Το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, που αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη, μπορεί να αναλυθεί επαρκώς μόνο αν καταγραφούν οι παράγοντες και οι αιτίες της απρόσμενης εκλογικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το 31,5% στις εκλογές του 2019 στο 20,5% έναντι του 40,5% της Νέας Δημοκρατίας. Είναι εύλογο ότι οι περισσότερες αναλύσεις για το φαινόμενο αυτό επικεντρώνονται στα τεράστια λάθη και στο θολό μήνυμα που εξέπεμψε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την προεκλογική περίοδο. Αναμφισβήτητα η έλλειψη σταθερού προτάγματος για την κυβερνητική εξουσία όπου η αρχική η θέση της κυβέρνησης των Προοδευτικών Δυνάμεων (ΠΑΣΟΚ – ΜΕΡ25) μετατοπίστηκε σε κυβέρνηση ανοχής από ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25 και τελικά μεταλλάχθηκε σε κυβέρνηση ειδικού σκοπού με το ΠΑΣΟΚ για την τιμωρία του Μητσοτάκη για το σκάνδαλο των υποκλοπών, μετέτρεψε το ΣΥΡΙΖΑ σε αδύναμο κρίκο δεδομένου ότι το θέμα αυτό μονοπώλησε στην προεκλογική περίοδο.
Η επιδερμική αντιμετώπιση των ζητημάτων με κύριο στοιχείο τον αντιμητσοτακισμό που διακρίνει την πλειοψηφία των στελεχών του και οι ανεύθυνες και πολλές φορές ανόητες θέσεις σε κρίσιμα ζητήματα που αγγίζουν μεγάλα θέματα της κοινωνίας (όπως «Πρέσπες του Αιγαίου», το τείχος του Έβρου,τα παράλληλα νομίσματα, οι εισφορές των επαγγελματιών και η εντύπωση περί κλεισίματος του ματιού στους ψηφοφόρους της ΧΑ) δημιούργησαν το ιδανικό πολιτικό πλαίσιο για την αξιοποίηση του από την επικοινωνιακή ομάδα της ΝΔ και την ανάδειξή μιας πολιτικής Βαβέλ.
Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι εάν είναι μόνο τα λάθη της προεκλογικής περιόδου και η επικοινωνιακή υστέρηση του ΣΥΡΙΖΑ υπεύθυνα για αυτήν εκλογική συντριβή με πτώση 11 μονάδων που αντιστοιχούν σε 600.000 ψηφοφόρους εν σχέσει με το 2019;
Παρά την καθοριστική συνεισφορά τους στην πτώση το παιχνίδι χάθηκε πολύ νωρίτερα κατά την περίοδο της κυβερνητικής του θητείας (2015-2019) και την περίοδο της αξιωματικής αντιπολίτευσης (2019-2023). Και αυτό γιατί οι σταθερές της ηγετικής ομάδας όλη την περίοδο ήταν η εμμονή σε δύο κυρίως πεδία, τον οικονομισμό και τον δικαιωματισμό. Κατ’ αρχήν ο στενός οικονομισμός που αφορά κυρίως την αναδιανομή, χωρίς την πρόταξη της πάταξης του οικονομικού παρασιτισμού και την ανάδειξη ενός σχεδίου ενδυνάμωσης της ενδογενούς παραγωγής (πρωτογενής τομέας, αμυντική βιομηχανία, έρευνα κλπ) κινείται εντός του πεπατημένου διαχειριστικού πλαισίου του ελληνικού και κρατικοδίκαιου καπιταλισμού. Η οικονομική αυτή αντίληψη και η έλλειψη του απαραίτητου σχεδίου οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας καταγράφηκε κατά την περίοδο της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, όπου κάτω από πίεση των δανειστών , εφάρμοσε μια σκληρή πολιτική νεοφιλελεύθερης κοπής, ανεξαρτήτως της εκφερόμενης προοδευτικής «ρητορείας», που διέλυσε μέσω της υπερφορολόγησης τα μεσαία παραγωγικά στρώματα. Αφρόνως, οι τότε Υπουργοί Οικονομικών Τσακαλώτος και Χουλιαράκης, επαίρονταν στην Βουλή, ότι ασκούσαν δήθεν ταξική πολιτική σε βάρος της μεσαίας τάξης σε μια χώρα με την ιδιομορφία της Ελλάδος και την έντονη μικροιδιοκτησιακή κοινωνική δομή. Η αδιέξοδη αυτή πολιτική, ολοκληρώθηκε, αφενός με την άφεση των αμαρτιών στο παρασιτικό ελληνικό κεφάλαιο από την μια μεριά, και αφετέρου με τα επιδόματα και «φιλοδωρήματα» προς τους ανέργους και τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα από την άλλη πλευρά, δημιουργώντας συνθήκες «πληβειοποίησης» αυτών.
