H. Γιαννακόπουλος: Η “περιπέτεια” μιας “αφίσας” η Δημοκρατία μας και η Δικαιοσύνη

      “Όταν θα είμαστε όλοι ένοχοι, τότε θα έχουμε δημοκρατία” (Αλμπέρ Καμύ).

                Και να που ένα δυστύχημα (τραγωδία των Τεμπών) μπορεί να επαναπροσδιορίσει όχι μόνον την έννοια του πολίτη, αλλά και το περιεχόμενο τόσο της Δημοκρατίας μας όσο και του Πολιτικού μας Συστήματος. Κι αυτό γιατί η Δικαιοσύνη, ως ένας από τους πυλώνες της δημοκρατίας έπεσε σε δυσμένειαανυποληψία(;) στο βαθμό που εγκαλείται ότι υφίσταται και δέχεται τους “παρά φύσιν” εναγκαλισμούς της Εκτελεστικής Εξουσίας (Κυβέρνηση).

               Εν τω μεταξύ και με αφορμή τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για την αναποτελεσματικότητα και την βραδύτητα της δικαιοσύνης, προϊόν κυβερνητικών παρεμβάσεων κατά πολλούς, η αλήθεια αποκρύπτεται ή ενδύεται κάθε φορά το ένδυμα των πολιτικών σκοπιμοτήτων ή και κομματικών συμφερόντων. Η δικαιοσύνη, τυφλή κατά νόμον, δεν πείθει και τόσο πολύ για την τυφλότητά της αλλά εγκαλείται για πολιτικό και κομματικό αλληθωρισμό.

               Η Αλήθεια πείθει όταν είναι γυμνή, αλλά αυτή η γύμνια της δεν αρέσει σε πολλούς γιατί δεν αντέχουν την πολλή γύμνια της. Όλοι αρέσκονται να διακηρύσσουν πως η αλήθεια θα λάμψει, αλλά όταν λάμπει πολύ την αποφεύγουν γιατί τυφλώνει.

             “Η αλήθεια, όπως και το φως, τυφλώνει” (Καμύ)

            Πώς μπορείς, όμως, να αλλάξεις τους φυσικούς νόμους; Πώς μπορείς να διαχωρίσεις ή να απαλλαγείς από την εκτυφλωτική λάμψη της αλήθειας; Αιώνες τώρα η Αλήθεια με όλα τα σημαινόμενά της ταυτίστηκε με το Φως, αν και σημασιολογικά δεν βρίσκονται στο ίδιο  νοηματικό επίπεδο. Αφηρημένη έννοια η Αλήθεια (επινόημα ανθρώπινο), φυσικό φαινόμενο το Φως. H «Γυμνή Αλήθεια»,  λοιπόν και το «Άπλετο Φως».

                    Αρκεί, βέβαια, η “γυμνή Αλήθεια” και το “άπλετο Φως” να φανερώνουν και να ξεσκεπάζουν τα αμαρτήματα των άλλων και όχι τα δικά μας, Διαφορετικά καταγγέλλουμε για κατευθυνόμενη και κατασκευασμένη Αλήθεια ή και για έλλειψη διαφάνειας (Φωτός) ή ακόμη και για εκτυφλωτικό Φως που στοχεύει στην τύφλωση και όχι στη φανέρωση και στην αποκάλυψη. Η γλώσσα, τελικά, έχει πολλούς τρόπους να κρύβει ή να αποκαλύπτει το ερεβώδες στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης.

            Στην επέτειο της Τραγωδίας των Τεμπών οι προγραμματισμένες συγκεντρώσεις γι άλλη μία φορά αποτέλεσαν στοιχείο αντιμαχόμενο, αφού πολίτες, φορείς και πολιτικά κόμματα δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να συμφωνήσουν τόσο ως προς το περιεχόμενό τους όσο και ως προς τη σκοπιμότητά τους.

             Εμφανώς οι συγκεντρώσεις διατυμπανίζουν το αίτημα για δικαιοσύνη, αλλά κανείς δεν πείθεται ότι πρόκειται μόνον περί αυτού.

                Αρχικά αναγκαία κρίνεται μία σημασιολογική διευκρίνιση. Το κυρίαρχο αίτημα μπορεί να είναι η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ αλλά οι συνειρμοί μάς οδηγούν στους ΔΙΚΑΣΤΕΣ. Ωστόσο, άλλο τα πρόσωπα κι άλλο η Δικαιοσύνη ως αφηρημένη έννοια και θεσμός.

