Hλίας Γιαννακόπουλος: Η “τυφλή” αλλά και αλληθωρίζουσα δικαιοσύνη εν Ελλάδι…

 

         *Τυφλή ναι, αλλά γιατί και μουγκή;!
               “Το δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος συμφέρον”(Πλάτων).
         Οι πρόσφατες μεγάλες συγκεντρώσεις στην Αθήνα και στην Επαρχία σχετικά με το “έγκλημα” στα Τέμπη ανέδειξαν μεταξύ άλλων και τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής Δικαιοσύνης.
           Όλοι εστιάζουν στην ανάγκη η Δικαιοσύνη να είναι “τυφλή” και ανεξάρτητη από οποιεσδήποτε πολιτικές επιρροές και κομματικές σκοπιμότητες. Εξάλλου αυτό επιτάσσει και το σύνταγμα με τη σαφή διάκριση των τριών εξουσιών (Εκτελεστική, Νομοθετική, Δικαστική).
           Κι ενώ όλοι (κόμματα, φορείς…) διακηρύσσουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης υπόρρητα στοχεύουν στην ποδηγέτησή της σύμφωνα με τη δική τους “αλήθεια“.

            Για αυτό όταν η “τυφλή” δικαιοσύνη αποκλίνει από τις κομματικές επιδιώξεις και “αλήθειες”  την κατηγορούν για σύμπλευση με τις κυβερνητικές θέσεις. Ενώ όταν η δικαιοσύνη εκφράζεται με τις τελεσίδικες αποφάσεις της, αυτό το εκμεταλλεύονται-κυβέρνηση και κόμματα- επαναλαμβάνοντας το κοινότυπο “Η δικαιοσύνη  μίλησε”.
         “Γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς” (Ιωάννου, η, 31-36..)
             
Εν τω μεταξύ το “ζητητέον” του δυστυχήματος των Τεμπών είναι η αποκάλυψη και ανάδειξη τόσο των πραγματικών-γενεσιουργών αιτιών του δυστυχήματος όσο και η ταυτότητα του φορτίου με την υποτιθέμενη εύφλεκτη ύλη που προκάλεσε το θάνατο πολλών επιβατών.
             Όσον αφορά τα αίτια αυτά λίγο πολύ είναι γνωστά. Η ευθύνη-λάθος του κλειδούχου-σταθμάρχη και η απουσία ηλεκτρονικού συστήματος αποτροπής του ανθρώπινου λάθους.
              Οι ευθύνες σε πολιτικό επίπεδο εξαντλήθηκαν με την παραίτηση του αρμόδιου υπουργού. Είναι, όμως, αρκετό αυτό ή θα έπρεπε να διαχυθούν οι ευθύνες και σε υψηλότερο κυβερνητικό επίπεδο (βλέπε παράδειγμα Σερβίας);
                Η αντιπολίτευση και όχι μόνον καταλογίζει στην κυβέρνηση προθέσεις-επεμβάσεις για  τη συγκάλυψη του εύρους του δυστυχήματος με την εντολή μπαζώματος του χώρου της σύγκρουσης των δύο τρένων με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε τι απέβλεπε το μπάζωμα στον μοιραίο χώρο πριν ολοκληρωθούν οι σχετικές έρευνες; Ήταν μία ενέργεια που έδωσε πολλά επιχειρήματα στην αντιπολίτευση για δήθεν “κουκούλωμα” του τραγικού συμβάντος.
           Κι ενώ πλησιάζει η δεύτερη επέτειος του δυστυχήματος (2023-2025) ακόμη αιωρούνται ερωτήματα για την βραδύτητα της δικαιοσύνης στην εξιχνίαση όλων των παραμέτρων του τραγικού συμβάντος και στον καταλογισμό των σχετικών ευθυνών. Αυτή η βραδύτητα των ερευνών από την πλευρά της δικαιοσύνης προκαλεί ερωτήματα και τρέφει-συντηρεί τις υποψίες περί κυβερνητικών επεμβάσεων στο έργο της.
                  Όλοι ομνύουν στο όνομα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης αρκεί αυτή να συγκλίνει με τη δική τους εκδοχή και αλήθεια γύρω από τα ερωτηματικά που αναδύονται ακόμα και σήμερα από την τραγωδία των Τεμπών. Οι καχύποπτοι μεγεθύνουν τους βραδείς ρυθμούς της δικαστικής έρευνας και μιλούν για μία δικαιοσύνη καθοδηγούμενη και αλληθωρίζουσα.
              Μήπως θα έπρεπε η ίδια η δικαιοσύνη να απαντήσει σε αυτές τις αιτιάσεις υπερβαίνοντας την καθεστηκυία τάξη  να μην απαντά; Τι θα πει η δικαιοσύνη δεν μιλά, ούτε διαλέγεται με την κοινωνία; Γιατί οι άλλες δύο εξουσίες να απολογούνται στον πολίτη, ενώ η δικαιοσύνη είναι απαλλαγμένη από αυτήν την υποχρέωση;

