Γιατί μας αγάπησαν τόσο οι Αμερικάνοι;

Προφανώς και δεν χρειάζεται να είναι κάποιος διακεκριμένος αναλυτής των διεθνών σχέσεων για να διαπιστώσει τα δύο προφανή:

Πρώτον, πως οι προσωπικές σχέσεις και συμπάθειες μεταξύ ηγετών, χωρίς να είναι ολοσχερώς άνευ επιρροής στις διακρατικές σχέσεις, μικρό σχετικά ρόλο παίζουν στον γενικό προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Πάγια συμφέροντα (των οποίων βέβαια μπορεί κατά καιρούς να αλλάζει ο τρόπος προσέγγισης ή αξιολόγησης) και δυσμετάβλητα γεωπολιτικά δεδομένα είναι αυτά που πρωταρχικά την καθορίζουν.

Δεύτερον, με δεδομένα τη γεωγραφία και την επικινδυνότητα για τη Δύση μεγάλων ασιατικών και ευρασιατικών δυνάμεων, σε σχέση προς τις οποίες η Τουρκία είναι ικανή να λειτουργεί σαν «πώμα», τίποτε δεν μπορεί να κάνει τις ΗΠΑ και γενικότερα τον δυτικό κόσμο να υποβαθμίσει τη γεωπολιτική σημασία -άρα και τα οικονομικά όπως και τα στρατιωτικά συμφέροντα- της μεγάλης αυτής χώρας, η οποία «φύσει», «θέσει» και «ιστορία», μετεωρίζεται μεταξύ Δύσης και Ανατολής.

Τούτων όμως δοθέντων…

Ουδείς δύναται να αμφισβητήσει την επιτυχία -όχι απλώς σε συμβολικό επίπεδο, αλλά και ως προς την επίτευξη ορισμένων μη αμελητέων απτών αποτελεσμάτων- της πρωθυπουργικής επίσκεψης στην υπερατλαντική χώρα-ηγέτιδα του δυτικού κόσμου (έστω και αν αυτή, με κάποιες πρακτικές της, όπως το Γκουαντάναμο, δεν σεβάστηκε πάντα τις ανθρωποκεντρικές αξίες του εν λόγω κόσμου, άλλωστε ούτε η Γαλλία ούτε η Μεγάλη Βρετανία ούτε η πατρίδα μας τις σεβάστηκαν πάντα). Ακόμη περισσότερο δεν εμπεριέχει ίχνος υπερβολής πως οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο καλύτερο ιστορικά σημείο τους. Και αυτό νομίζω πως οφείλεται στην όλη κατάσταση του εθνικού μας πολιτικού τοπίου. Ειδικότερα…

Η ΝΔ δεν έχει δώσει απλώς μια κυβέρνηση που είναι σοβαρότερη, πιο συγκροτημένη, από πλευράς ανθρωποσύνθεσης πιο ποιοτική, πιο αποτελεσματική, πιο πραγματιστική και διεθνώς πιο αξιόπιστη από όσες είχε κατά τις τελευταίες δεκαετίες ο τόπος (συμπεριλαμβανόμενων και των προηγούμενων δικών της). Και η οποία, επιπρόσθετα, με την όλη στάση της μειώνει τον κίνδυνο μελλοντικής ακυβερνησίας.

Είναι ακόμη η κυβέρνηση που αποδεικνύει προσήλωση με βάση αρχές και πάγιους γεωπολιτικούς υπολογισμούς στους δυτικόφιλους προσανατολισμούς της χώρας. Χωρίς τα ευτελή, κάποιες φορές, παζάρια της άλλης όχθης του Αιγαίου. Χωρίς το απρόβλεπτο κάποιων κινήσεων του εξ Ανατολών γείτονα. Και χωρίς τα σύνδρομά του που ενίοτε, όχι σπάνια, αναδεικνύουν μικρομεγαλισμό.

Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, δημοσκοπικά ανερχόμενο υπό την καινούργια πιο ποιοτική ηγεσία του, ώριμη πολιτική δύναμη χωρίς διάθεση πλέον να προσφεύγει στις καιροσκοπικές μεθόδους του απώτερου παρελθόντος του, δίνει βάθος και ασφάλεια στο δυτικόφιλο πολιτικό μέτωπο της λογικής. Κυρίως δείχνει να διασφαλίζει όχι απλώς κυβερνησιμότητα αλλά και πολιτική σταθερότητα και συνοχή/συνέχεια των διεθνοπολιτικών επιλογών ακόμη και αν η χώρα οδηγηθεί στην εποχή των συμμαχικών κυβερνήσεων.

Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκρινόμενος με τον προ δεκαετίας εαυτό του (αλλά με ότι αντιπροσωπεύει σήμερα π.χ. στη Γαλλία ο Μελανσόν που αξιώνει μαζικές κρατικοποιήσεις, 1.400 ευρώ κατώτερο μισθό, σύνταξη στα 60, κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας των …σοσιαλιστών, ενώ προβάλλει ευρωφοβία και φιλοπουτινισμό…) στην ουσία αποτελεί και αυτός παράγοντα πολιτικής σταθερότητας.

Ενώ ούτε το ΚΚΕ συνιστά μείζονα απειλή, όχι μόνο λόγω των περιορισμένων ή περιθωριακών ποσοστών του, αλλά και γιατί αρκείται σε διαχείριση ενός συμβολικού μόνο κεφαλαίου καθώς και σε -χρηματοδοτούμενη από …δημόσιο χρήμα, είναι αλήθεια- χαμηλής έντασης επαναστατική γυμναστική…

Είναι λοιπόν όλο το βάθος του εθνικού μας πολιτικού συστήματος που εξηγεί την αναβαθμισμένη θέση της χώρας μας σε διεθνές επίπεδό. Βέβαια πρέπει να μην υποβαθμίσουμε το ενδεχόμενο η πρόσδεσή μας σε άρματα ισχυρών γεωπολιτικών παικτών να μην είναι πάντα ακίνδυνη. Κάποιες φορές τέτοιοι παίκτες, ακολουθώντας τις δικές τους επιδιώξεις, είναι ενδεχομένως δυνατόν να εμπλέξουν τους ελάσσονες εταίρους σε παιχνίδια και καιροσκοπικές πολιτικές που τους ξεπερνούν ή τους εκθέτουν σε δυσανάλογες διακινδυνεύσεις. Ωστόσο αυτό συνιστά το ενδεχόμενο τίμημα για βέβαια και άμεσα και σημαντικά ωφελήματα. Τόσο σε ομπρέλα αμυντικής στήριξης όσο και σε οικονομικά κέρδη…

Νομίζω, λοιπόν, πως είναι μια από τις λίγες φορές που ένας απαιτητικός Έλληνας μπορεί να κοιτάζει δίχως ντροπή το – ασφαλώς όχι αναμάρτητο ούτε άσφαλτο ούτε χωρίς μικρότητες – πολιτικό σύστημα της χώρας του.

* O καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του έργου «Η κορύφωση του Εθνικού Διχασμού: Η δίκη των Έξι, ‘αναγκαίο σφάλμα’ ή ‘δικαστικός φόνος’;»

liberal.gr