Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι συναντώ μία όμορφη γυναίκα. Τι με αναστατώνει; Η ύπαρξη της που εντοπίζεται στο βλέμμα της, στην κίνηση της, στα μέλη της. Το περιγράφει άριστα ο ιερός Χρυσόστομος αναφερόμενος στον πως έπλασε τη γυναίκα ο Θεός: «και αυτήν την του σώματος πλάσιν τε και ιδέαν του θήλεος μαλακωτέραν ειργάσατο ίνα και αφή, και βλέμματι και κινήματι, και τη των μελών συνόλως αβρότητι, και ορών και ορώμενον, μάλαγμα ηδονής η τω άρρενι, κατά πάσαν αισθήσεως προσβολήν πανταχόθεν προσπίπτον».
Βλέποντας την μου δημιουργεί αυτό που λέει ο Πλάτωνας. Την ένταση μέσα μου που έχει μία οντολογική αναφορά από μία ανάλογη ένταση του παρελθόντος, αλλά όχι χρονολογική. Αυτή η γυναίκα ανάμεσα σε άλλες φέρνει στην επιφάνεια το στοιχείο του οικείου κάλλους. Αυτή η συγκεκριμένη μορφή που με αγγίζει βαθύτερα, οντολογικά, υπαρξιακά. Αμέσως μετά επιδιώκω να την προσεγγίσω. Να συναντηθώ μαζί της. Έτσι προσφέρομαι σε μία ετερότητα. Τουλάχιστον αυτό επιδιώκω, μέχρι να το καταφέρω.
Κι εδώ ξεκινάει το πιο ενδιαφέρον παιχνίδι. Η ανταλλαγή βλεμμάτων. Γνωρίζω πως φτωχαίνει ο λόγος μου με την περιγραφική όντως σκιά των λέξεων που αδύναμες απέναντι στο βίωμα ως ουσία, προσπαθούν να περιγράψουν το αμύητο μυστήριο της ανταλλαγής αυτής που κυριολεκτικά σε λιώνει και σε κινεί στον εαυτό του άλλου, υπό το βλέμμα του άλλου. Κοιτώντας εκείνη κι εκείνη κοιτώντας εμένα, και επιδιώκοντας την ένταση και τη διάρκεια αυτού του κοιτάγματος, τόσο ο ίδιος όσο κι εκείνη, εκείνη τη στιγμή βιώνουμε (αρχίζει η χρήση του πληθυντικού αριθμού) αντίστοιχες καταστάσεις. Το «εγώ» διατείνεται στο «εσύ» και δημιουργούμε μία νέα συνάντηση, ένα κοινό σημείο επαφών, αυτό του «εμείς».
Να λοιπόν που έρχεται και η συνάντηση. Αυτή η επιθυμία μου, να πλησιάσω το βλέμμα της, την ομορφιά της, να δω τα μάτια της, να αιχμαλωτίσω την κίνηση της, να νιώσω την εκφραστική της διάθεση, να την αγγίξω, να την φιλήσω, να την κρατήσω μέσα μου, στην ουσία να κρατήσω την ψυχή της στην αγκαλιά μου, να την αισθανθώ. Έτσι αρχίζει η γνωριμία. Οι συναντήσεις, οι συζητήσεις και οι επαληθεύσεις. Ο καθένας μέσα από αυτές τις επαληθεύσεις επιδιώκει την προσωπική του επιβεβαίωση. Κι αυτό είναι το υπέρτερο των μέχρι τώρα συμβάντων στη γνωριμία αυτή. Για να «υπάρχω» και να έχω νόημα για τη δική μου προσωπική ιδιοσυγκρασία, είναι ανάγκη να μου το επιβεβαιώσεις.
Αυτό προσέξτε, δεν είναι μία πτυχή του εγωκεντρισμού μου, ο οποίος διαρκώς απαιτεί και διψά για κυριαρχία στον εαυτό μου που πρέπει να τον ερωτευθούν, να τον αγαπήσουν και να τον οικειώσουν στο σώμα της ως το επέκεινα της φυγής προς την ετερότητα. Είναι μία αναζήτηση για το τι «είμαι» και τι μπορώ να γίνω. Ο καθένας λοιπόν ρίχνεται στο παιχνίδι της επιβεβαίωσης των αρχικών συναισθημάτων που δημιούργησε η συνάντηση των βλεμμάτων , αυτό το γλυκό κι επίμονο κοίταγμα που μόνο ευχαριστιακή αναστάτωση προκαλεί, αφού έχει την ικανότητα να φέρει τον άλλον μέσα μου. Ενδόμυχα και αποκαλυπτικά.
