Γ. Παπασίμος | Υποκειμενική ή πραγματική φτώχεια: Το νέο «ελληνικό παράδοξο»

Η πρόσφατη έρευνα της Eurostat για τη φτώχεια στην Ευρώπη δημιούργησε ένα μικρό σεισμό στη ρηχή πολιτική σκηνή της χώρας. Βάσει της έρευνας αυτής για το πως αισθάνονται οι πολίτες εν σχέσει με την οικονομική τους κατάσταση, οι Έλληνες σε ποσοστό 67% δήλωσαν φτωχοί, φιγουράροντας πρώτοι στον  πανευρωπαϊκό πίνακα της λεγόμενης από τους οικονομολόγους «υποκειμενικής φτώχειας» ακολουθώντας η Βουλγαρία με ποσοστό 33,3%. Η δημοσιοποίηση της έρευνας αυτής ενεργοποίησε άμεσα τον προπαγανδιστικό κυβερνητικό μηχανισμό όπου μεταξύ των άλλων ακούστηκαν τερατώδη επιχειρήματα του τύπου, ότι πολλοί Έλληνες υποκρίνονται ή ότι έχουν επηρεαστεί από τη μιζέρια την οποία εισήγαγε στην Ελλάδα η Αριστερά! Πρόκειται για το απαύγασμα της κυβερνητικής θρασύτητας, αφού η έρευνα αυτή απηχεί σε μεγάλο βαθμό την πραγματική κατάσταση της πλειοψηφίας των νοικοκυριών στην Ελλάδα, που δεν μπορούν να βγάλουν τα έξοδα του μήνα, μέσα σε ένα συντριπτικό αρνητικό πλέγμα οικονομικών συνθηκών (ακρίβεια, χαμηλοί μισθοί, τεράστιο κόστος στέγης, φόροι κλπ). Αναμφίβολα η έρευνα αυτή αποτελεί ισχυρό πλήγμα στο κυβερνητικό προπαγανδιστικό αφήγημα περί ισχυράς οικονομίας, μεγάλης ανάπτυξης εν σχέσει με τον μέσο όρο των υπολοίπων χωρών κλπ.

Παρά την τραυματική χρεωκοπία της χώρας το 2010 και τον δεκαετή «μνημονιακό χειμώνα», επί της ουσίας τίποτα δεν άλλαξε ως προς το εύθραστο της ελληνικής οικονομίας, με κίνδυνο ότι στην πρώτη σοβαρή κρίση να πέσει η χώρα ξανά στα βράχια. Ενώ η κεντρική στόχευση της πολιτικής εξουσίας, του Κράτους και των ενδιάμεσων θεσμών θα έπρεπε να είναι η θεμελίωση με κάθε τρόπο μιας σοβαρής ενδογενούς ανάπτυξης και ενός ανταγωνιστικού παραγωγικού μοντέλου, ενισχύεται αδιάκοπα ο παρασιτικός χαρακτήρας της οικονομίας και η παρασιτική ολιγαρχία με τις μεγάλες ρίζες της διαπλοκής της με την εξουσία και το πελατειακό κράτος. Καθημερινά η χώρα συστηματικά  μετατρέπεται σε μια ιδιότυπη «τουριστική αποικία», όπου ξένα συμφέροντα αγοράζουν αντί πινακίου φακής τις ελληνικές περιουσίες (βιομηχανίες, κατοικίες, ξενοδοχεία και μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις). Αυτό άλλωστε τονίζεται και από τον ΙΟΒΕ, που επισημαίνει ότι οι επενδύσεις μειώθηκαν και κυρίως αυτό σχετίζεται με το γεγονός, ότι δεν υπάρχει επενδυτικό κύμα σε παραγωγικές επενδύσεις, αλλά κερδοσκοπικές επενδύσεις μικρής διάρκειας.

Απόδειξη αυτού είναι ότι τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης που προβλέφθηκαν από την Ε.Ε για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορωνοϊού και που για τη χώρα μας μαζί με τις μοχλεύσεις ιδιωτικών κεφαλαίων θα μπορούσαν να ανέλθουν στα 80 δις ευρώ περίπου,  όντας η τελευταία ευκαιρία για αλλαγή του παραγωγικού – παρασιτικού μοντέλου με στόχο την ενίσχυση της ενδογενούς παραγωγικής βάσης, αν μέσω εθνικού στρατηγικού σχεδίου διοχετεύονταν αυτά στην ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα, στη βοήθεια του δευτερογενούς τομέα με προτεραιότητα στις διατροφικές εταιρείες και στη στόχευση σε επιχειρήσεις υπηρεσιών και έρευνας όπου με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ισχυρές ελληνικές εταιρείες, π.χ. στην αμυντική βιομηχανία, ενέργεια και τεχνολογία , διοχετεύθηκαν κατά κύριο λόγο σε μη παραγωγικές επενδύσεις. Συγκεκριμένα, το ήμισυ των χρημάτων αυτών έχουν κατασπαταληθεί από την κυβέρνηση της ΝΔ μέχρι σήμερα με διάχυση αυτών τους παρασιτικούς αρμούς της διαπλεκόμενης οικονομικής ολιγαρχίας. Την ίδια, δε, τύχη, είναι βέβαιο ότι θα έχουν και τα υπόλοιπα, αφού με γρήγορους ρυθμούς η σημερινή κυβέρνηση επισπεύδει τη διοχέτευση αυτών των χρημάτων στον πυρήνα των διαπλεκόμενων της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας και γενικά σε μη παραγωγικούς στόχους.

