*Από τις παραλίες των Λειψών στην πολύβουη λεωφόρο Κηφισίας
Λίγο πολύ όλοι μας στο τέλος του Αυγούστου και στις αρχές του Σεπτέμβρη αρεσκόμαστε να καταφεύγουμε στις παραπάνω φράσεις για να αποδώσουμε όχι τόσο το τέλος του καλοκαιριού και την αρχή του φθινοπώρου αλλά για να εκφράσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας γι αυτό το πέρασμα από τη μία εποχή στην άλλη και την επιστροφή στην μονότονη καθημερινότητα και κανονικότητα.
Βέβαια η φράση “Τέλος Εποχής” χρησιμοποιείται μεταφορικά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις όταν θέλουμε να τονιστεί εμφαντικά το παλιό που έφυγε και ο ερχομός του καινούριου που δεν θα είναι το ίδιο με το παλιό (π.χ “Ο θάνατος του Μ. Θεοδωράκη σήμανε και το τέλος εποχής για το πολιτικό τραγούδι, όπως το γνωρίσαμε μέχρι τώρα”).
Από την άλλη πλευρά η φράση “Και τώρα τα κεφάλια μέσα” υποδηλώνει άλλοτε μία προτροπή κι άλλοτε ένα αρνητικό συναίσθημα-μελαγχολία για την αναγκαιότητα προσαρμογής μας στα πεζά και καθημερινά (εργασία, υποχρεώσεις…).
Δεν λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις που η φράση αυτή ενέχει και μία μορφή διαταγής ή ακόμη και ειρωνείας προς κάποιους που τόλμησαν κάτι πολύ φιλόδοξο, απέτυχαν οικτρά και πρέπει προσγειωθούν στην πραγματικότητα.
Το “τέλος εποχής” στην πόλη δεν είναι και τόσο ευδιάκριτο, αφού το τσιμέντο και η άσφαλτος καθιστούν αδύνατο ή δυσδιάκριτο το πέρασμα από τη μία εποχή στην άλλη.
Αντίθετα στα χωριά μας το “τέλος” του καλοκαιριού είναι πιο καθαρό και ευδιάκριτο αφού η ίδια η φύση μεριμνά γι αυτό. Και μόνον ότι σταμάτησαν τα τζιτζίκια να μάς συντροφεύουν στις ζεστές μέρες συνιστά από μόνο του ένα ακαταμάχητο στοιχείο για το τέλος του καλοκαιριού.
Οι πελαργοί και τα χελιδόνια (που τα τελευταία χρόνια δεν μας επισκέφτηκαν) ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής στα ζεστά μέρη, δηλωτικό ότι το Φθινόπωρο είναι ante portas.
Τα πρώτα φύλλα των δέντρων άρχισαν να γεμίζουν τις αυλές μας, αφού και η ανομβρία συντείνει στο κιτρίνισμα και την πτώση.
Τα τριζόνια που μάς γέμιζαν τις νύχτες σιγά-σιγά σωπαίνουν κι αυτά και έμεινε ακόμη ο γκιώνης να μάς καληνυχτεί με εκείνη την σπαρακτική φωνή του.
Η ιστορία του γκιώνη μού είναι πολύ ενδιαφέρουσα αφού με γυρίζει στα παιδικά μου χρόνια όταν για πρώτη φορά η γιαγιά μου μού διηγήθηκε το πάθημά του. Έκτοτε όταν τα βράδια ακούω τη φωνή του μελαγχολώ που τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν με τις περιπέτειες του Spider-man ή του Χάλκ (Hulk).
Ίσως-ίσως, όμως, εκείνο το στοιχείο που επικυρώνει το “τέλος εποχής” είναι οι νίκες που κερδίζει η νύχτα στην πάλη της με την ημέρα. Η νύχτα κάθε μέρα μεγαλώνει εις βάρος της ημέρας. Το σκοτάδι απλώνεται πιο γρήγορα και διαρκεί περισσότερο.
Η αλλαγή των εποχών συνιστά συμπαντικό νόμο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή των ανθρώπων. Είναι η αδιάψευστη επικύρωση της θεμελιακής αρχής του Ηράκλειτου, της αέναης αλλαγής, όπως αυτή διατυπώθηκε με το εμβληματικό “τα πάντα ρει”.
Ωστόσο κι ενώ τα πάντα φαίνεται να κινούνται στο νόμο της αέναης αλλαγής υπάρχουν φαινόμενα και εικόνες από τη φύση που ενίστανται σε αυτόν. Τότε είναι που θυμάσαι τον Παρμενίδη που υποστήριζε πως το σύμπαν το διέπει η αρχή της “ακινησίας” και κάθε αλλαγή που βλέπει ο άνθρωπος είναι μία αυταπάτη.
