«Φεύγοντας για την Ελλάδα, τότε που όλοι νόμιζαν πως με στέλναν εξορία, τάχα δε δόξασα την τύχη μου σαν να γιόρταζα τη μεγαλύτερη γιορτή, λέγοντας πως εκείνη η αλλαγή ήταν για μένα ό,τι καλύτερο και πως είχα ανταλλάξει, όπως λένε, “Χαλκό με χρυσάφι και εννιά βόδια με εκατό”; Τέτοια αγαλλίαση ένιωθα που μού λαχε να πάω στην Ελλάδα αντί να μείνω σπίτι μου κι ας μην είχα εκεί ούτε χωράφι ούτε κήπο ούτε ένα σπιτάκι δικό μου» (Επιστολή Ιουλιανού προς τον φιλόσοφο Θεμίσιο)
Σε κάποια άλλη του επιστολή («Εγκώμιον στην αυτοκράτειρα Ευσεβία»), δεν μπορεί να κρύψει την αγάπη του για την Ελλάδα: «Μα τι μ’ έχει πιάσει; Και τι είδους ομιλία είχα σκοπό να ολοκληρώσω αν όχι τον έπαινο της αγαπημένης μου Ελλάδας, που δεν μπορώ να τη φέρω στο νου χωρίς να μένω έκθαμβος με κάθε τι δικό της;».
Είναι μερικές φορές τόσο σατανικές οι συμπτώσεις που σκέφτεσαι πως κάποια θεϊκή πρόνοια τις έχει προγραμματίσει. Τυχαία σήμερα πέρασα από δύο δρόμους που σε άλλη μέρα ίσως θα περνούσε απαρατήρητο.
Στην αρχή βάδισα για λίγο την οδό του Μ. Θεοδοσίου ( του βυζαντινού αυτοκράτορα ) και λίγο αργότερα με taxi πέρασα τη γνωστή οδό στην Αθήνα, την Ιουλιανού. Θα πει κάποιος τι το περίεργο. Περίεργο δεν είναι, αλλά η σύμπτωση και η δική μου παραξενιά έκανε τις δύο αυτές διαδρομές αφορμή για σχόλια και προβληματισμό.
Η σύμπτωση βρίσκεται στο ότι πέρασα από δύο δρόμους της Αθήνας που φέρουν το όνομα δύο Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Του Μ. Θεοδοσίου(379-395) και του Ιουλιανού (361-363).
Η παραξενιά μου είναι το άλλο σκέλος του “περίεργου” σημερινού συμβάντος. Από μια απροσδιόριστη αιτία εδώ και πολλές δεκαετίες αρέσκομαι να σχολιάζω μέσα μου τις επιλογές εκείνων που αποφάσισαν είτε να δώσουν το όνομα ενός πολιτικού προσώπου (βασιλιά, αυτοκράτορα, πρωθυπουργού…) σε κάποιον δρόμο, είτε με τον τίτλο-επίθετο που συνήθως συνοδεύει αυτά τα πρόσωπα (εθνάρχης, μέγας,…).
Μπορεί να χάνω αρκετό χρόνο και για τα δύο αυτά “είτε-είτε” μέχρι να βρω μια πειστική απάντηση. Αρρώστια θα τη χαρακτήριζε κάποιος αυτή μου την παραξενιά, αλλά ενδιαφέρουσα
Αλλά ας έλθουμε τώρα στο προκείμενο και στο τι ενδιαφέρον βρήκα στη σχέση των δύο αυτών δρόμων με τα ονόματα των δύο αυτοκρατόρων. Βέβαια τον εσωτερικό μου στοχασμό βοήθησε και η αθώα ερώτηση του ταξιτζή “ποιος ήταν αυτός ο Ιουλιανός;”.
Να και η σατανική σύμπτωση που έλεγα στην αρχή. Και οι δύο ήταν αυτοκράτορες, με τον Ιουλιανό να πεθαίνει σαν σήμερα 26 Ιουνίου 363 μ.χ.
Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαμε πόσοι οδοί φέρουν το όνομα του Ιουλιανού στην Ελλάδα. Κι αυτό γιατί πρόκειται περί “ηρωισμού” να επιλέξει και να προτείνει κάποιος το όνομα του Ιουλιανού σε κάποιο δρόμο. Σημαίνει ότι γνωρίζει πολλά για την προσωπικότητά του και το έργο του και το κυριότερο για την ελληνομάθεια και την ελληνολατρία του.