          Κανένα σχέδιο αλλαγής του καταστρεπτικού παρασιτικού οικονομικού μοντέλου, που οδηγεί τη χώρα σε ενδεχόμενη νέα χρεωκοπία, υφίσταται, ακόμα και ως συζήτηση στο δημόσιο πολιτικό λόγο. Έτσι, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες μεγεθύνονται δραματικά υπέρ μιας μικρής κάστας συμφερόντων, που απαρτίζουν την ελληνική παρασιτική οικονομική ολιγαρχία, η οποία συνεχίζει να αυξάνει προκλητικά τον πλούτο της. Η περιώνυμη μεσαία τάξη υφίσταται για μια ακόμα φορά την πλήρη απαξίωση λόγω της δραματικής αύξησης του πληθωρισμού, του ενεργειακού κόστους, αλλά και της επιβληθείσας κεφαλικής φοροεπιδρομής,  συνθήκες που σταδιακά οδηγούν την χώρα σε ένα μόνιμο στασιμοπληθωρισμό, ιδιαίτερα υπονομευτικό για την ευάλωτη ελληνική οικονομία με το τεράστιο δημόσιο χρέος και τα μεγάλα ελλείμματα. Ως προς, δε, τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα η κατάσταση έχει ξεφύγει πλήρως, καθόσον οδηγούνται ολοένα και περισσότερο στο περιθώριο, αναμένοντας όπως οι «ναρκομανείς» τα κυβερνητικά επιδόματα (που τείνουν και αυτά να περιοριστούν), η μονιμότητα των οποίων ως βασική οικονομική πολιτική, πέραν του γεγονότος ότι καταρρίπτει κάθε οικονομική θεωρία, συνιστά ένα κυνικό χειραγωγικό μηχανισμό συνειδήσεων. Αν σε όλα αυτά υπολογίσει κανείς και το εκρηκτικό πρόβλημα των κόκκινων δανείων και της στέγης που απειλείται από τα παραμονεύοντα οικονομικά funds, να επιπέσουν επ’ αυτής και το τοκογλυφικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο ενώ δεν συμβάλει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, έχει τεράστια υπερκέρδη από τις μεγαλύτερες χρεώσεις σε επίπεδο Ευρώπης όλων των συναλλαγών και με την τεράστια διαφορά επιτοκίων μεταξύ δανεισμού και καταθέσεως, μετατρεπόμενο και αυτό σε ένα ιδιότυπο «παρασιτικό τέρας» στα πλευρά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, γίνεται αντιληπτό ότι η κατάσταση ολοένα και περισσότερο μετατρέπεται σε γάγγραινα.

          Δεν είναι όμως μόνο η πρόσφατη έρευνα της Eurostat, αλλά και το προ μηνών δημοσίευμα των Financial Times, που ξεγύμνωσε το ψευδεπίγραφο κυβερνητικό αφήγημα για την ελληνική οικονομία, που εστιάζει μόνο στον ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος ξεπερνά αυτόν της Ευρωζώνης. Ακόμα όμως και σε αυτό τον τομέα που δεν αποτελεί το κρίσιμο στοιχείο για την πραγματική απεικόνιση της ελληνικής οικονομίας πρόκειται για πλασματικά στοιχεία, αφού το ελληνικό ΑΕΠ παραμένει κατά 20% μικρότερο από αυτό που ήταν το 2007 πριν την είσοδο της χώρας στο μνημονιακό οδοστρωτήρα, ενώ στο διάστημα αυτό οι οικονομίες των χωρών της ΕΕ αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 17%. Έτσι, το γεγονός της αριθμητικής αύξησης των ρυθμών ανάπτυξης της χώρας απέχει από το να υπάρχει πραγματική ανάπτυξη και ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού, αφού η ώρα μας έχει τους χαμηλότερους πραγματικούς μισθούς ανάμεσα σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Σε συνδυασμό, δε, με τον έντονο πληθωρισμό βρίσκονται χαμηλότερα κατά πολύ πριν από την οικονομική κρίση του 2010. Το συνολικό βιοτικό επίπεδο παραμένει χαμηλό και η πλειοψηφία των εργαζομένων, αλλά και της μεσαίας τάξης που συνεχίζει να πλήττεται δεν επωφελείται στο ελάχιστο από αυτή την γιαλαντζί «οικονομική ανάπτυξη» της ΝΔ.

