Η Lego εγκατέλειψε το σχέδιό της για την κατασκευή τούβλων από ανακυκλωμένα πλαστικά μπουκάλια αντί από πλαστικό με βάση το πετρέλαιο, λέγοντας ότι αυτό θα οδηγούσε σε υψηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά τη διάρκεια ζωής του προϊόντος.
Όπως επισημαίνει ο Guardian, η μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής παιχνιδιών στον κόσμο συνεχίζει την έρευνα για πιο βιώσιμα υλικά, μαζί με άλλες εταιρείες που επανεκτιμούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της πολιτικής τους, καθώς η κλιματική κρίση δείχνει τα δόντια της.
Η δανέζικη εταιρεία κατασκευάζει δισεκατομμύρια τουβλάκια Lego ετησίως και το 2021 άρχισε να ερευνά μια πιθανή μετάβαση σε ανακυκλωμένο τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο (PET) αντί για συμπολυμερές ακρυλονιτριλίου-βουταδιενίου-στυρενίου (ABS), το οποίο χρειάζεται περίπου 2 κιλά πετρέλαιο για την παραγωγή 1 κιλού πλαστικού.
Το ABS χρησιμοποιείται στο 80% περίπου των κομματιών της Lego.
«Είναι σαν να προσπαθείς να φτιάξεις ένα ποδήλατο από ξύλο αντί για ατσάλι», δήλωσε ο Tim Brooks, επικεφαλής βιωσιμότητας της Lego, αναφερόμενος στο γεγονός ότι το υλικό που δεν βασίζεται στο πετρέλαιο είναι πιο μαλακό και απαιτεί επιπλέον συστατικά για να αποκτήσει ανθεκτικότητα, καθώς και μεγαλύτερη ενέργεια για την επεξεργασία και την ξήρανσή του.
«Το επίπεδο διαταραχής του περιβάλλοντος κατασκευής ήταν τέτοιο που έπρεπε να αλλάξουμε τα πάντα στα εργοστάσιά μας προκειμένου για να αυξήσουμε τη χρήση ανακυκλωμένου PET», είπε. «Μετά από όλα αυτά, το αποτύπωμα άνθρακα θα ήταν υψηλότερο. Ήταν απογοητευτικό».
Η εταιρεία από το 2021 απασχολεί περισσότερα από 150 άτομα σε θέματα βιωσιμότητας. Αλλά ο διευθύνων σύμβουλος της Lego, Νιλς Κρίστιανσεν, δήλωσε στους Financial Times ότι η παιχνιδοβιομηχανία «δοκίμασε εκατοντάδες και εκατοντάδες υλικά», αλλά δεν μπόρεσε να βρει ένα «μαγικό υλικό» για να λύσει τα ζητήματα βιωσιμότητας.
Αντ’ αυτού, η Lego στοχεύει να κάνει κάθε μέρος του ABS πιο βιώσιμο, ενσωματώνοντας περισσότερα βιολογικά και ανακυκλωμένα υλικά. Ο Κρίστιανσεν δήλωσε ότι ο όμιλος θα τριπλασιάσει τις δαπάνες για τη βιωσιμότητα σε 3 δισ. δολάρια ετησίως έως το 2025, ενώ υποσχέθηκε ότι δεν θα μετακυλήσει το υψηλότερο κόστος στους καταναλωτές.