνα της Συρίας τότε, με τους τυχοδιώκτες και τους ραδιούργους βασιλείς ή διεκδικητές του θρόνου (Βάλας, Ηρακλείδης):
“Αυτή η Συρία – σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του, / αυτή είν΄ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα” («ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ»)
Εμείς ως Ελλάδα περιμένουμε από τη Συρία όχι τη νέα γενιά δυστυχισμένων μεταναστών και προσφύγων, αλλά τους “Σοφιστές” όσο κι αν τους αντιμετώπιζε με ειρωνεία ο Καβάφης:
“Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε / μας έρχοντ΄ από την Συρίαν σοφισταί / και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι” («Φιλέλλην»)
*ΠΗΓΗ: Blog “ΙΔΕΟπολις”, Ηλία Γιαννακόπουλου