37 αφηγήματα, με τη μορφή ιστοριών που καλύπτουν βιωματικές εμπειρίες της συγγραφέως αναφερόμενες σε προσωπικές, νοσταλγικές αναμνήσεις, που συνδέονται με ενδιαφέρουσες φιλολογικές παραπομπές, απόρροια και της ιδιότητας της, σχετικές με την ιστορία, την αρχαιολογία και τη λαογραφία και εκτυλίσσονται σε τρεις φάσεις: στην ιδιαίτερη πατρίδα της την Καρδίτσα, στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου και στη Λέσβο, πατρίδα του συναδέλφου συζύγου της, περιλαμβάνει το ενδιαφέρον νέο βιβλίο της κας Ζωής Κατσιαμπούρα «Έλα να σου πω» (εκδόσεις Νίκας), το οποίο παρουσιάστηκε το απόγευμα της Παρασκευής στο Μουσείο Τσιτσάνη σε εκδήλωση του Δήμου Τρικκαίων και του βιβλιοπωλείου Τσιοπελάκος.
Αναφερόμενος στο βιβλίο ο φιλόλογος κ. Αλέξανδρος Βαναργιώτης υπογράμμισε: «Η Κατσιαμπούρα δεν εξηγεί τα πάντα, δεν φλυαρεί. Λέει τα αναγκαία και αφήνει χώρο στον αναγνώστη. Δεν επιβάλλονται οι ιστορίες, νιώθονται, η μικρή φόρμα επιτρέπει την πυκνότητα η οποία σε συνδυασμό με την απλότητα και την υποβολή, πηγαίνουν κατευθείαν στην καρδιά και στην αίσθηση. Οι αλήθειες ανθίζουν μέσα σου, συχνά με τη μνήμη και άλλοτε συμπάσχοντας με τους ήρωες των διηγημάτων (δι’ ελέου και φόβου). Στα διηγήματα της Ζωής Κατσιαμπούρα πρώτα αισθάνεσαι και μετά προβληματίζεσαι και αναλύεις. Μια άλλη πτυχή της συγγραφής του βιβλίου αυτού είναι το ανατρεπτικό και ανεξάντλητο χιούμορ, η λεπτή ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός. Με τα τρία αυτά στοιχεία η συγγραφέας κάνει την ανάγνωση απολαυστική και παράλληλα δείχνει τα αδιέξοδα, την τραγική ειρωνεία και τις αντιφάσεις της ίδιας της ζωής».
Προσεγγίζοντας το διήγημα «Πλημμύρα» η φιλόλογος κα Ελπίδα Θεοφανίδου τόνισε: «Στο διήγημα με ρεαλιστικές εικόνες μνημονεύονται τα κατεστραμμένα πράγματα στο σπίτι της ηρωίδας, διάδρομοι, χαλάκια και κομοδίνα, το διαλυμένο, πλίθινο σπίτι του πατέρα της και το νοικοκυριό της μητέρας της. Περιγράφονται τα σκουριασμένα εργαλεία, «η παλιά σερβάντα», οι «ξεβαμμένες φωτογραφίες», «τα σπούνια που έφτιαχνε κάποτε η μάνα με τα παλιόλαδα», το κοτέτσι που πλημμύρισε.
Ό,τι στέγασε ανθρώπινες ζωές και ό,τι άλλο τις έκανε λειτουργικές και ευχάριστες, διάφορα αντικείμενα, αναπόσπαστα κομμάτια της ανθρώπινης καθημερινότητας, χρήσιμα κι αγαπημένα, χαμένα πια, έπειτα από το αδυσώπητο πέρασμα του νερού, βουλιαγμένα, φουσκωμένα, λασπωμένα, άλλα μερικώς, άλλα τελείως κατεστραμμένα, όλα επιφορτίζονται με τη συναισθηματική ένταση των αναμνήσεων μιας άλλης ζωής, εκείνης πριν τη μεγάλη συμφορά, τη θυμίζουν, τη συμβολίζουν.
Με τη γλαφυρή περιγραφή, με το χιούμορ και την ειρωνεία, επίσης, με το σθένος με το οποίο παρουσιάζεται η ηρωίδα να μπορεί να περπατά ανάμεσα στα συντρίμμια και τις λάσπες και να κοιτά στα μάτια τον όλεθρο και, λίγο αργότερα, με την ευαισθησία της έκδηλη να λυγίζει μπροστά στο θέαμα των διαλυμένων τάφων, βλέπουμε την ανθεκτικότητά της, αλλά και την εσωτερική της πάλη για τη διαχείριση του τραύματος, του πόνου και της απώλειας».
Η συγγραφέας γεννήθηκε στον Παλαμά Καρδίτσας. Πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει φιλολογία και έμεινε από τότε να ζει εκεί. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε διάφορες θέσεις και βαθμίδες, έγραψε και συνέγραψε εκπαιδευτικά βιβλία, δημοσίευσε άρθρα σχετικά με τη φιλολογία και την εκπαίδευση. Το 2013 εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης το βιβλίο της «Ιστορίες της Μανιάς» και το 2015 το «Μαθαίνεται η ζωή;» από τον ίδιο οίκο. Κείμενά της, λογοτεχνικής διάθεσης, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά και ιστοτόπους.
Από τις Εκδόσεις Νίκας κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της Οδός Άνω Κάτω (2021) και το συλλογικό έργο “Χαμηλόφωνη Τόλμη – Έξι λυρικές ποιήτριες του 20ού αιώνα” (2023), στο οποίο συμμετείχε με αναφορά στο έργο της Μαρίας Πολυδούρη.