Σιγά σιγά αναπτύσσεται μία σχέση. Η γυναίκα συμφωνεί με όσα ένιωσε για μένα, κι εγώ για όσα ένιωσα για εκείνη. Αφήνουμε σιγά σιγά τους εαυτούς μας και πλησιάζουμε σε μία νέα κατάσταση που δημιουργείται από αυτή τη συνάντηση, που έγινε με τη σειρά της συναντήσεις κ.ο.κ. Ο καθένας ολοένα και συναντά στον άλλον φανερά και κρυφά στοιχεία του εαυτού του που τον ενδιαφέρουν και τον θέλγουν. Ο ένας αποτείνεται στην ύπαρξη του άλλου. Κι εκεί στη χαρά του έρωτα, του πόθου να υπάρχω στον άλλον και να υπάρχει με τη σειρά του σε μένα, ξυπνάει αναπόφευκτα θα έλεγα το στοιχείο του φόβου.
Αρχίζω να φοβάμαι, να συνειδητοποιώ πως θα ισορροπήσω και ανταποκριθώ στο κάλεσμα του άλλου και στη νέα αυτή κατάσταση. Μέσα μου δημιουργείται ένας πειρασμός. Εκείνος της οπισθοχώρησης. Πρόκειται λοιπόν για μία εύλογη συνειδησιακή αφύπνιση που υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους με αίσθηση. Ζώντας λοιπόν στην κατάσταση που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε, τώρα ερχόμαστε ενώπιον μιας αλήθειας που αγνοήσαμε ή δεν θέλαμε να δεχτούμε. Και το τελευταίο, το να αρνηθούμε να τη δεχτούμε είναι εγωπαθές και μόνο συντριβή και διάλυση μπορεί να φέρει και να «εγκαινιάσει» το τέλος της εξελικτικής αυτής συνάντησης και κοινής πορείας.
Αρχίζω να φοβάμαι και το «εμείς» είναι κάτι που δεν θεωρώ πλέον δεδομένο. Είμαι δυστυχώς στα πρόθυρα των λαθών μου. Μα περισσότερο είμαι λίγο πριν από τον άλλο μου εαυτό. Αυτόν που προσπαθεί να ικανοποιεί αυτή την ένταση της συνάντησης μαζί της και από την άλλη να προσπαθεί με αγωνία να απομακρύνει το φόβο που αρχίζει πλέον να δημιουργείται.
Και ποιος είναι αυτός ο φόβος; Είναι αυτός που εντοπίζει σε ένα ζευγάρι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης «Όταν ο σύζυγος κοιτάξει το αγαπημένο του πρόσωπο, του έρχεται ταυτόχρονα και ο φόβος του χωρισμού. Όταν ακούσει τη γλυκειά φωνή, η σκέψη έρχεται στο νου ότι κάποτε δεν θα την ακούει». Αυτή η ένωση λοιπόν με τη γυναίκα με τρομάζει, αρχίζω και συνειδητοποιώ πως εύκολα μία μέρα μπορεί να μην υπάρχει. Κι ενώ δεν θέλω να την χάσω και θέλω να την ζω, αγγίζω κι ερωτεύομαι, αντί να προσπαθήσω να διαγνώσω που μπορεί να ωφείλεται αυτή η φοβία και πως μπορώ να την αντιμετωπίσω, αρχίζω και κάνω το ένα λάθος μετά το άλλο.
Και τότε είναι που απομακρύνομαι από το σημείο της κοινής μας συνάντησης, αυτό που ονομάσαμε πιο πριν «εμείς» και κλείνομαι στον εαυτό μου. Δηλαδή βαθιά μέσα μου, με οδύνη και πόνο ψυχής που συγκεντρώνεται στην αδυναμία μου να συνυπάρξω με τον άλλον και εκδηλώνεται ως επιστροφή στον εγωκεντρισμό μου.
Έτσι νιώθω να απειλούμαι. Φοβάμαι. Κλείνομαι. Πώς θα καταφέρω να αντιμετωπίσω τη νέα κατάσταση που δημιούργησα, αφού δραπέτευσα από το «εμείς»; Και πάλι μόνος. Κυριευμένος πλέον από οδύνη και όχι από ηδονή για τον άλλον. Η μόνη ηδονή είναι να προστατέψω τον εαυτό μου από τις φοβίες που μπορεί να δημιουργήσει ένας πιθανός χωρισμός στο μέλλον.
