Αναμφισβήτητα η άνοδος του Μερτς στην καγκελαρία επαναφέρει με άμεσο τρόπο την παραδοσιακή ιστορική Γερμανοτουρκική φιλία στο προσκήνιο. Οι πολιτικές της κυβέρνησης Σολτς, που έθετε έστω και ευσχήμως ή άλλως προσχηματικώς τα προαπαιτούμενα του κράτους δικαίου στις σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας και την εξάλειψη των απειλών της τελευταίας σε βάρος των γειτόνων της (πχ. Ελλάδα και Κύπρος), αρνούμενος έτσι να συναινέσει στην παραχώρηση των Eurofighters, (αλλά όχι στην αναστολή ολοκληρώσεως των έξι υποβρυχίων τύπου 214) έχουν πλέον παρέλθει.
Ήδη, ο νέος Γερμανός καγκελάριος μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, δήλωσε ξεκάθαρα ότι βλέπει την Τουρκία ως εξαιρετικό πολύτιμο και σημαντικό σύμμαχο του ΝΑΤΟ και ότι θα κάνει ότι περνά από το χέρι του για τη διεύρυνση τω δεσμών του ΝΑΤΟ με αυτήν. Παράλληλα η Γερμανία πρωτοστάτησε για τον μην αποκλεισμό της Τουρκίας από τη συμμετοχή της αμυντικής της βιομηχανίας στα κονδύλια για την ευρωπαϊκή άμυνα. Τέλος, έχει δώσει ξεκάθαρο σήμα για την έγκριση της παράδοσης των Eurofighters στη γείτονα, που σημειωτέον φέρουν τους σημαντικούς πυραύλους Meteor που αποτελούν έως τώρα σημαντικό πλεονέκτημα των Rafale της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Οι ιστορικές και ραγδαίες γεωπολιτικές αλλαγές, που οδήγησαν τις γερμανικές ελίτ στην απόφαση να επανεξοπλιστεί η Γερμανία και να αποτελέσει τον κυρίαρχο πόλο στην Ευρώπη πέραν της οικονομίας, που μέχρι τώρα αποτελούσε το προνομιακό της πεδίο και στρατιωτικά, αφήνοντας έτσι πίσω τις μαύρες ιστορικές μνήμες του ναζιστικού τέρατος, με πρόσχημα το κατασκευασμένο αφήγημα περί μελλοντικής Ρωσικής απειλής, έφεραν στο προσκήνιο τις στενές παραδοσιακές Γερμανοτουρκικές σχέσεις χωρίς κανένα πλέον αστερίσκο.
Είναι γνωστό ότι οι Γερμανοτουρκικές σχέσεις έχουν πολύ μεγάλο ιστορικό βάθος τα δε οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας στην Τουρκία είναι πολύ σημαντικά. Αυτές ξεκινούν από την ένωση των γερμανικών κρατιδίων και την δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας υπό τον Μπίσμαρκ το 1871. Από τότε, οι σχέσεις μεταξύ της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, που αναζητούσε ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη έναντι των ισχυρών δυνάμεων της Γαλλίας και της Βρετανίας, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που βρισκόταν σε πορεία πολιτικής και κοινωνικής αποδόμησης, απέκτησαν στρατηγικό βάθος σε πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο.
Η συνεργασία τους, πέραν των αρχικών οικονομικών δραστηριοτήτων ως ισότιμων εταίρων, μετατράπηκε και σε στενή στρατιωτική συνεργασία, με αποτέλεσμα η Τουρκία να συμμετάσχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Οι στενές αυτές σχέσεις συνεχίστηκαν και μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τους νεότουρκους και στη συνέχεια με τον Κεμάλ, αφού οι Γερμανοί ανέλαβαν την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού, έχοντας μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο στην τουρκική πολιτική του βίαιου εκτοπισμού και της γενοκτονίας των μη τουρκικών μειονοτήτων (Αρμενίων, Ποντίων, Ελλήνων κ.λπ.). Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία παρέμεινε επιτήδεια ουδέτερη, ενισχύοντας έτσι έμμεσα την προσπάθεια της χιτλερικής Γερμανίας να καταλάβει την Ευρώπη, έχοντας συστηματική επωφελή για την ίδια εμπορική συνεργασία με το ναζιστικό καθεστώς, καθ’ όλη την περίοδο ως το 1945. Μόνο τότε τυπικά κήρυξε τον πόλεμο όταν, ήδη, είχε καταρρεύσει ο ναζιστικός άξονας.