             Τελικά ποιο είναι το ζητούμενο; H τυφλή Δικαιοσύνη ή τα πρόσωπα – Δικαστές που και όραση έχουν και συναισθήματα και ανάγκες και ευάλωτα είναι στην κοινωνική κριτική, που ενίοτε λαμβάνει τη μορφή εκβιασμών και απειλών;

              Οι παραπάνω διαπιστώσεις πήγασαν από τις αφίσες που κυκλοφορούν και λειτουργούν ως πολιτικό μέσο. Να, λοιπόν, που η Δημοκρατία μας εμπλουτίστηκε και από τις αφίσες που έλαβαν τη μορφή μίας εικαστικής παρέμβασης στο γκρίζο τοπίο της πολιτικής μας. Πάντοτε η τέχνη υπηρετεί τη δημοκρατία, έστω και με τις ακρότητές της. Εξάλλου στην πολιτική διαμάχη και στην κοινωνική κριτική πάντοτε η τέχνη ήταν παρούσα, έστω και με τη μορφή μιας αφίσας.

                 Στην  πολιτική δεν εστιάζεις μόνο στους στόχους της αλλά και στα μέσα που χρησιμοποιεί για να πείσει. Το δύσκολο είναι να ανιχνεύσεις ποιο είναι το μείζον και ποιο το έλασσον. Ο σκοπός-στόχος ή το μέσο, λοιπόν, είναι το οντολογικά και αξιολογικά πρότερον και ανώτερον  για να θυμηθούμε και λίγο και τον Μακ Λούαν. Ο Καμύ πάντως ήταν ξεκάθαρος όταν έλεγε πως:

          “Στην πολιτική, είναι τα μέσα που καθαγιάζουν τον σκοπό και ποτέ o σκοπός τα μέσα”.

               Στη χώρα μας και στη Δημοκρατία μας και για ένα τέτοιο θέμα (τραγωδία Τεμπών) μία αφίσα ήταν αρκετή να πυροδοτήσει διαφωνίες και να διχάσει έντονα τόσο τους πολίτες και τους φορείς-κόμματα αλλά και να εμπνεύσει τους δημιουργούς της. Είπαμε πως τα “μέσα” είναι κυρίαρχα στην μετα-Δημοκρατία και στην μετα-Πολιτική μας.        

               Κι έτσι μία αφίσα κι ενώ θα έπρεπε να ενημερώνει, να εμπνέει αισθητικά και ενώνει πολιτικά και κοινωνικά, συνέβη το αντίθετο. Στην πρώτη αφίσα σχεδιάστηκε η αντι-αφίσα με κυρίαρχα το “δεν θα πάω” και το “εμπιστεύομαι τη δικαιοσύνη”. Εν τω μεταξύ τα σχόλια και το υβρεολόγιο που συνοδεύουν και τις δύο αφίσες δεν ανέδειξε μόνον τον υψηλό βαθμό του “Πολιτικού πολιτισμού” μας και τον σεβασμό  μας στην αντίθετη άποψη, αλλά και την διάχυτη πλέον υποκρισία πολλών (ανωνύμων και επωνύμων) περί συμπαράστασης και συμπόνιας στους συγγενείς των θυμάτων.

               Κι αυτό γιατί αυτός που σέβεται τη μνήμη των νεκρών και τον πόνο των συγγενών δεν υβρίζει δημόσια όσοι έχουν διαφορετική άποψη για τις συγκεντρώσεις, αλλά σιωπά. Εν τω μεταξύ έγιναν και οι πρώτες μηνύσεις για αναρτήσεις που προσβάλλουν το νόημα και το σκοπό των συγκεντρώσεων. Η Ελλάδα μας μετά το απέραντο φρενοκομείο (Κ. Καραμανλής), μετατράπηκε και σε ένα απέραντο Δικαστήριο. Κανείς δεν μπορεί να καταγράψει τις μηνύσεις που κατατέθηκαν ένθεν και ένθεν (Δικαστές εναντίον δικαστών και πολιτών, πολίτες εναντίον δικαστών…).

                 Κι όλα αυτά στο όνομα της μνήμης των νεκρών και φυσικά της απαίτησης για Δικαιοσύνη που συνιστά και το κυρίαρχο αίτημα της αφίσας και των συγκεντρώσεων.