                 Στη Δημοκρατία το “Ευθύνας Διδόναι” ισχύει για όλους. Κανείς δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο της δημόσιας κριτικής και της θεσμικής απολογίας.  

                Και όλα αυτά πριν το πολιτικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε από τους χειρισμούς της κυβέρνησης, τις μεγάλες συγκεντρώσεις και τη συνέντευξη του πρωθυπουργού καταστεί και πρόβλημα της δικαιοσύνης και το αντίθετο.

                 Ίσως προκαλέσει αντιδράσεις  μία απάντηση των φορέων της δικαιοσύνης για την πορεία των ανακρίσεων σχετικά με την τραγωδία των Τεμπών. Έτσι γίνεται, όμως, πάντα. Στην αρχή το καινούριο μας φοβίζει, έπειτα το συνηθίζουμε και στο τέλος το θεωρούμε κανονικότητα.

                  Στα θετικά αυτής της απάντησης-ενημέρωσης από τη δικαιοσύνη θα λογίζεται και η απάλειψη κάθε μομφής περί “καθοδηγούμενης δικαιοσύνης”. Στα θετικά, επίσης, αυτής της απάντησης συμπεριλαμβάνεται και η ακύρωση-διάψευση κάθε σεναριολογίας περί των προθέσεων και δύναμης της δικαιοσύνης σε τέτοια λεπτά θέματα.   

                  Εξάλλου όλοι θα πρέπει να εμπιστευόμαστε τις ανακοινώσεις (και όχι μόνον τις αποφάσεις ) της δικαιοσύνης και να διεκδικούμε το δικαίωμα της ενημέρωσης για το “έργο” της και να μην αρκούμαστε στις διαβεβαιώσεις περί του ανεξάρτητου χαρακτήρα της από τον αρμόδιο υπουργό.

               “Μακάριοι οι πεινώντες  και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται”

               Μπορεί ο 4ος μακαρισμός να αναφέρεται στη δικαιοσύνη του Θεού, ωστόσο και η ανθρώπινη δικαιοσύνη παραμένει ακόμη παγκόσμιο αίτημα και συνιστά το έσχατο καταφύγιο, το μέγα ζητούμενο και η ελπίδα του κάθε καταπιεσμένου.

                  Βέβαια, θα προβληθεί η ένσταση πως η δικαιοσύνη δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνδιαλέγεται με το κοινό γιατί έτσι κινδυνεύει να απωλέσει το χαρακτηρισμό της ως “τυφλής”. To αντιεπιχείρημα στην παραπάνω ένσταση είναι οι συχνές από κόμματα και πολίτες αιτιάσεις περί “αλληθωρίζουσας” δικαιοσύνης και το αίτημα να λαμβάνει υπόψη της το περιλάλητο και ασαφές “το κοινό περί δικαίου αίσθημα”.

