*Έρημοι Τόποι, Μοναχικές Γειτονιές, Άδεια Σπίτια και το απουσιολόγιο μεγαλώνει…
“Άδρωπος εν ο τόπος τζαι ο τόπος γέρημος”
Η επιστροφή στην πόλη μετά το “Πάσχα στο Χωριό” δεν μάς βύθισε και πάλι στην εργασιακή ρουτίνα και στους αγχώδεις ρυθμούς της, αλλά μάς γέμισε και με μία μελαγχολία αφού για μία άλλη φορά συνειδητοποιήσαμε πως οι δεσμοί μας με τον γενέθλιο τόπο είναι οι άνθρωποί του. Και όσο αυτοί οι άνθρωποι λιγοστεύουν, τόσο φτωχαίνει και ο τόπος.
Η συνειδητοποίηση και η διαπίστωση αυτή μοιραία έφερε στο νου μου την παροιμία:
“Άδρωπος εν ο τόπος τζαι ο τόπος γέρημος”
Η παραπάνω κυπριακή παροιμία ήρθε στο νου μου με έναν βασανιστικό τρόπο στην τελευταία επίσκεψή μου (μετά από μία μικρή απουσία) στο χωριό μου, την αρχαία ΠΙΑΛΕΙΑ Τρικάλων, τον γενέθλιο Τόπο μου.
Μία επιστροφή-επίσκεψη που επιβεβαίωσε μία θλιβερή πραγματικότητα που συνιστά και συμπαντικό νόμο πως πληθαίνουν οι ανθρώπινες απουσίες και αραιώνουν οι παρουσίες. Το απουσιολόγιο του χρόνου μεγαλώνει με ονόματα αγαπημένων μου προσώπων κι αυτό ό,τι γράφει δεν ξεγράφει.
Καθώς ανέβαινα και κατέβαινα τον ίδιο δρόμο (“Οδός άνω κάτω μία και ωητή”, Ηράκλειτος), όπως κάνω εδώ και 72 χρόνια (μικρός τον βάδιζα και ξυπόλυτος και έπαιρνα δύναμη από την άμεση επαφή με το χώμα), ένιωσα μία απέραντη θλίψη, ένα μεγάλο κενό γιατί δεν βρήκα έναν άνθρωπο να πω μια “Καλημέρα”, ένα απλό και συνηθισμένο “Γειά”.
Ένα παράπονο και μία μαχαιριά μάτωσε την καρδιά και την σκέψη μου όταν συνειδητοποίησα πως τα αγαπημένα μου πρόσωπα που έβλεπα και καλημέριζα ανελλιπώς σε μία διαδρομή 500 (πλατεία χωριού >σπίτι μου) δεν υπάρχουν πια. Αυτό που σκεφτόμουν και φοβόμουν ως προοπτική πριν λίγα χρόνια, τώρα συνιστά μία θλιβερή πραγματικότητα.
Η Αγορίτσα, ο Αποστόλης, η Ζωή, η Τσιβούλα, ο Χρήστος, η Ευρυδίκη, η Ιφιγένεια, όλες αγαπημένες και αρχέτυπες μορφές, μετακόμισαν στον άλλο κόσμο για πάντα. Όσο ζούσαν γέμιζαν το χώρο και εμπλούτιζαν την αγαπημένη μου διαδρομή των 500 μέτρων με θετικά συναισθήματα και σκέψεις.
Μία “Καλημέρα” κι ένα “Γειά”, όσο λιτά, σύντομα και φτωχά κι αν φαίνονται ή ακούγονται, κρύβουν έναν απέραντο συναισθηματικό και θεραπευτικό πλούτο. Εμπεριέχουν και αναδύουν μία πηγαία και ειλικρινή ανθρωπιά που τόσο λείπει από την εποχή μας
Εξάλλου ο χαρακτήρας του ανθρώπου, κι αυτό συνιστά μία νομοτελειακή αλήθεια, αντανακλάται και απεικονίζεται και στον τόπο με τα πρόσωπα που κατοικούν σε αυτόν.
Αυτός ο τόπος με τους ανθρώπους του είναι που διαμορφώνουν τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, τα βιώματα και τις εμπειρίες του ανθρώπου. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις και να διαχωρίσεις τον Τόπο (χώρο) από τον άνθρωπο που κατοικεί σε αυτόν.
Σε τελευταία ανάλυση ο Τόπος, ο κάθε τόπος, είναι οι άνθρωποι που τον κατοικούν, με τα όνειρά τους, τις απογοητεύσεις και τα οράματά τους. Οι μικρές και μεγάλες στιγμές, οι στιγμές που φιλιώνουν οι άνθρωποι αλλά και οι ώρες που εχθρεύονται ο ένας τον άλλο.