Επιπροσθέτως, ολοκληρώθηκε ο πλήρης αφελληνισμός του τραπεζικού συστήματος, κατά την ανακεφαλαιοποίηση του 2015, όπου παραδόθηκε ενεργητικό 340 δις, έναντι 5 δις ευρώ, σε ιδιώτες αγνώστου ταυτότητας με αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου του πιστωτικού συστήματος. Τέλος, τραγική υπήρξε και η πολιτική για τα κόκκινα δάνεια, και τον εσωτερικό δανεισμό των Ελλήνων, που αντί να προχωρήσει σε «σεισάχθεια» κατά το ισλανδικό πρότυπο, κατά το οποίο υπήρξε οριζόντια μείωση όλων των δανείων κόκκινων και πρασίνων, 30-70% ανάλογα με την αγοραστική δύναμη των δανειοληπτών, με βάση το ποσοστό της πτώσεως της οικονομίας, λόγω της χρεοκοπίας, προχώρησε στην νομοθέτηση της πώλησης των δανείων σε ξένα “funds” αντί «πινακίου φακής», μη θεσμοθετώντας καν, την λεγόμενη «ρήτρα προτεραιότητας» του δανειολήπτη, όπως έπραξε η Κύπρος την περίοδο εκείνη.
Πάνω σε αυτές τις ράγες κινήθηκε η ΝΔ μετά το 2019 η οποία ως γνήσια νεοφιλελεύθερη δύναμη διόγκωσε τις οικονομικές ανισότητες υπέρ της παρασιτικής ολιγαρχίας, ενώ παράλληλα διεύρυνε την επιδοματική πολιτική επωφελούμενη της ευρωπαϊκής ρήτρας διαφυγής λόγω της πανδημίας του covid-19, υπερχρεώνοντας τη χώρα κατά 50 δις και λεηλατώντας παράλληλα έως σήμερα το 1/3 των προβλεπομένων κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, που αντικειμενικά αποτελούν την τελευταία ευκαιρία της Ελλάδος για αλλαγή του παρασιτικού οικονομικού μοντέλου της.
Η άλλη σταθερή εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο δικαιωματισμός, που έχει άμεσες αντανακλάσεις σε κρίσιμες πλευρές, όπως το εθνικό ζήτημα. Κορυφαίες στιγμές η «καλογερίστικη» αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος και η Συμφωνία των Πρεσπών, ως λύση του «Μακεδονικού» στη βάση των πιέσεων των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Συμφωνία με την οποία η Ελλάδα παραχώρησε εθνότητα και γλώσσα στο πολυεθνικό μόρφωμα των Σκοπίων (Σλάβοι, Αλβανοί, Ρομά και λοιπά), θέτοντας ένα ακόμα «ακάνθινο στεφάνι» στον Ελληνισμό. Στα πλαίσια μάλιστα αυτής της υπογραφής, συντελέστηκε και η βάναυση σύνθλιψη της έννοιας του πατριωτισμού, βασικού στοιχείου της αριστεράς στην νεότερη ιστορία της Ελλάδος, μέσα από την δράση του ΕΑΜ. Αντ’ αυτού, είχαμε την επικράτηση των εθνομηδενιστικών απόψεων στο όνομα ενός «ροζ διεθνισμού» και ενός ακατανόητου «δικαιωματισμού» τρίτων χωρών, σε βάρος των εθνικών συμφερόντων, αλλά και την εκτόξευση απαξιωτικών χαρακτηρισμών σε βάρος όσων ήταν αντίθετοι (και δεν αναφερόμαστε στα πάσης φύσεως ακροδεξιά μορφώματα).