                  Το να μην το βλέπεις αυτό  συνιστά ηθικό στρουθοκαμηλισμό, γιατί τι άλλο μπορεί να είναι; Ποιος μπορεί με όλα αυτά να αντικρούσει την κυβερνητική θέση περί πολιτικής εργαλειοποίησης της τραγωδίας των Τεμπών; Ποιος αλήθεια πείθεται  πως πίσω από την αφίσα και τις συγκεντρώσεις δεν υποκρύπτονται και κομματικές βλέψεις, όχι μόνον από τα αντισυστημικά κόμματα, αλλά και από αυτά της πολιτικής κανονικότητας (συστημικά);

              “Αν αυτό που βλέπεις ταιριάζει τέλεια με την πραγματικότητα που σε βολεύει, τότε μην πιστεύεις στα μάτια σου” (Μπουκάι).             

                  Όλοι περιμένουν να καρπωθούν κάτι, είτε καταγγέλλοντας την κυβέρνηση, είτε η ίδια η κυβέρνηση να εκμεταλλευτεί τυχόν έκτροπα. Κατά τα άλλα ο σεβασμός των νεκρών και το αίτημα για δικαιοσύνη συνιστούν τον απώτατο στόχο της αφίσας και των συγκεντρώσεων. Αλήθεια υπάρχει πολίτης που να αθωώνει τους υβριστές του διαδικτύου και να συμφωνεί με αυτήν την πολιτική εργαλειοποίηση της αφίσας και των συγκεντρώσεων;

                Αν όλοι μας είχαμε τις καλύτερες των προθέσεων, θα μπορούσαμε να προτείνουμε μία ή πολλές συγκεντρώσεις της σιωπής, κι έτσι θα είχαμε την πρώτη “Επανάσταση των Σιωπηλών”. Kι ας μην ξεχνάμε πως τις περισσότερες φορές η σιωπή ακούγεται περισσότερο και πως δηλώνει περισσότερα από ό,τι μία αφίσα ή μία κραυγή χιλιάδων συγκεντρωμένων και διαμαρτυρομένων πολιτών.

                Γιατί δεν δοκιμάζουμε μία τέτοια σιωπηλή διαμαρτυρία; Θα ήταν τόσο πολιτική πράξη όσο και μία ηχηρή. Σίγουρα Κυβέρνηση και Κόμματα θα την προσέξουν και θα την ακούσουν περισσότερο γιατί θα υποχρεωθούν να την αποκωδικοποιήσουν.

                Ενισχυτικό στοιχείο της διάχυτης αμφισβήτησης και κακοπιστίας προς το περιεχόμενο της αρχικής αφίσας και των συγκεντρώσεων είναι και η πόλωση που έχει δημιουργηθεί. Μία πόλωση που απωθεί πολλούς να εκφραστούν και να συμμετάσχουν σε μία ειρηνική και άκρως πολιτική διαμαρτυρία προς όλους και για όλα. Ενδεικτική του πολωτικού κλίματος είναι και η ανακοίνωση του Συλλόγου των Συγγενών των Θυμάτων και Εγκαυματιών στο Μάτι:

             “Η πόλωση, ωστόσο, που έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες ημέρες, μας κάνει να θεωρούμε πως δεν θα ήταν σωστό, τη δεδομένη στιγμή, να παρευρεθούμε οργανωμένα στα συλλαλητήρια της 28/2, για να αποκλειστούν συνειρμοί και υπόνοιες καπηλείας της χρονικής συγκυρίας”.

                                Και ο νοών νοείτω….

                              Εν τω μεταξύ με την ανακοίνωση του πορίσματος του ΕΔΟΑΣΑΑΜ  όλοι πανηγυρίζουν στο βαθμό όπως υποστηρίζουν δικαιώθηκαν οι εκτιμήσεις τους. Το ίδιο θα γίνει και με το πόρισμα του Πολυτεχνείου. Ο καθένας απομονώνει το εδάφιο που τον “δικαιώνει” και πανηγυρίζει. Ιδού, λοιπόν, το μέγεθος της δυσπιστίας και της οργής του λαού μπροστά στην υποκρισία και στην πολιτική εργαλειοποίηση ενός τραγικού συμβάντος. Στο τέλος θα μας πουν πως φταίνε οι εμπειρογνώμονες που δεν ξέρουν να διαβάζουν σωστά ή πως είναι κι αυτοί “κατευθυνόμενοι”.