Το Παρμενίδειο “ακίνητο Εν” αντιπαλεύει ως θεωρία εδώ και αιώνες το “τα πάντα ρει” του Ηράκλειτου.
Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος επιχειρηματολογεί υπέρ της διαρκούς ροής των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος, επίσης, καταδεικνύει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και καταφάσκει υπέρ της σταθερότητας του όντος.
Στον αέναως κινούμενο κόσμο του Ηράκλειτου έρχεται ο στατικός αναλλοίωτος, άχρονος κόσμος του Ελεάτη φιλοσόφου. Ο Παρμενίδης, δηλαδή, δέχτηκε τη μοναδικότητα, την ενότητα και την αιωνιότητα του όντος – όπως υποστήριξε και ο Ηράκλειτος, απέρριπτε, όμως, την κίνηση και τη μεταβλητότητά του.
Ο Παρμενίδης, δηλαδή, αρνείται την κίνηση και την αλλαγή μέσα από ένα διλημματικό ερώτημα «Πως μπορεί ένα πράγμα να αλλάζει χωρίς να χάνει την ταυτότητά του;».
Κάθε φορά που επισκέπτομαι το χωριό μου στις υπώρειες του Κόζιακα νιώθω πως όλα δίπλα μου είναι διαφορετικά από την προηγούμενη φορά και μέσα μου διακηρύττω σιωπηλά την αποδοχή των θέσεων του Ηράκλειτου περί της “αέναης αλλαγής”.
Όταν, όμως, κοιτάζω εμπρός μου τις βραχώδεις βουνοκορφές του Κόζιακα με το γκρίζο χρώμα, ίδιες και ολόιδιες εδώ και πολλά χρόνια ή και αιώνες, κάπου νιώθω την ανάγκη να δικαιώσω τον Παρμενίδη για το “ακίνητο ον”.
Με αυτές και με αυτές τις σκέψεις ο χρόνος κυλά και όλα σημαίνουν την αλλαγή της εποχής και μάς καλούν να προσαρμοστούμε-υποταχτούμε στον αδυσώπητο νόμο της αναγκαιότητας της καθημερινότητας-κανονικότητας, όπως αυτός διατυπώθηκε με το παροιμιακό “τα κεφάλια μέσα “.
Η θερινή ραστώνη, η ξεγνοιασιά-ανεμελιά και το “έτσι χωρίς πρόγραμμα” δίνουν τη θέση τους στον απόλυτο προγραμματισμό και τον συντονισμό στους αμετάκλητους και αυστηρούς κανόνες-ρυθμούς της οργανωμένης ζωής.
Το πρωινό ξυπνητήρι, η ενδυματολογική έγνοια για τη δουλειά και η γνωστή καθυστέρηση στα φανάρια της λεωφόρου σού υπενθυμίζουν πως τώρα όλα πρέπει να πειθαρχούν στα συμβατικά “πρέπει” της κοινωνικής ζωής. Η φιλοσοφία της “βερμούδας” και η ψυχολογία του “ατημέλητου” θα αφεθούν για 9-10 μήνες στα αζήτητα.
“Τέλος Εποχής”, λοιπόν, γενικότερα για τον “πολιτισμό της ξαπλώστρας” (σαγιονάρα, φραπές στην αμμουδιά, ώρες ατέλειωτες στο κινητό…).
Τώρα άλλοι τρέχουν για τα σχολικά των παιδιών τους, άλλοι για τους ανεξόφλητους λογαριασμούς της ΔΕΗ, του κινητού…, άλλοι για τον “προσωπικό αριθμό” και κάποιοι άλλοι κοιτάζουν με πολλή ανησυχία και μελαγχολία το υπόλοιπο του τραπεζικού τους λογαριασμού.
“Finito la musica, passato la fiesta”
Τέλος, λοιπόν, στην καλοκαιρινή ευωχία και τώρα
προσπάθεια να προσγειωθούμε ομαλά στην νέα πραγματικότητα της καθημερινότητας του Φθινοπώρου που με αργά αλλά σταθερά βήματα μας πλησιάζει.
Δεν χρειάζεται, όμως, να μας καταβάλει και το αίσθημα της απελπισίας, αφού ο άνθρωπος είναι λίαν “προσαρμοστικό” ον και γρήγορα εντάσσεται στο κλίμα και τους μηχανισμούς της νέας πραγματικότητας που συνοδεύει την αλλαγή των εποχών.