Σαράντα εννέα (σχεδόν μισός αιώνας) χρόνια από τη μαύρη επέτειο της εισβολής του ΑΤΤΙΛΑ στη Μεγαλόνησο, συνεχώς διευρύνονται οι οδυνηρές συνέπειες της παράνομης τουρκικής εισβολής και κατοχής του βορείου τμήματος του νησιού. Η επέκταση της κατοχής με το παράνομο μερικό άνοιγμα στα Βαρώσια, η θέση της Τουρκίας για δύο ισότιμα κράτη, οι πραγματοποιηθείσες γεωτρήσεις εντός της ΑΟΖ της Κύπρου και οι τελευταίες ανακοινώσεις Ερντογάν για επέκταση του αεροδρομίου στο κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας, καταδεικνύουν την επιδείνωση της κατάστασης η οποία έχει λάβει χαρακτηριστικά μη αναστρέψιμης διχοτομικής πραγματικότητας.
Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν σοβαρές ανησυχίες για το παρόν και μέλλον του Ελληνισμού στη περιοχή, αφού σε αντίθεση με τις ανιστόρητες και εθνικά επικίνδυνες αντιλήψεις «Η Κύπρος κείται μακράν», που κυριάρχησαν στο πολιτικό σύστημα της χώρας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η μοίρα και το μέλλον του Ελληνισμού περνά από τη Κύπρο, που αποτελεί ένα εκ των σημαντικών γεωπολιτικών πυλώνων για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Εξ’ ου η πάγια βρετανική πολιτική για διατήρηση των βάσεων της στο νησί, μέσω του δόγματος διαίρει και βασίλευε, αλλά και η τουρκική στρατηγική για διατήρηση και νομιμοποίηση της κατοχής του βορείου τμήματος έναντι οποιοδήποτε κόστους. Και όμως αυτό που αποτελεί στρατηγικό στόχο των αντιπάλων του Ελληνισμού, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, κάτω από το συνδυασμό του εξαρτησιακού και φοβικού συνδρόμου, που συνιστά ένα δηλητηριώδη μικροελλαδισμό, κινείται ακριβώς στον αντίποδα καθόσον έχει πλήρως παραιτηθεί, όχι μόνο από το στόχο να ακυρώσει τα κατοχικά τετελεσμένα, αλλά ούτε καν να θέσει φραγμούς σε τυχόν νέα κατοχικά τετελεσμένα από τον επικίνδυνο νεοοθωμανικό αναθεωρητισμό (Βαρώσια, ΑΟΖ Κύπρου, παράνομες γεωτρήσεις κλπ). Δίνει την εικόνα της στρουθοκαμήλου, αφού ενώ η Κύπρος πολλαπλασιάζει αντικειμενικά τη γεωπολιτική αξία του Ελληνισμού, από το υποκριτικό και ενοχικό δόγμα «Η Κύπρος κείται μακράν» που σημάδεψε όλη την Μεταπολίτευση σήμερα έχουμε οδηγηθεί στην πλήρη εγκατάλειψη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έτσι, η χαίνουσα πληγή του Ελληνισμού, που είναι η λύση του κυπριακού τοποθετείται παντελώς στο περιθώριο ενόψει των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων. Πρόκειται για την εφιαλτική φενάκη του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος που θεωρεί ότι μπορεί να υπάρξει πρόοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις χωρίς την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Η μόνη ελπίδα για τη χώρα, ίσως αποδειχθεί για μια ακόμα φορά η τουρκική βουλιμία, που δεν θα ικανοποιηθεί από τις προαναγγελθείσες υποχωρήσεις της Ελλάδος.