Ο “ηρωισμός” συνίσταται και στο γεγονός ότι έπρεπε αυτός που επέλεξε και πρότεινε το όνομα του Ιουλιανού να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει την αντίδραση της πανίσχυρης εκκλησίας σε αυτά τα ζητήματα.
Όπως γνωρίζουμε το όνομα του Θεοδοσίου το συνοδεύει πάντοτε το επίθετο “Μέγας”. Εδώ και 60 χρόνια πασχίζω να βρω ή και να αιτιολογήσω-δικαιολογήσω το κριτήριο με το οποίο δόθηκε αυτό το επίθετο στον συγκεκριμένο αυτοκράτορα. Η εκκλησία είχε τους λόγους της (επιβολή δια της βίας του Χριστιανισμού και δίωξη των εθνικών-ειδωλωλατρών).
Βέβαια η εκκλησία παρέβλεψε τις σφαγές του Θεοδοσίου στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης (7000 νεκροί) και την τιμωρία που του επέβαλε γι αυτό του το έργο ο τότε πατριάρχης.
Σε αντίθεση με το επίθετο-τίτλο “Μέγας” του Θεοδοσίου τα συνοδευτικά επίθετα-τίτλοι του Ιουλιανού είναι τα απαξιωτικά “Παραβάτης” και “Αποστάτης”. Και δεν είναι τα μόνα. Φυσικά και τα δύο αυτά επίθετα είναι έργο της εκκλησίας. Κι αυτό γιατί ο Ιουλιανός ως αυτοκράτορας ασπάστηκε τον ειδωλωλατρισμό των αρχαίων Ελλήνων και προσπάθησε να τον επαναφέρει (ανεπιτυχώς βέβαια) ως θρησκεία στο Βυζάντιο.
Να δεχτούμε, όμως, πως η εκκλησία είχε τους λόγους της που επέβαλε το “Μέγας” για τον Θεοδόσιο και τα “Παραβάτης/Αποστάτης” για τον Ιουλιανό. Η πολιτεία με ποια κριτήρια συμφώνησε με όλα αυτά;
Είναι έξω από το σκοπό αυτού του άρθρου να αναπτύξει λεπτομερώς το εθνικό και ελληνωφελές έργο και των δύο αυτοκρατόρων.
Ωστόσο για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας παραθέτω λίγα στοιχεία που θα βοηθήσουν για την κατανόηση της αδικίας προς τον Ιουλιανό που το όνομά του και ο θάνατός του ταυτίζεται με το τέλος του αρχαιοελληνικού κλέους.
Ενδεικτικά αναφέρω τη δίωξη των Ελλήνων (εθνικοί) από τον Θεοδόσιο καθώς και της αρχαιοελληνικής θρησκείας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Η κατάργηση των Ολυμπιακών αγώνων είναι από τα πιο ανθελληνικά έργα του.
Προς τι λοιπόν το “Μέγας”; Η Εκκλησία ας τον ανακήρυσσε άγιο ή ευεργέτη της, όπως τον Μ. Κωνσταντίνο (με τους 5 φόνους του/ του γιού του…).
Το έργο του Ιουλιανού και η προσφορά του προς το ελληνικό πνεύμα είναι πασίδηλο, αλλά ταυτόχρονα και η αιτία που του αποδόθηκαν τα υποτιμητικά “Παραβάτης, Αποστάτης…”
Ο Ιουλιανός υπήρξε βαθύτατα μορφωμένος άνθρωπος. Επηρεασμένος από την ελληνική κλασική παιδεία (ελληνομαθής και ελληνολάτρης), ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα και δεν δίσταζε να δηλώνει «Έλλην ειμί», την εποχή που το όνομα Έλλην σήμαινε τον “Ειδωλολάτρης” και τον “Εθνικός”, με ό,τι αυτά συνεπάγονταν για την εποχή του (διώξεις…).
Ο Ιουλιανός επειδή θεωρούσε τον Χριστιανισμό εχθρό και μη συμβατό με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και φιλοσοφία έλεγε στους κατήγορούς του από την πλευρά των χριστιανών απαντούσε με το:
“Ημίν ανήκουσιν η ευγλωττία και αι τέχναι της Ελλάδος και η των Θεών αυτής λατρεία, υμέτερος δε κλήρος εστί η αμάθεια και η αγροικία και ουδέν πλέον. Αύτη η σοφία υμών”
Το εισαγωγικό απόσπασμα αποτελεί έναν ύμνο-δοξαστικό του Ιουλιανού για την Ελλάδα και το Πνεύμα της.
Ακόμη και ο τρόπος που αντιμετώπισε το θάνατό του στη μάχη εναντίον των Περσών δείχνει το μεγαλείο του.
