Α Κ Α Λ Ε Σ Τ Ο Σ
Ακάλεστος κι απρόσμενος
μου ήρθε μια βραδιά,
ξένος κι εγώ φιλόξενος
τον δέχτηκα φιλικά.
*
Τ ου έστρωσα τραπέζι ,
τον κέρασα κρασί
και άρχισε να παίζει
γλυκύτατο βιολί.
*
Λιγώθηκε η καρδιά μου Κι ως φώτισε η ανατολή
σε ουράνια μουσική
κι απλώθηκε η χαρά μου
απέραντη στην ψυχή.
*
Του είπα φλογισμένος,
«παίξε το ωραίο σου βιολί,
παίξε και μεθυσμένος
ας φτάσω στο πρωί.
*
Τέντωσε τις χορδές σου
βγάλε χρυσή φωνή,
φωτιά οι δοξαριές σου
με παίρνουν απ΄ τη γη.
*
Στον ουρανό με πάνε
και τ’ άστρα κυνηγώ,
παίξε, τον κόσμο κάνε
σειρήνας σπιτικό».
*
Τραγούδησε και πήγα
σε κόσμους μαγικούς
και πρόλαβα και είδα
παράξενους θεούς
*
που μέρα τραγουδάνε,
που πίνουν και μεθάνε
αδιάκοπα γλεντούν.