Η στρατιωτική «επιβίβαση» της Τουρκίας το 1974, στην απροστάτευτη Μεγαλόνησο, εξαιτίας της διπλής προδοσίας της Χούντας των Συνταγματαρχών, με την απόσυρση της Μεραρχίας, που είχε αποστείλει κρυφά ο Γεώργιος Παπανδρέου και, στη συνέχεια με το τραγικό πραξικόπημα κατά του, τότε, ηγέτη της Κύπρου Μακαρίου, εν γνώσει του τότε Αρχηγού της ελληνικής Χούντας Ιωαννίδη, ο οποίος μάλιστα ήξερε επακριβώς ότι οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις θα αποβιβαστούν στην Κυρήνεια χωρίς αντίσταση, με συνέπεια την αιματηρή διχοτόμηση του νησιού, αποτελεί έναν εκ των τελευταίων σταθμών της πορείας συρρίκνωσης του Ελληνικού Έθνους, που ξεκινά από την Μικρασιατική Καταστροφή. Μάλιστα για πρώτη φορά, μετά το 1922 ο Ελληνισμός υπέστη στρατιωτική ήττα και απώλεσε εθνικό έδαφος, κάτι που πλέον παγιωθεί, αφού σύμφωνα με την παγκόσμια στρατιωτική ιστορία, ό,τι κερδίζεται στο πεδίο της μάχης, πολύ δύσκολα επανακτάται μόνο με διαπραγματεύσεις. Η εθνική αυτή απώλεια εμπεριέχει και το επιπρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο ότι η μισή Κύπρος χάθηκε χωρίς στην ουσία να έχουμε πολεμήσει, κάτι που δημιούργησε την υποδόρια αίσθηση της αδυναμίας μας έναντι της Τουρκίας, που αποτελεί και το βασικό πυρήνα του φοβικού συνδρόμου από το οποίο κατατρύχονται το Ελληνικό και το Κυπριακό πολιτικό προσωπικό εξουσίας.
Το Κυπριακό είναι χαρακτηριστική περίπτωση της πολιτικο-διπλωματικής και στρατιωτικής αδυναμίας της Ελλάδος στη Νεότερη Ιστορία της. Το δίκαιο και νόμιμο αρχικό αίτημα της Ένωσης ενταφιάστηκε για πάντα από τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, με την αναγνώριση της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης και με ένα ανεφάρμοστο Σύνταγμα, που αποτέλεσε τον «διάδρομο» για την διχοτομική κατάληξη του νησιού. Αποτελεί, αναμφισβήτητα, στρατηγική ήττα του πολιτικού κατεστημένου της Χώρας και της «παρασιτικής» οικονομικής ολιγαρχίας, τους οποίους χαρακτηρίζει διαχρονικά το σύνδρομο του «ενδοτισμού». Με τις πολιτικές τους, αφού αποδέχθηκαν την de facto διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, στην συνέχεια μετέτρεψαν ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής, σε ένα διμερές εσωτερικό Ελληνοτουρκικό πρόβλημα, νομιμοποιώντας έτσι έμμεσα την τουρκική κατοχή. Υποδόρια και συστηματικά καλλιεργήθηκε από τις κατώτερες των περιστάσεων ηγεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Ανδρέας Παπανδρέου και Τάσσος Παπαδόπουλος), η αποδοχή της ήττας.
Είναι τόσο βιωματικά ριζωμένη αυτή η αντίληψη, που δεν άλλαξε στο παραμικρό ακόμα και στις σημερινές ιδιαίτερες συνθήκες, που προκάλεσε η ρωσική εισβολή την Ουκρανία, η οποία ενεργοποίησε τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους με βασική σημαία την εναντίωση τους στον αναθεωρητισμό εντός της Ευρώπης. Και ενώ η κατοχή της Κύπρου αποτελεί τον πρώτο ακρωτηριασμό ευρωπαϊκού κράτους, η Ελλάδα και η Κύπρος δεν προέβαλαν αυτό με έντονο τρόπο, συνδέοντας το κυπριακό με το ουκρανικό ζήτημα. Αντιθέτως, η Τουρκία μέσω των ανατολικών παζαριών με τη Δύση λειτουργεί ανενόχλητη λαμβάνοντας και σχετικά «δώρα», μεταξύ των οποίων ήταν και η απάλειψη της Κύπρου από τους νατοϊκούς χάρτες και η αναφορά της μόνο με συντεταγμένες!
