Η ακύρωση της προγραμματισθείσας συνάντησης στη Νέα Υόρκη μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του Ερντογάν με απόφαση της τουρκικής πλευράς, αποτελεί αναμφισβήτητα μία έντονη συμβολική κίνηση, που εντάσσεται στο ψηφιδωτό του τουρκικού αναθεωρητισμού και της εδραίας αντίληψης περί ηγεμονικού ρόλου του στην ευρύτερη περιοχή. Αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία προσπάθεια δημόσιας προβολής κυριαρχίας έναντι της Ελλάδας, αφού μέσω αυτής της κίνησης επιχειρείται να εμφανιστεί αυτή χωρίς σημαντικό γεωπολιτικό αποτύπωμα και ως χώρα περιορισμένης κυριαρχίας στην περιοχή του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου.
Εκμεταλλευόμενη η Άγκυρα την αλλαγή της ηγεσίας του Λευκού Οίκου και γνωρίζοντας, όσο κανείς άλλος τη συναλλακτική πολιτική αντίληψη του Τραμπ εξασφάλισε, μέσω τεράστιων προσφορών, ύψους άνω των 70 δις (αγορά 300 Boeing, 40 F-16, προσπάθεια επανόδου στην συμπαραγωγή των F-35 και παραχώρηση ορυχείων με σπάνιες γαίες) την είσοδο Ερντογάν στον Λευκό Οίκο μετά από πέντε χρόνια, αλλά και την σημειολογική εμφάνιση Ερντογάν στα δεξιά του Τραμπ, στην πρόσφατη συνάντηση με τους ηγέτες του μουσουλμανικού κόσμου για την επόμενη ημέρα της Γάζας.
Το καθεστώς Ερντογάν αξιολογώντας τη ρευστότητα στις διεθνείς σχέσεις που δημιουργεί ο υπό διαμόρφωση πολυπολικός κόσμος, κινείται ως «χέλι» ανάμεσα σε αντικρουόμενα στρατόπεδα (ΝΑΤΟ-Μπρικς, Ρωσία-Ουκρανία κλπ.) αναλαμβάνοντας ρόλο διαμεσολαβητή και ειρηνοποιού!!! (αν και είναι για μισό αιώνα κατοχική δύναμη στη Μεγαλόνησο) με συνέπεια να κερδίζει έδαφος στον διεθνή χώρο, κατά τη σημερινή υποχώρηση του κύρους των διεθνών θεσμών, ακόμα και εντός της Δύσης, ενώ την ίδια ώρα διαλαλεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι αποτελεί συστατικό μέρος της αναδυώμενης Ευρασίας. Όσο και αν μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους ως υπερβολικό, η σημερινή πορεία της Τουρκίας, όπου συμμετέχει στα πάντα, έχοντας μετατραπεί αυτή και σε απαραίτητη δύναμη ακόμα και στον τρομώδη σχεδιασμό της Ευρώπης για αμυντική της «αυτονομία», οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό στο «διαβατήριο του ειρηνοποιού» που έλαβε από την Ελλάδα με τη σαθρή διακήρυξη των Αθηνών τον Δεκέμβριο του 2023, ένα κείμενο χωρίς καμία νομική δέσμευση για την Τουρκία, όπως άλλωστε αποδείχθηκε και στην πράξη.
Σε όλη αυτή την περίοδο της υποτιθέμενης Ελληνοτουρκικής συνεργασίας 2023-2025, η Τουρκία διατύπωνε με τον πιο καθαρό τρόπο και προς όλα τα διεθνή φόρα, όλο το εύρος των παράνομων αξιώσεών της σε βάρος της χώρας μας, που συνιστούν βίαιη παραβίαση των διεθνών κανόνων του δικαίου της θάλασσας.
Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα στην κρίσιμη αυτή μεταβατική περίοδο 2020-2024, που δέχθηκε την υβριδική επίθεση της Άγκυρας (προσπάθεια εισόδου τεράστιου αριθμού μεταναστών στον Έβρο, τις τουρκικές παράνομες έρευνες στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ Καστελόριζου, Ρόδου και Καρπάθου, και τις συνεχείς παραβιάσεις της ΑΟΖ της Κύπρου κλπ.) απώλεσε τη μοναδική ευκαιρία, όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, να αποκόψει, άλλως να διευρύνει το χάσμα των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση, δεδομένου ότι την περίοδο εκείνη 2021-2022 οι σχέσεις τους είχαν οδηγηθεί σε οριακό επίπεδο. Παντελώς και ανεξήγητα η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έδωσε το «φιλί της ζωής» στον Ερντογάν, που μετά τους οδυνηρούς σεισμούς στην Ανατολική Τουρκία και τη σοβαρότατη οικονομική κρίση, που αντιμετώπιζε τότε η Τουρκία, είχε την απόλυτη ανάγκη της βελτίωσης των σχέσεών του με τον δυτικό κόσμο, αντί να εκμεταλλευτεί την τότε θετική για την Ελλάδα διεθνή συγκυρία και να επιτύχει συντριπτικά πλήγματα κατά της τουρκικής επιθετικότητας. Αυτή η αναγκαστική «υποχώρηση» της Τουρκίας και η αλλαγή παραδείγματος (μέχρι τότε ήταν καθημερινές οι σκληρές λεκτικές, εθνικιστικές επιθέσεις κατά της χώρας μας) εκλήφθηκαν ασθμαίνως από το φοβικό κατεστημένο της Ελλάδας και την κυβέρνηση της ΝΔ, ως δήθεν ειλικρινή στροφή αυτής και «βαπτίστηκε» αυτό αφελώς από το κατευναστικό ελληνικό μπλοκ ως παράθυρο ευκαιρίας για τη λύση των διαχρονικών Ελληνοτουρκικών διαφορών.
Η εξέλιξη αυτή των πραγμάτων έχει οδηγήσει τη χώρα μας, ειδικά σήμερα στην εποχή υποχώρησης του διεθνούς δικαίου και ανάδειξης της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις, σε μία ιδιαίτερα αρνητική θέση έναντι της Τουρκίας, η οποία εμφανίζεται να διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, συνεννούντος προς αυτό και της διοίκησης Τραμπ, εξού και οι προκλητικές δηλώσεις Ερντογάν μέσα στον ΟΗΕ περί δύο κρατών στη Μεγαλόνησο, παρά τα πολλαπλά καταδικαστικά ψηφίσματα του ΟΗΕ για τη βάρβαρη τουρκική εισβολή και κατοχή σε αυτήν, καθώς και ότι κανένα έργο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Θράκη δεν θα γίνει χωρίς την έγκριση της Τουρκίας, εννοώντας πρωτίστως την ηλεκτρική σύνδεση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ.
Χωρίς αμφιβολία η αποτυχία των κυβερνητικών επιλογών της ΝΔ στην εξωτερική πολιτική και ειδικότερα αυτή των ήρεμων νερών από το 2023 ως σήμερα, απαιτεί την άμεση αλλαγή της πολιτικής της Ελλάδος στα Ελληνοτουρκικά, αλλά και του επανακαθορισμού της θέσης της στον υπό διαμόρφωση πολυπολικό κόσμο. Αυτό προϋποθέτει την πολύπλευρη προσέγγιση και αξιοποίηση των αντιθέσεων μεταξύ των πόλων και της μη λειτουργίας μας ως πειθήνιου εταίρου, κάτι που μετατρέπεται στις σημερινές συνθήκες στον «χρήσιμο ηλίθιο» της ιστορίας.