Η έκδοση του βιβλίου «Ιθάκη» του Α. Τσίπρα και η έντονη φημολογία για την πολική του επανάκαμψη με ίδρυση νέου κόμματος έχει λάβει έντονες διαστάσεις. Αυτό οφείλεται στο τεράστιο πολιτικό κενό στον χώρο της σημερινής αντιπολίτευσης, που αδυνατεί σύμφωνα με τις δημοσκοπικές έρευνες να αξιοποιήσει την ραγδαία πολιτική φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ, που σταδιακά μετατρέπεται σε ένα επικίνδυνο βαρίδι για το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού. Και αυτό αφορά όλα τα επίπεδα. Είτε στην εξωτερική πολιτική, όπου πέραν των λανθασμένων τακτικών της στα ελληνοτουρκικά έχει προσδέσει τη χώρα, χωρίς κανένα σημαντικό όφελος, αποκλειστικά και μόνο στο αμερικανικό «άρμα», το οποίο όμως λόγω της πολιτικής Τραμπ παρουσιάζει έντονη ρευστότητα με αβέβαιες καταλήξεις, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στις μεταμορφώσεις του στον ρωσοουκρανικό πόλεμο κλπ., είτε στην οικονομία, όπου κυριαρχεί ο παρασιτισμός και η δημιουργία αφανών και εμφανών κλεπτοκρατικών μηχανισμών, χωρίς σχέδιο και προσεχώς με έλλειψη πόρων για δυνατότητα αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, αφού σε μεγάλο βαθμό έχει κατασπαταλήσει τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, που οποιαδήποτε κυβέρνηση με εθνική συνείδηση θα τα χρησιμοποιούσε για να τεθούν οι βάσεις για μια ανταγωνιστική οικονομία. Τέλος, στην κοινωνία όπου το ¼ περίπου αυτής που τη στηρίζει έως σήμερα, εμφανίζονται συμπτώματα γιγάντωσης του ιδιοτελούς χαρακτήρα αυτού, λόγω και των πολιτικών εκμαυλισμού που ακολουθεί η σημερινή πολιτική εξουσία, προκειμένου να επωφελούνται αυτοί που αποτελούν την εν δυνάμει εκλογική της πελατεία (ΟΠΕΚΕΠΕ κλπ.).
Εν μέσω αυτών των καταλυτικών εξελίξεων η κυβέρνηση της ΝΔ, παρά την πρωτοφανή ανικανότητα και αποτυχία της να ανακόψει στοιχειωδώς και την ακρίβεια, που έχει διαλύσει τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες παραπάνω επικίνδυνες πολιτικές της, παραμένει πρώτο κόμμα με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο. Το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να αδυνατεί να ξεπεράσει τις ιδεολογικές και πολιτικές αγκυλώσεις του παρελθόντος, τα δε υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά της πολυδιάσπασης, αλλά και σημάδια πολιτικού ανορθολογισμού, αφού κυριαρχούν ο εντυπωσιασμός, η ψηφοθηρία και το εγωκεντρικό στοιχείο πάσης φύσεως αρχηγών και αρχηγίσκων.
Την ίδια, όμως, στιγμή η καρδιά του Ελληνισμού πορεύεται χωρίς τον απαραίτητο βηματοδότη με σοβαρή πιθανότητα την εμφάνιση εμφράγματος (νέα χρεοκοπία). Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, αλλά και της μεγάλης δυσκολίας για την δημιουργία ενός προοδευτικού, πατριωτικού, ριζοσπαστικού κινήματος ανατροπής έξω από το υπάρχον πολιτικό και κομματικό προσωπικό και σύστημα, που από το 2016 προτείνει ο υποφαινόμενος, σε συνδυασμό με την τεράστια αύξηση του αριθμού των αναποφάσιστων πολιτών, που στις δημοσκοπήσεις προτιμούν το χάος από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, προβάλει η ανάγκη της δημιουργίας ενός νέου πολιτικού φορέα. Φορέα, που θα αναλάβει το πολιτικό βάρος, αφενός να ανατρέψει το ιδιότυπο πνιγηρό πολιτικό καθεστώς Μητσοτάκη και αφετέρου να προτείνει, αλλά και να είναι σε θέση να εφαρμόσει ένα ριζοσπαστικό και συνάμα ορθολογικό πολιτικό πρόγραμμα για το σταμάτημα της παρακμής και την μελλοντική αναγέννηση της Ελλάδος.