Πριν την ολοκλήρωση της καταστροφής της Κύπρου, κάτι που θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του Ελληνισμού, απαιτείται η άμεση και πλήρης αλλαγή της πολιτικής μας στο Κυπριακό ζήτημα. Χρειάζεται η συγκρότηση και η εφαρμογή μιας νέας εθνικής στρατηγικής, που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
Πρώτον, την επιθετική διεθνοποίηση του Κυπριακού προβλήματος, αξιοποιώντας όπως προαναφέρθηκε τον πόλεμο στην Ουκρανία και την άμεση σύνδεση της ρωσικής κατοχής στη χώρα αυτή με την τουρκική κατοχή στη Κύπρο. Πρώτιστος στόχος θα πρέπει να είναι η αποχώρηση των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων κατοχής από τη Κύπρο. Ως τότε η Ελλάδα και η Κύπρος, οφείλουν να θέσουν και να επιβάλουν άμεσα το θέμα της αναστολής της τελωνειακής ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., καθώς και την επιβολή κυρώσεων εις βάρος της.
Δεύτερον, την πολύπλευρη διπλωματική πολιτική προς όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τις δυνάμεις, που μπορεί να έχουν αμιγώς στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή. Τόσο η Γαλλία, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και οι αραβικές χώρες έχουν μεταξύ άλλων άμεσα ζωτικά συμφέροντα να παραμείνει η Κύπρος έξω από τον έλεγχο της Τουρκίας και για αυτό πρέπει αυτό να μεταφραστεί διπλωματικά και στρατιωτικά σε πράξη επί του πεδίου .
Τρίτον, την κατάθεση δήλωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ, σε συνεννόηση με την Ελλάδα, ότι μετά την επιμονή της Τουρκίας περί δύο ανεξάρτητων κρατών, ότι η Βόρεια Κύπρος τελεί υπό τουρκική κατοχή και ότι ο στόχος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η πλήρης ανάκτηση της κυριαρχίας της επί του βορείου κατεχόμενου τμήματος. Παράλληλα, θα πρέπει να γίνει κατάθεση σχεδίου λύσεως του Κυπριακού από την ελληνοκυπριακή πλευρά στον ΟΗΕ και την Ε.Ε. με βασικά στοιχεία την εφαρμογή των δημοκρατικών αρχών της συγκρότησης των σύγχρονων κρατών, που είναι η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, με παράλληλη απόλυτη προστασία όλου του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και ως τέτοια αυτονόητη πράξη είναι η επιστροφή όλων των προσφύγων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα σπίτια τους.
Τέταρτον, την άμεση υλοποίηση του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδος – Κύπρου, που ξεκίνησε στη δεκαετία του ’80 από τον Ανδρέα Παπανδρέου και εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια μετά την ακύρωση της εγκατάστασης των S-300 στη Κύπρο, κάτι που δίνει την αίσθηση στη Τουρκία ότι μπορεί να δρα ανενόχλητα στη Μεγαλόνησο. Η αμυντική προστασία της Κύπρου, αλλά και οι δυνατότητες αποκατάστασης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλο το νησί, πρέπει να αποτελέσει κυρίαρχο στοιχείο της συνολικής ελληνικής αποτρεπτικής στρατιωτικής ισχύος της στην ευρύτερη περιοχή.
Εκατό χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης ως επιστέγασμα της οδυνηρής μικρασιατικής καταστροφής, που προκλήθηκε κυρίως από τον εθνικό διχασμό, στον οποίο πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η φιλοβασιλική παράταξη και ο αφελής μικροελλαδισμός της(με ευθύνη της οποίας άλλωστε χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα όταν το 1915 απέρριψε το αίτημα της Βρετανίας για αποστολή του ελληνικού στρατού στη ανοχύρωτη Καλλίπολη με άμεσο αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα) δεν χωρούν οι αμφίσημες πολιτικές και οι δηλητηριώδεις εκσυγχρονισμένες μικροελλαδικές αντιλήψεις που εξαιρούν επί της ουσίας την Κύπρο από το κύριο σώμα του Ελληνισμού.