«Ήρθε τελικά για μένα η στιγμή φίλοι μου, να αφήσω αυτή τη ζωή την οποία, με την πρώτη ζήτηση, επιστρέφω χαρούμενος στη φύση, σαν ένας τίμιος οφειλέτης. Δε θλίβομαι καθόλου (όπως ίσως θα νόμιζαν μερικοί), γιατί μοιράζομαι με τους φιλόσοφους την κοινή δοξασία που θεωρεί την ψυχή πιο ευτυχισμένη από το σώμα…
Οι επουράνιοι θεοί μου έδωσαν ως αποστολή, το ξέρω πολύ καλά, να αντιστέκομαι ακόμη και σε μεγάλες δυσκολίες και να μην υποκύπτω, ούτε να ταπεινώνομαι ξέροντας από πείρα ότι μόνο οι αδύναμοι καταβάλλονται από τη θλίψη, ενώ αντίθετα, τη νικούν όσοι επιμένουν προσπαθώντας.
Δε μετανιώνω για ότι έκανα και δε βασανίζομαι από την ανάμνηση κανενός σοβαρού αμαρτήματος που να έχω διαπράξει είτε όταν ήμουν εξόριστος και ζούσα στην αφάνεια είτε μετά την άνοδό μου στην εξουσία. Κράτησα, νομίζω, την Ψυχή μου αμόλυντη, πιστεύοντας ότι η Ψυχή του ανθρώπου συγγενεύει με τους θεούς. Η πολιτική μου υπήρξε μετριοπαθής και έκανα επιθετικούς ή αμυντικούς πολέμους πάντα ύστερα από ώριμη και λογική σκέψη. Όμως η επιτυχία δεν ήρθε πάντα να στέψει τις προσπάθειές μου, γιατί οι ανώτερες δυνάμεις απαιτούν να έχουν τη τελευταία λέξη σε όλα τα ανθρώπινα εγχειρήματα.
Πίστευα ότι ο σκοπός μιας δίκαιης εξουσίας είναι η ευτυχία και η ασφάλεια των υπηκόων της, γι’ αυτό υπήρξα πάντα, όπως ξέρετε, υπέρ των πιο ειρηνικών λύσεων και απέκλεισα από τις πράξεις μου κάθε ελευθερία ικανή να φθείρει τα πράγματα και τα ήθη. Και δε ντρέπομαι να ομολογήσω ότι χάρη σε μια αξιόπιστη προφητεία, ξέρω από πολύ καιρό ότι είναι της μοίρας μου να πεθάνω από σίδερο…Ευχαριστώ τους αιώνιους θεούς που μου επέτρεψαν να πεθάνω, όχι σα θύμα σκοτεινών δολοπλοκιών ούτε μέσα στους πόνους μιας πολύχρονης ασθένειας ούτε σαν εγκληματίας, αλλά αφήνοντας τον κόσμο μέσα στο Φως» (Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων και περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του Ιουλιανού).
Δυστυχώς, όμως, από το έργο και τις ιδέες του Ιουλιανού έχουν μείνει ως πιο γνωστά τα:
- “Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ”. (“Να πείτε στον βασιλιά ότι γκρεμίστηκε η περίτεχνη αυλή. Ο Απόλλωνας δεν έχει πια καλύβα, ούτε προφητική δάφνη ούτε πηγή που να μιλάει. Στέρεψε και το νερό που μιλούσε”).
2.«Νενίκηκάς με Ναζωραίε»
Και τα δύο αυτά εκφράζουν ίσως την αποτυχία του να επαναφέρει στο Βυζάντιο την αρχαία ελληνική θρησκεία και το πνεύμα της.
Ως επιμύθιον αυτού του κειμένου θα παραθέσω την κριτική του Αλέξιου Γ. Κ. Σαββίδη για το έργο και την προσωπικότητα του Ιουλιανού του «Μέγα», ως μία απάντηση στο χριστιανικό ιερατείο της εκκλησίας που τον κατασυκοφάντησε. Εξάλλου ο Ιουλιανός υπήρξε ο μοναδικός, μη χριστιανός αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
«Η προσπάθεια της χιμαιρικής μορφής του Ιουλιανού, ονειροπόλου αρχαιολάτρη και πολυγραφότατου ελληνομαθή αυτοκράτορα, να στρέψει τους ωροδείκτες της ιστορίας προς τα πίσω με την αναβίωση της ειδωλολατρίας, αποτέλεσε την τελευταία αναλαμπή της παλιάς ελληνορωμαϊκής λατρείας».