Γ. Τσίγκας: Το κύμα καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση θέτει σοβαρά κοινωνικά ζητήματα

Ο Μάο Τσε Τουνγκ για να περιγράψει το αναπόφευκτο της επαναστατικής πλημμυρίδας που θα συγκλόνιζε τη δεκαετία του ’30 απ’ άκρου σ’ άκρον την Κίνα, χρησιμοποίησε το κάτωθι  απόφθεγμα  «Μια σπίθα αρκεί για να ανάψει φωτιά στον κάμπο» ,το οποίο   κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τα όσα γινόμαστε μάρτυρες στις μέρες μας. Η σπίθα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν η Σοφία Μπεκατώρου. Μία τοποθέτησή της στο πλαίσιο της ημερίδας «Start to Talk/Σπάσε τη Σιωπή – Μίλησε, Μην Ανέχεσαι , που διοργάνωσε το υπουργείο Αθλητισμού και η συνέντευξη την οποία έδωσε ακολούθως στο περιοδικό Marie Claire για τον βιασμό τον οποίο υπέστη το 1998, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Ένα κύμα καταγγελιών σάρωσε τον χώρο της ιστιοπλοΐας και εξαπλώθηκε γρήγορα στον πανεπιστημιακό χώρο, στον χώρο της μουσικής και στον χώρο του θεάματος. Οι καταγγελίες αφορούσαν σε λεκτική, ψυχολογική και σωματική βάναυση συμπεριφορά, σε σεξουαλική κακοποίηση ακόμη και σε περιπτώσεις βιασμού και παιδεραστίας . Θύματά της νεαρά αγόρια και κορίτσια (κάποια από αυτά ανήλικα!) τα οποία βρέθηκαν στη δίνη εκβιασμών και επιθέσεων από ανθρώπους που είχαν καίριες, σημαντικές και ισχυρές θέσεις. Είτε με άσκηση βίας, είτε με τη μέθοδο της χειραγώγησης, είτε με ευθείες απειλές, υπέστησαν βάναυση κακοποίηση που αποσκοπούσε και στη σεξουαλική εκμετάλλευση. Εξίσου σημαντικό όμως ήταν ότι αρκετοί, πάρα πολλοί, από το περιβάλλον , γνώριζαν. Συμμετέχοντες και παράγοντες σε αυτούς τους χώρους, ήξεραν τι γινόταν κατά τη διάρκεια αθλητικής προετοιμασίας, προπονήσεων, εξεταστικών περιόδων, ακροάσεων, θεατρικών προβών και κανείς/καμία δεν μιλούσε ανοιχτά και δημόσια.
Επιφανή μέλη μιας αθλητικής, πανεπιστημιακής και πολιτιστικής ελίτ, κάτοχοι ενός ιδιαίτερου υποτιθέμενου μορφωτικού επιπέδου και μιας καλλιεργημένης κουλτούρας είχαν τοποθετηθεί σε θέσεις κλειδιά δομών και οργανισμών. Οι θέσεις αυτές συνεπάγονταν μίας ιδιαίτερης ευθύνης, αλλά ταυτόχρονα συνοδεύονταν από μια αυξημένη εξουσία. Αυτή ακριβώς την εξουσία εκμεταλλεύονταν στα πλαίσια της διαστροφής των για να ικανοποιήσουν αντικοινωνικά πάθη και να επιδείξουν ακραίες όσο και βάναυσες σεξουαλικές συμπεριφορές.
Το πρόβλημα είναι πολλαπλό. Έχει να κάνει με την ανυπαρξία ,την αδυναμία  θεσμών ελέγχου , υποστήριξης των θυμάτων , οι οποίες πρέπει να υπάρχουν σε όλους τους εργασιακούς χώρους .