Και ενώ τα παραπάνω αποτέλεσαν αντικειμενικά βασικούς παράγοντες για την κυβερνητική φθορά και την απώλεια της εξουσίας το 2019 ουδέποτε επί της ουσίας υπήρξε η αναγκαία βαθιά αυτοκριτική, που αποτελεί βασικό μηχανισμό αντιμετώπισης των κρίσεων στα προοδευτικά κόμματα με αποτέλεσμα να μην αναδειχθούν οι αρνητικές πλευρές που θα έπρεπε να αποκατασταθούν μέσα από γενναίες αποφάσεις. Επικράτησε η λογική καθ’ όλη την περίοδο της αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα στη γραμμή του «ώριμου φρούτου» κατά το μηχανιστικό πρότυπο της προηγούμενης περιόδου της Μεταπολίτευσης του κλασσικού δικομματισμού και της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ότι δεν υπήρξε σοβαρός προγραμματικός λόγος απέναντι στην ΝΔ και κυρίως η σοβαρή εκπόνηση ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου για την πραγματική έξοδο της χώρας από την κρίση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και θετικές προσπάθειες ανάδειξης κάποιων λύσεων στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως το ακανθώδες ζήτημα του εσωτερικού χρέους – κόκκινα δάνεια, συνετρίβησαν από το αλαλούμ των απίθανων δηλώσεων στελεχών στην προεκλογική περίοδο (μεταξύ άλλων Κατρούγκαλος – Φωτίου κλπ).
Τα παραπάνω ζητήματα αναμφισβήτητα αγγίζουν ένα ευρύ πλαίσιο των αιτιών, που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην πτώση στο 20% . Παραμένει όμως το θέμα είναι για το ποια είναι η ρίζα του προβλήματος, ας πούμε το «προπατορικό αμάρτημα» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από το οποίο εκπορεύτηκαν οι παραπάνω πολιτικές ανορθογραφίες.
Χωρίς αμφιβολία, η πολιτική ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται για κακή χρήση ενός γενναιόδωρου δώρου της Ιστορίας προς αυτόν εξαιτίας των συνθηκών της χρεωκοπίας της χώρας το 2010 και της κατάρρευσης του δικομματισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, σταδιακά στην ύστερη περίοδο της Μεταπολίτευσης και εκρηκτικά στην έναρξη της χρεωκοπίας το 2010, όπου ένα μικρό κόμμα του 4% εκτοξεύτηκε και έγινε κόμμα εξουσίας σε ελάχιστο χρόνο και κυρίαρχος κορμός της ευρύτερης ιστορικής δημοκρατικής παράταξης της χώρας καλούμενο από τις συνθήκες να αποτελέσει τη σχεδία σωτηρίας της χώρας. Η πεισματική όμως άρνηση και η αδυναμία της πολιτικής ενσωμάτωσης και πραγματικής έκφρασης των χιλιάδων στελεχών, μελών και ψηφοφόρων που προσήλθαν κάτω από τις σημαίες του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 στέλνοντας αυτόν στην εξουσία αποτελεί τη λυδία λίθο για την σημερινή κατάληξη του.
Παρά τις κάποιες επιφανειακές επικοινωνιακές προσπάθειες ουδέποτε υπήρξε η πολιτική ιδεολογική και οργανωτική υπέρβαση του περίκλειστου στενού πυρήνα του 4%, που είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στον καθορισμό της κυβερνητικής ατζέντας την περίοδο 2015-2019 καθώς και αποκλειστικό λόγο στην οργανωτική και κομματική δομή και εξέλιξη αυτού . Αυτό αποτελεί αναμφισβήτητα το «προπατορικό αμάρτημα» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και η ρίζα της σημερινής κατάληξης.