                 Όταν ως πολιτικό σύστημα και πολίτες εκπαιδευτούμε στην άκριτη αποδοχή των αποφάσεων και του τρόπου λειτουργίας της δικαιοσύνης, τότε θα αποφευχθούν και οι υπόνοιες περί υποδούλωσής της είτε στα κυβερνητικά σχέδια, είτε στα συμφέροντα των δυνατών, όπως το διατύπωσε ο Πλάτων με τον περίφημο αφορισμό του:

                “Το δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος συμφέρον”(Πλάτων).

                  Η έγκυρη ενημέρωση των πολιτών από την ίδια τη δικαιοσύνη ίσως ακυρώσει κάποιες ακραίες φωνές-απαιτήσεις για αυτοδικία, λαϊκά δικαστήρια και άλλα παρόμοια. Κι αυτό γιατί στη σύγχρονη δημοκρατία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η Ηλιαία της αρχαίας Αθήνας με τα 6000 μέλη της, ούτε φυσικά ενδείκνυνται τα λαϊκά δικαστήρια των επαναστατικών περιόδων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

                Πολλώ δε μάλλον δεν ενδείκνυται ούτε η δικαιοσύνη του Σολομώντα ούτε και η δικαιοσύνη των βυζαντινών αυτοκρατόρων και των βασιλέων που λειτουργούσαν και ως δικαστές.

                  Για τη δικαιοσύνη του Σερίφη και του Φαρ Ουέστ, όπως αυτή παρουσιάζεται στις ταινίες γουέστερν, να μην γίνεται λόγος.

                  Από όλες αυτές, λοιπόν, τις ακραίες απαιτήσεις θα απαλλαγεί η κοινωνία μας όταν η δικαιοσύνη αποφασίσει να μιλήσει η ίδια για το έργα της και όχι να μιλούν ή να εικάζουν κάποιοι άλλοι γι αυτήν. Διαφορετικά θα κακοφορμίζει κάθε φορά το σώμα της σε υποθέσεις όπως αυτή με την τραγωδία των Τεμπών.

                Θέλουμε μία ομιλούσα δικαιοσύνη και όχι μία μουγκή. Τυφλή ναι, μουγκή όχι.

                  Και μην πει κάποιος πως η δικαιοσύνη μιλά μόνο με τις αποφάσεις της. Λάθος μεγάλο γιατί η δικαιοσύνη δεν συνιστά το άβατο της δημοκρατίας.

                  Η κυβέρνηση (εκτελεστική εξουσία) λαμβάνει αποφάσεις, εκτελεί έργα ως εντολοδόχος του λαού και κρίνεται-απολογείται  καθημερινά από τους πολίτες (“ευθύνας διδόναι”), χωρίς αυτό να συνιστά και το αδύνατο σημείο της.

                   Εδώ που φθάσαμε ως κοινωνία και πολιτικό σύστημα και μετά την επιχειρούμενη υποβάθμιση του δυστυχήματος των Τεμπών από ένα Τραγικό Γεγονός σε ένα Τραγικό Συμβάν από το ανθρώπινο λάθος του μοιραίου σταθμάρχη δεν υπάρχει άλλη λύση παρά να βγει μπροστά η δικαιοσύνη και να μιλήσει από μόνη της για τις καθυστερήσεις της (που μπορεί να είναι και δικαιολογημένες).