“Ο άνθρωπος αγιάζει τον τόπο” (Παροιμία Μακεδονίας).
Μου είναι αδύνατο να φανταστώ τον Τόπο μου, τη Γενέθλια Γη μου, τη μικρή Πατρίδα μου χωρίς τους ανθρώπους της. Εκείνους τους ανθρώπους που με τα χαρίσματα, τα ελαττώματα, τις ιδιοτροπίες αλλά και τα πολλά τους προτερήματα (υπομονή, αντοχή, κρυμμένη περηφάνια, αξιοπρέπεια, απαίδευτοι κι αγράμματοι που μάς σπούδασαν…) ήταν για μένα τα πρότυπα και οι “Μικροί Θεοί” των παιδικών μου χρόνων.
Είναι αυτοί που με δίδαξαν πως τη ζωή την ορίζουμε και την πάμε εμείς εκεί που θέλουμε, αρκεί να αντέχουμε στις κακουχίες και να μην τα παρατάμε με την πρώτη στραβή της μοίρας μας.
Γι αυτό ας με συγχωρήσει ο Ποιητής. Πατρίδα δεν είναι οι Κάμποι, τα Ψηλά Βουνά και ο λαμπερός ο Ήλιος, αλλά οι άνθρωποί της. Αυτοί οι άνθρωποι που άλλοτε μάς απογοητεύουν κι άλλοτε μάς ενθουσιάζουν και μάς εμπνέουν.
“Ο Τόπος εν ο Άνθρωπος, τζιαι δίχα του εν γέρημος” …”
Η γλώσσα και οι λέξεις δεν μπορούν να αποδώσουν με πιστότητα το κενό που ένιωσα και θα νιώθω βαδίζοντας τον δρόμο που βαδίζω εδώ και 72 χρόνια χωρίς να βλέπω τις “άγιες” αυτές μορφές, χωρίς ένα “γειά”, χωρίς μία “καλημέρα”. Η στέρηση είναι μεγάλη και η απουσία τους λεπίδα κοφτερή… Γι αυτό
“Θείε, Δημήτρη, Κράτα γερά”.
Ο θείος μου, ο Δημήτρης…., αδελφός της Μάνας μου, είναι ο τελευταίος που έμεινε από την παλιά γενιά και παλεύει με το Χρόνο με τέτοια αντοχή και αξιοπρέπεια που πιστεύεις πως και αυτός (Χρόνος) τον σέβεται, παρά το 90 και κάτι χρόνια του.
Στην τελευταία επίσκεψή μου στο σπίτι του, που το θεωρώ πάντα “θρησκευτικό” και όχι ανθρώπινο καθήκον, θαύμασα τη διαύγειά του, τη μνήμη του, τον μειλίχιο λόγο του και τις παραινέσεις του σε κάποιο μικροπρόβλημά μου.
Ο θείος μου αυτός είναι ίσως ο αντιπροσωπευτικός τύπος μιας γενιάς που δούλεψε σκληρά, άντεξε στις κακουχίες, κέρδισε πολλές μάχες με το χρόνο και μετέτρεψε τον εφιάλτη της στέρησης και το φάσμα της πείνας σε κίνητρο για ζωή και ελπίδα για το “απίθανο”.
“Θείε, Κράτα γερά…”.
Είσαι η τελευταία ανθρώπινη παρουσία (από την παλιά γενιά) που έμεινε στη γνωστή μου διαδρομή και που μπορώ να λέω ένα “Γειά”, μία “Καλημέρα”…
Όταν, φύγεις κι εσύ, και έως φτάσει και η δική μας σειρά πάντοτε το βλέμμα μου ασυναίσθητα θα στρέφεται στη γνωστή γωνία που συνήθιζαν να βρίσκονται οι παλιές ανθρώπινες παρουσίες των αγαπημένων μου ανθρώπων σε αυτόν το δρόμο που ενώνει την πλατεία του χωριού μου με το σπίτι μου.
Ένα σιωπηλό “Γειά” και μία “Καλημέρα” θα λέγονται ακόμη, κι ας μην τα ακούει κανείς… Κι αυτό γιατί τον Τόπο, τη Χώρα, την Πατρίδα την κάνουν οι άνθρωποί της. Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει ο Τόπος.
“Ο Τόπος εν ο άδρωπος”
*ΠΗΓΗ: Ηλίας Γιαννακόπουλος, Blog “ΙΔΕΟπολις“