                Σε μια εποχή και σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που συντελούνται φοβερές μετακινήσεις των τεκτονικών πλακών της διεθνούς σκηνής η Ελλάδα δεν έχει λύσει ακόμη το πρόβλημα της Δικαιοσύνης και αναλίσκεται σε άγονες βυζαντινολογίες γύρω από το περιεχόμενο μιας αφίσας και το περιεχόμενο των συγκεντρώσεων. Αδυνατεί να αποδειχτεί κάποιες αυτονόητες αλήθειες του τύπου:

              Κάθε σκέψη και πράξη μας είναι πολιτική, πολλώ δε μάλλον κάθε δημόσια έκφραση αυτής. Πάντοτε η κυβέρνηση θα προσπαθεί να μειώσει ή να ελαχιστοποιήσει το κόστος από κάθε αρνητικό γεγονός που συμβαίνει στη θητεία της. Πάντοτε η αντιπολίτευση θα προσπαθεί να εκμεταλλεύεται κάθε αποτυχία ή και απρονοησία της κυβέρνησης. Και φυσικά στην “αναμπομπούλα χαίρεται ο λύκος”. Τώρα ποιος είναι ο λύκος ο καθένας ας το αναζητήσει.

             Πάντως η δημοκρατία μας και το πολιτικό μας σύστημα δεν κινδυνεύουν τόσο από τα αντισυστημικά κόμματα, αλλά από την “πολιτική ασυμμετρία” που τελευταία ροκανίζει κάθε υγιή πολιτική λειτουργία. Όσο, δηλαδή, η αντιπολίτευση (μείζων και ελάσσων) αδυνατεί να εμπνεύσει και να λειτουργήσει ως εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, τόσο θα πληθαίνουν οι “Λύκοι” της πολιτικής ζωής.                  

                Και όσο αυτό το στοιχείο της πολιτικής ασυμμετρίας διαβρώνει τους μηχανισμούς λειτουργίας μιας υγιούς δημοκρατίας και όσο δεν υπάρχουν τα θεσμικά αντίβαρα, άλλο τόσο θα διογκώνεται το κύμα της λαϊκής δυσαρέσκειας προς κάθε συστημικό κόμμα, όπως φαίνεται και στις δημοσκοπήσεις. Απόρροια αυτής της δυσαρέσκειας είναι και το ισοπεδωτικό “όλοι ίδιοι είναι”.

                  Σε αυτό, λοιπόν, το νοσηρό πολιτικό κλίμα των ημερών φαίνεται να δικαιώνεται και η θέση του Καμύ:

              “Κάθε φορά που ακούω έναν πολιτικό λόγο ή διαβάζω αυτούς που μας διοικούν, εδώ και χρόνια αισθάνομαι τρόμο, γιατί δεν ακούω τίποτα που να ηχεί ανθρώπινα. Πάντα οι ίδιες λέξεις που λένε τα ίδια ψέματα”.                        

               Το χειρότερο, όμως, θα είναι οι πολίτες να νιώσουν και να αποδεχτούν ως αλήθεια μία άλλη σκληρή διαπίστωση του Καμύ, όπως η παρακάτω:

                 “Η Πολιτική και η Μοίρα της ανθρωπότητας διαμορφώνονται από ανθρώπους χωρίς ιδανικά και χωρίς μεγαλείο. Άνθρωποι που έχουν μεγαλείο μέσα τους δεν ασχολούνται με την πολιτική”.

                   Να, λοιπόν, τι μπορεί να μάς μάθει η περιπέτεια μιας αφίσας και μέχρι που μπορεί να φθάσουν οι πολιτικοί  συνειρμοί μας. Τελικά στην ελληνική πολιτική ζωή όλα κινούνται στο πνεύμα του πολιτικού παραλόγου και σουρεαλισμού            

                Γιατί πως αλλιώς θα γνωρίζαμε και την πολιτική σκέψη του Γάλλου διανοούμενου και εισηγητή της φιλοσοφίας του  παραλόγου («Ο Ξένος»), του Αλμπέρ Καμύ;                   

              Ωστόσο, ας ευχηθούμε τα καλύτερα για το πολιτικό μας σύστημα. Αρκεί κόμματα και κυβέρνηση και περισσότερο αυτή να έχει κατά νουν το Πυθαγόρειο:

          “Πη παρέβην; Τι δ΄ έρεξα; Τι δε μοι δέον ουκ ετελέσθη; (Που έκανα παράβαση; Τι έκανα; Τι από αυτά που έπρεπε να κάνω δεν έγινε;

ΠΗΓΗ: Blog «ΙΔΕΟπολις», Ηλία Γιαννακόπουλου