Θεσμοί που πρέπει να διατρέχουν κάθε μορφή εξουσίας με σκοπό τον περιορισμό της άνευ ορίων άσκησής της. Είναι ακριβώς και αυτή η έλλειψη η οποία έδωσε την ευκαιρία σε ανθρώπους άρρωστους κοινωνιοπαθείς  με διαστροφικές συμπεριφορές και διαταραχές , να ξεδιπλώσουν απαράδεκτες, μισανθρωπικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Η ιδιότητα του Πολίτη εμπεριέχει το βάρος της ευθύνης ,της υποχρέωσης και η ευθύνη αυτή είναι πολυδιάστατη. Ζώντας στην κοινωνία , οφείλουμε να επιδεικνύουμε υπεύθυνη στάση προς αυτή, τον συμπολίτη αλλά και τον ίδιο τον εαυτό μας. Μία κοινωνία η οποία λειτουργεί με όριο και πεδίο τον ατομικισμό, παύει να είναι κοινωνία με τον ορισμό της λέξης και μετατρέπεται σε άθροισμα ατομικών επιλογών. Η επίδειξη υπευθυνότητας, η διεκδίκηση της συμμετοχής και η διαρκής εγρήγορσή μας ως μέλη μιας μικρής ή μεγαλύτερης κοινότητας είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας. Μια χώρα η οποία επιτρέπει, ανέχεται ή αδιαφορεί μπροστά σε τέτοιες βάναυσες και κακοποιητικές συμπεριφορές, είναι μια χώρα σε βαθιά κρίση και σήψη.
Να επισημάνουμε μερικά στοιχεία της κοινωνικής κρίσης. Στα χρόνια της δεκαετίας του ‘80 η ελληνική κοινωνία στρεφόταν προς τον κοινωνικό παρασιτισμό. Αρκούσαν τα λίγα αυτά χρόνια της ανεμπόδιστης άσκησης μιας καταναλωτικής ηθικής ώστε να ξεχαστούν παραδόσεις, αξίες, ηθικοί κώδικες που χαρακτήριζαν την κοινωνία για πολλές δεκαετίες. Το «πολιτιστικό» πρότυπο πλέον ήταν το περιοδικό Κλικ του Κωστόπουλου, τα Σαββατοκύριακα στη Μύκονο και την Αράχοβα,το είδος της διασκέδασης , το αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού ως επίδειξη πλούτου, η λαμογιά και η κομπίνα ως κατ εξοχήν αξία και επιλογή. Τα χρόνια που ακολούθησαν οι «αξίες» αυτές εμπεδώθηκαν και αναπτύχθηκαν και έπρεπε να φτάσουμε στην οικονομική κρίση του 2010 για να αρχίζουν να αμφισβητούνται σιγά σιγά. Ο τύπος του μεταμοντέρνου Έλληνα είχε όμως διαμορφωθεί. Η γνωστή φιγούρα του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», αυτός ο οποίος χλεύαζε παραδόσεις, ιστορικές και πολιτιστικές παρακαταθήκες, αυτός ο οποίος αδιαφορούσε τόσο για το ιστορικό παρελθόν όσο και το κοινωνικό μέλλον αυτής της χώρας, έδινε το μέτρο πάνω στο οποίο όλοι «οφείλαμε» να βαδίζουμε. Και αυτή ακριβώς η νοοτροπία είναι που εμπότισε πανεπιστημιακές, αθλητικές και καλλιτεχνικές ελίτ, μεταμορφώνοντάς τες σε ομάδες ξένες και εχθρικές προς την κοινωνική συναντίληψη και τις οδήγησε να λειτουργούν με ανθρωποφαγικά κριτήρια. Η ορθόδοξη αντίληψη της εκκλησίας του Πλησίον είχε εξαφανιστεί, ο Άλλος δεν ήταν παρά μόνο το αντικείμενο για την προσωπική μας επιθυμία και ικανοποίηση.
Η αλαζονεία και ο ναρκισσισμός του ατόμου συνιστά Ύβρη ,σύμφωνα με την αρχαία ελληνική τάξη και κάποτε έρχεται  η τιμωρία, η συντριβή και η καταστροφή του υβριστή. Μένει να δούμε αυτό το τελικό στάδιο.

Βαθειά λύση αυτής της κατάστασης μπορεί να υπάρξει όταν η κοινωνία ξανασυναντήσει δοκιμασμένες και αποτελεσματικές αξίες, κοινωνικούς κώδικες και ηθικές συμπεριφορές. Μέχρι τότε η δικαιοσύνη και οι θεσμοί  θα είναι οι αποκλειστικά αρμόδιοι για τη λύση των όποιων απαράδεκτων συμπεριφορών. Και αυτή η δικαιοσύνη θα πρέπει να εφαρμοστεί.

Γεώργιος  Τσίγκας , ψυχίατρος