          Οι αληθινές συνθήκες της ελληνικής οικονομίας ακόμα και στους πραγματικούς αριθμούς απέχουν παρασάγγας από την κυβερνητική προπαγάνδα και την κάλπικη χρυσόσκονη που επιχειρεί να προσδώσει σε αυτήν. Η υπαρκτή αύξηση του ΑΕΠ κατά μέσο όρο 2.5 % το 2023 και 2024 δεν προέρχεται από την αύξηση της παραγωγής και του παραγόμενου εθνικού πλούτου, αλλά οφείλεται κυρίως στην ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, που τροφοδοτείται και από το κυβερνητικό δίκτυο παροχών για πελατειακούς λόγους τα οποία όμως προέρχονται από δανεικά, που αυξάνουν το πραγματικό δημόσιο χρέος.  Περαιτέρω, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού συνεχίζει να παραμένει υψηλό , αφού σύμφωνα με τις προβλέψεις του 2024 θα ανέλθει στα 6.3 δις. Όπως γίνεται αντιληπτό το έλλειμα αυτό καλύπτεται από συνεχή πρόσθετο δανεισμό, ο οποίος αυξάνει σημαντικά και τους τόκους επιστροφής του. Η κυβερνητική προπαγάνδα προκειμένου να εμφανίζει επικοινωνιακά πρωτογενή πλεονάσματα, ως αλχημιστής του Μεσαίωνα, αφαιρεί από αυτό τους οφειλόμενους τόκους, οι οποίοι μάλιστα πρέπει να πληρωθούν κατά προτεραιότητα στους δανειστές. Πρέπει να τονιστεί ότι το έλλειμμα αυτό παραμένει αδιατάρακτα υψηλό και επικίνδυνο παρά τα ιδιαιτέρως αυξημένα έσοδα από τον πληθωρισμό , τον ΦΠΑ και τους άμεσους και έμμεσους φόρους, που τα τελευταία χρόνια έχουν εισπραχθεί από το δημόσιο (μόνο από το ΦΠΑ εισπράχθηκαν το 2022 21,7 δις και το 2023 23,2 δις).

          Τέλος, εν σχέσει με το δημόσιο χρέος παρά τους επικοινωνιακούς πανηγυρισμούς περί μείωσης του (ονομαστικός λόγος χρέους προς το αυξημένο ΑΕΠ λόγω και του εκρηκτικού πληθωρισμού) επί της ουσίας έχουμε συστηματική άνοδο. Έτσι, από 356 δις το 2020 ανήλθε σε 388 δις το 2021, 400 δις το 2022 και 401 δις το 2023,. Δηλαδή κατά την περίοδο της κυβέρνησης της η ΝΔ έχει δανειστεί περαιτέρω πάνω από 60 δις, που αποτέλεσαν το πλαίσιο για τη δημιουργία ενός τεράστιου πελατειακού δικτύου, ενισχύοντας τα παρασιτικά οικονομικά κυκλώματα και παράλληλα χειραγωγώντας πολιτικά τα ασθενέστερα στρώματα μέσω των επιδομάτων.

          Συμπερασματικά, η οικονομία της Ελλάδος πίσω από την κάλπικη χρυσόσκονη της κυβερνητικής προπαγάνδας της ΝΔ συνεχίζει εντατικά στον ίδιο καταστρεπτικό δρόμο του παρασιτισμού και της μη ανταγωνιστικότητας με ωφελημένο μόνο το 1/3 της ελληνικής κοινωνίας, που κινείται γύρω από την παρασιτική οικονομική ολιγαρχία στην οποία διοχετεύονται αφρόνως και εθνικά επιζήμια τα κεφάλαια του ταμείου ανάκαμψης και τους εφαπτόμενους κυβερνητικούς κύκλυος Ουδεμία προσπάθεια για την απαραίτητη ενδογενή παραγωγική ανάπτυξη επιχειρείται από την κυβέρνηση της ΝΔ η οποία κατά την ολοκλήρωση της πολιτικής της αυτοδυναμίας θα έχει ολοκληρώσει τη διασπάθιση των κρίσιμων αυτών κεφαλαίων καθώς και την εκποίηση των τελευταίων ασημικών της χώρας με συνέπεια την ολοκλήρωση της διαδρομής ενός «θανατηφόρου» οικονομικού δρόμου, που θα αποκαλύψει χωρίς αναισθητικό τη δραματική ευαλωτότητα της ελληνικής οικονομίας και τη δραματική διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

          Είναι προφανές ότι η χώρα μας μόνο μέσω ενός ολιστικού στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης με στόχο την ενίσχυση της ενδογενούς παραγωγής σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι ο αγροδιατροφικός τομέας, που δυστυχώς μειώνεται αντί να ενισχύεται,  οι ενεργειακές τεχνολογίες, η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου και η αναγέννηση της αμυντικής βιομηχανίας και η μετατροπή της σε ισχυρό πόλο διαμετακομιστικών εμπορεύσιμων υπηρεσιών μπορεί να έχει την ελπίδα της αποφυγής νέων δραματικότερων χρεωκοπιών στο μέλλον, που πέραν των άλλων θα θέσουν σε κίνδυνο την υπόσταση του Ελληνισμού στην περιοχή.