Προς αυτό τον στόχο φαίνεται, ότι μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά ο Αλέξης Τσίπρας ανεξαρτήτως των επιφυλάξεων που μπορεί να διατυπώσει κάποιος, ως πρόσωπο, που μπορεί να απευθυνθεί σε ένα ευρύ εσωτερικό ακροατήριο, έχοντας παράλληλα διακριτό διεθνές αποτύπωμα, αναγκαίο στις σημερινές ρευστές και απρόβλεπτες γεωπολιτικές συνθήκες. Θετικό στοιχείο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η αυτοκριτική που υπάρχει στο βιβλίο του, αφού πέραν των αναφερομένων προσωπικών του ευθυνών για την προηγούμενη περίοδο ως πρωθυπουργού και ως αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και οι αναφορές του, για την τραγική ανικανότητα διαφόρων συνεργατών του-υπουργών, εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο της ευρύτερης αυτοκριτικής του. Και αυτό, παρά το γεγονός, ότι εξαιτίας της πολιτικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ από διάφορα κόμματα και κομματίδια, που επέβαλαν για λόγους εσωτερικής ισορροπίας υποχρεωτικά πρόσωπα σε καίριες θέσεις της εξουσίας, ανεξαρτήτως της επάρκειας ή της χρησιμότητάς τους για αυτές. Από αυτές άλλωστε τις εξαρτήσεις είναι πρόδηλο, ότι με τις κινήσεις του προσπαθεί να ξεφύγει και να επανασυστηθεί για μια δεύτερη ευκαιρία στην ελληνική κοινωνία, που ασφυκτιά πλέον από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο οποίος παρουσιάστηκε το 2019 ως ο επίδοξος, χαρισματικός διαχειριστής, εξαιτίας και των κυβερνητικών λαθών του ΣΥΡΙΖΑ (μονομερής υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, μη οριστική και γενναία ρύθμιση των κόκκινων δανείων κλπ.) και κατέληξε σήμερα να έχει μετατρέψει τη χώρα σε ένα απέραντο «τοπίο κλεπτοκρατίας».
Περαιτέρω θετικό και σημαντικό παράγοντα αποτελεί η πολιτική του εμπειρία και η ωρίμανση μέσα από τις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετώπισε, αφού αντικειμενικά η περίοδος της κυβερνητικής του θητείας ήταν μία από τις πιο δύσκολες περιόδους της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας.
Τα παραπάνω ενώ αποτελούν κρίσιμα στοιχεία δεν αρκούν. Απαιτείται συνδυαστικά με ισχυρή στοχοπροσήλωση η θέση καθαρών αρχών, που πρέπει να διέπουν το νέο υπό διαμόρφωση πολιτικό κίνημα. Περαιτέρω, πέραν του σαφούς πολιτικού προγράμματος και των ανάλογων ιδεολογικών δεσμεύσεων απαιτείται η συγκρότησή του να γίνει από πολιτικά πρόσωπα, που δεν θα είναι ενταγμένα με τον ένα ή άλλον τρόπο στα πελατειακά και κρατικά υπάρχοντα δίκτυα. Πρόσωπα, που θα αποποιηθούν εκ των προτέρων τα ιδιαίτερα προνόμια του ατομικού πλουτισμού και της ατιμωρησίας, που διέπει το σημερινό πολιτικό προσωπικό της χώρας και που θα έχουν την εμπειρία της παραγωγικής διαδικασίας, την γνώση και την προοδευτική και πατριωτική συνείδηση.
Σημαντικό παράδειγμα αποφυγής αποτελεί αναμφισβήτητα η κατάληξη των δύο κομμάτων της ευρύτερης αριστεράς, που κατέλαβαν την εξουσία κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Πρόκειται για το φαινόμενο της «κρατικοποίησης» του αρχικώς ριζοσπαστικού και αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατά την κυβερνητική του θητεία του 1981-1989, που ήταν η βασική αιτία του πολιτικού και ιδεολογικού «εκφυλισμού» του και η αδυναμία του σήμερα να επανέλθει. Την επανάληψη αυτού του φαινομένου της κρατικοποίησης βίωσε και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατά την κυβερνητική του θητεία, ενώ εμφανίζονταν ως ριζοσπαστικό και εναλλακτικό κίνημα.
Πρόκειται για την εφαρμογή της «εργαλειακής» αντίληψης του Κράτους, που έξοχα έχει αναλύσει ο σπουδαίος φιλόσοφος Νίκος Πουλαντζάς. Ενώ, δηλαδή, το Κράτος, ως κεντρικός θεσμός στις καπιταλιστικές κοινωνίες, αποτελεί την συμπύκνωση και την έκφραση των κοινωνικών τάξεων και παραγωγικών σχέσεων σε αυτές, λόγω της μεγάλης δύναμης, που έχει σε αυτούς τους σχηματισμούς η αστική τάξη (στην Ελλάδα, στην θέση αυτής, υπάρχει μία «νόθα παρασιτική κλεπτοκρατική» οικονομική ολιγαρχία), μετατρέπεται σταδιακά στο πανίσχυρο όργανο επιβολής των προσανατολισμών αυτής και εν προκειμένω στις πολιτικές εξουσίες που διακηρυκτικά τοποθετούνται απέναντί της και φυσικά της διατήρησης των εκμεταλλευτικών σχέσεων στο εσωτερικό της και εξαρτήσεων στο εξωτερικό.
Αυτά τα αρνητικά ιστορικά παραδείγματα οφείλει με πλήρη συνείδηση να αποφύγει ο υπό διαμόρφωση νέος πολιτικός φορέας. Είναι προφανές, ότι κανείς δεν μπορεί σήμερα, με βάση τις υπάρχουσες λασπώδεις συνθήκες της χώρας, να απαιτεί από τον καναπέ του, το ιδανικό κίνημα ανατροπής και ελπίδας. Αντίθετα, οι συνθήκες απαιτούν την κάθε δυνατή προσπάθεια ανάδειξής του ως εθνικού στόχου σωτηρίας του Ελληνισμού. Για την επίτευξη αυτού του στόχου ο ρόλος του Α. Τσίπρα ενδέχεται να είναι αποφασιστικός.