Στο οικονομικό επίπεδο, οι σχέσεις των δύο χωρών είναι στενότατες και σημαντικές καθόλη τη μεταπολεμική περίοδο. Οι τουρκικές εξαγωγές προς τη Γερμανία φτάνουν περίπου στα 18 δις δολάρια, όντας ο σπουδαιότερος προορισμός τους, ενώ σημαντικότατες είναι οι εισαγωγές από τη Γερμανία σε μηχανήματα, ηλεκτρονικά, οχήματα κ.λπ., που φτάνουν στα 23 δις δολάρια περίπου. Τέλος, μεγάλες είναι οι εισαγωγές της Τουρκίας σε οπλικά συστήματα (σημειωτέον ότι σήμερα κατασκευάζονται έξι υποβρύχια τύπου 214). Είναι χαρακτηριστικό ότι εντός της Τουρκίας λειτουργούν περί τις 8.000 γερμανικές επιχειρήσεις, ενώ εντός της Γερμανίας πάνω από 80.000 Γερμανοτουρκικές επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο, που ξεπερνά τα 52 δις ευρώ.
Οι εξελίξεις αυτές εντός της Ευρώπης, όπου η Τουρκία εμφανίζεται σήμερα ως ο λαμπρός σύμμαχος και πελάτης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, σε συνδυασμό με τη σοβαρή γεωπολιτική αναβάθμισή της από τον Τραμπ ως προς τον στρατηγικό ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή, καθώς και της παράλληλης στενότατης σχέσης με τη Ρωσία, δημιουργούν πλέον ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τον Ελληνισμό, που βρίσκεται προ μεγάλων κινδύνων, αφού όλα αυτά τα χρόνια το σαθρό πολιτικό σύστημα της χώρας δεν φρόντισε να υλοποιήσει μια πολύπλευρη εθνική στρατηγική, με την οποία θα στόχευε στην ισχυροποίηση της αποτρεπτικής δυνατότητας της χώρας έναντι του τουρκικού επιβολέα, την ανάδειξη και την ενίσχυση της τεχνολογικής καινοτομίας στα οπλικά συστήματα που σήμερα κυριαρχούν (drones κλπ.) κάτι βέβαια, που προϋποθέτει την αποτίναξη του ρόλου του κράτους-πελάτη καθώς και τη μετατροπή της έναντι φίλων και εχθρών σε αυτόνομο κυρίαρχο κράτος.
Αυτούς τους κινδύνους για τα εθνικά μας θέματα είχε αναδείξει ο Παναγιώτης Κονδύλης από το 1993 στο επίμετρο του βιβλίου του «Θεωρία πολέμου» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Λόγω της μεγάλης γνώσης του περί του ιστορικού βάθους των Γερμανοτουρκικών δεσμών, τόνιζε τότε προφητικά ότι η εάν η Ελλάδα αναγκαζόταν να αναζητήσει οικονομικό προστάτη εντός της Ευρώπης (εννοώντας την Γερμανία), λόγω της προβλεπόμενης από τον ίδιο της οικονομικής χρεωκοπίας του παρασιτικού ελληνικού συστήματος (όπως και έγινε το 2010), τότε στην περίπτωση αυτή θα τίθεντο σε άμεσο κίνδυνο τα εθνικά μας θέματα.