                    Κι αυτό γιατί οι κυβερνητικές ανακοινώσεις και μετά τη συνέντευξη του πρωθυπουργού μάλλον προκάλεσαν σύγχυση και επέτειναν  τις υπόνοιες περί κυβερνητικών παρεμβάσεων και κινδυνεύει να πληγεί περισσότερο η δικαιοσύνη παρά η κυβέρνηση. Κι αυτό γιατί όπως είπε και ο Δημοκράτης (αρχαίος Αθηναίος ρήτωρ)

                                “Λόγος έργου σκιή”

                 Επειδή, όμως, “οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η δικαιοσύνη μένει(όπως εύστοχα γράφτηκε σε εφημερίδα), καλό θα είναι πριν δημιουργηθεί απόστημα στη δικαιοσύνη και προκαλέσει ανήκεστη βλάβη στο σώμα της, ας βγει μπροστά με παρρησία να μας ενημερώσει για την πορεία των ανακρίσεων.

                  Η κυβέρνηση στις εκλογές του 2023 φάνηκε πως δεν εισέπραξε το ανάλογο κόστος από το δυστύχημα των Τεμπών. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως και στις επόμενες θα βγει άτρωτη. Θα είναι λάθος, και φαίνεται να το κατάλαβε ο Πρωθυπουργός, να σέρνεται η υπόθεση του τραγικού αυτού γεγονότος μέχρι το χρόνο των επόμενων εκλογών, όποτε κι αν αυτές γίνουν.

                 Είναι, επίσης, και μία sui generis τυμβωρυχία η προσπάθεια της αντιπολίτευσης να επενδύει πολιτικά προς προσπορισμό κομματικού όφελους από το θάνατο των επιβατών του μοιραίου τρένου. Ο λαός δεν πρέπει να ψηφίζει μόνο με οργή αλλά και με “νου και γνώση” για τα προγράμματα των κομμάτων και το ήθος  των πολιτικών.

                 Αν, αλήθεια, η γνωμάτευση του Πολυτεχνείου και άλλων αρμόδιων φορέων και οργανισμών αποφανθούν περί της μη ύπαρξης φορτίου με εύφλεκτες ύλες , τότε πως θα θεμελιώσει τον αντιπολιτευτικό της λόγο;

                Και επειδή ξέρουμε, πως τα “λεφτά είναι πολλά”, αν αποδεχτεί πως η Hellenic Train μετέφερε το φορτίο με τις εύφλεκτες ύλες (οι αποζημιώσεις γαρ και όχι μόνον) και το πολιτικό κόστος μεγάλο  από τις κυβερνητικές ανακολουθίες, είναι τώρα μία ιστορική ευκαιρία η δικαιοσύνη να επιταχύνει τις διαδικασίες λήψης των αναγκαίων αποφάσεων, αφού πρώτα επιταχυνθούν και οι χρονοβόρες ανακριτικές διαδικασίες.

               Διαφορετικά κινδυνεύει για μία άλλη φορά η δικαιοσύνη να κατηγορηθεί για “αλληθωρισμό” και υποταγή στα συμφέροντα των δυνατών σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

                 Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, όμως, είναι να διογκωθεί επικίνδυνα η λαϊκή οργή και να περιπέσει σε ανυποληψία η δικαιοσύνη με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημοκρατία μας και την κοινωνική συνοχή.

                   Εμείς τη δικαιοσύνη την θέλουμε “τυφλή”, με δίκαιη ζυγαριά στο ένα χέρι αλλά και με το ξίφος στο άλλο. Προ πάντων, όμως, τη θέλουμε “ομιλούσα” και όχι “μουγκή”. Γιατί η δικαιοσύνη “δείχνει”, όπως ορίζει και η ετυμολογία της (δείκνυμι=δείχνω)

                  Να η ευκαιρία, λοιπόν, για να μην γίνουμε θύματα των υπερβολών των πολιτικών μας, που όλοι δήθεν αγωνίζονται για την αποκάλυψη της αλήθειας, ενώ κατά βάθος στο κομματικό όφελος προσβλέπουν.

               “Υπερβολή είναι μία αλήθεια που έχασε την ψυχραιμία της” (Χαλίλ Γκιμπράν).

 

         ΠΗΓΗ: Blog «ΙΔΕΟπολις», Ηλία Γιαννακόπουλου