Φοβάμαι πως μία μέρα θα χάσω αυτά τα όμορφα στοιχεία του άλλου, τρέχω να καλύψω τις οποιεσδήποτε διαφορές (ηλικιακές, χαρακτήρων κ.ο.κ.) μεταξύ μας και μπροστά στο φόβο ότι θα χάσω τον δικό μου εαυτό από αυτή τη συνάντηση (αυτό δείχνει ότι στην ουσία δεν ενδιαφέρομαι για τη γυναίκα), οπισθοχωρώ και σβήνω το «εμείς» που μαζί δημιουργήσαμε. Και το ανόητο και δυσάρεστο είναι ότι το σβήνω μόνος μου και για εκείνη. Σαν αν το δημιούργησα μόνος μου, σαν να το τροφοδότησα με τις δικές μου δυνάμεις και στην πραγματικότητα λειτουργώ υπό αυτές τις συνθήκες σαν να μην υπάρχει η γυναίκα αυτή για μένα και να μην διαδραμάτισε κανέναν ρόλο στη γέννηση και επιβίωση του «εμείς».
Η δυνατότητα μείωσης του φόβου έχει να κάνει με το πώς τοποθετώ τον εαυτό μου στον κόσμο μου και στον κόσμο των άλλων. Ως άνθρωπος και ως κοινωνία. Από τη μία σκέφτομαι και λέω: «Επιθυμώ να συνεχίσω μαζί της, να την ζω στη ζωή μου, να με ζει στη ζωή της, να τη νιώθω μέσα μου κι εκείνη το ίδιο, αλλά διστάζω να συνεχίσω γιατί το τέλος όλων αυτών με τα οποία έχτισα την ψυχολογία μου, τη διάθεση ή ακόμη και τον χαρακτήρα μου, με τρομάζει και αν τελειώσουν όλα, τότε θα πάψω να ‘’υπάρχω’’».
Αδύναμος πλέον τι κάνω; Αρχίζω και επιτίθεμαι στη γυναίκα. Πιστεύω πως έτσι προφυλάσσω τον εαυτό μου και «βγαίνοντας» από πάνω, πιστεύω πως θα καλύψω την αδυναμία μου. Στην ουσία τι κάνω; Θέλω να πονέσει η γυναίκα, για να μην πονέσω ο ίδιος. Δεν είμαι πλέον ο εαυτός μου (ή βγάζω τον αληθινό εαυτό μου ή ακόμη και ανακαλύπτω το ποιος είμαι). Είμαι και γίνομαι πλέον οι φοβίες μου. Το «εμείς» με γοητεύει, αλλά είμαι ανίκανος να ανταποκριθώ γιατί οι φοβίες και το άγνωστο, αυτό το μη δεδομένο (το οποίο στις σχέσεις έχει και τη δημιουργική του πλευρά, γιατί ως μη δεδομένο σε κάνει να αγωνίζεσαι κάθε μέρα για να χτίζεις τη σχέση αυτή – αλλά ποιος μένει σ’ αυτή την πλευρά;-), με τρομάζει και με κάνει να ανακαλύπτω πως ξαφνικά μία μέρα θα έρθει ο χωρισμός.
Φόβος, χαρά, συνάντηση. Ποτέ και τίποτε δεν θεωρείται δεδομένο. Ο φόβος υποδέχεται τη χαρά, η χαρά το φόβο και η συνάντηση επαληθεύει τη ζωηρή εναλλαγή των συναισθημάτων. Συναισθημάτων που σε τοποθετούν απέναντι στον εαυτό σου. Βλέπεις τι γίνεσαι. Βλέπεις τι ήσουν. Βλέπεις τι είσαι. Βλέπεις τι δεν είσαι. Βλέπεις τον άλλον σε σένα. Ο άλλο σε βλέπει σ’ εκείνον. Και οι δύο τώρα αρχίζετε να βλέπετε ο ένας τον άλλον στον εαυτό του. Αυτή η τοποθέτηση εντός του εαυτού κι εκτός του εαυτού. Αυτή η συνάντηση έξω από τον εαυτό μου στον άλλον. Σ’ εκείνον που δεν είναι εγώ και που δεν είμαι εκείνος. Ποιος είπε πως δεν μπορώ να γίνω εκείνος κι εκείνος εγώ;
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος