Φασούλας : Με το ξεκίνημα του μήνα προς χάρη του, προς χάρη της ελπίδας και προ χάρη των φίλων μου

Για το καλό του μήνα Οκτώβρη, τούτο αφιέρωμα, για τις φίλες και φίλους, στον κάθε λόγιο, στοχαστή και οραματιστεί, αν μπορεί κανείς να ομιλεί για κάτι τέτοιο, στα μέλη και φίλους της ΕΕΣΛΠΗ και στους αειθαλείς συνοδοιπόρους της ελπίδας.

Στο ξεκίνημα του Οκτώβρη, του «άρχοντα» του φθινοπώρου, ανάμεσα από την νοσταλγία και την ελπίδα, μια ελπίδα που σαν τα χρυσοπόρφυρα φύλλα του φθινοπώρου πέφτει και χάνεται περιμένοντας μια άλλη…, όμοια σαν την φετινή…, που δεν έφερε μήτε στο όνειρο, αυτό το όνειρο που των ανθρώπων εφήμερο καρτερούσε… Ίσως όταν γελάς δεν διακρίνεις ότι είναι πολυτέλεια. Και το που χαμογελάς είναι στοχασμοί παλιάς εποχής. Όμως, το να προσποιείσαι πως όλα βαίνουν καλώς και χαμογελάς, παραβαίνεις τα όρια της σημερινής πραγματικότητας, αυτή που ο ίδιος-ίδια έχεις φτιάξει. Οι «αντιπαραθέσεις» του μέσα σου με το έξω σου…, που τάχα λες πως συχνά αντιμετωπίζεις και προσπαθείς…, είναι στοιχεία ματαιοπονίας· πρόχειρου συμβιβασμού υποχώρησης. Η μεταφορά σου στον αστερισμό του γέλιου προϋποθέτει, επίσης, τη μεταφορά των αντιπαραθέσεών σου στο χώρο των κοινωνικών συγκρούσεων. Εκεί που βρίσκεσαι. Μόνο τότε η μελαγχολία σου (κλείσιμο ψυχής), το μάταιο και η «φυγή» σε στοχασμούς, θα αντικατασταθεί από ζωντανό χαμόγελο!!! Ίσως, τότε, όταν γελάς, η ελπίδα δει το γέλιο σου και γελάσει μαζί σου…

Χρυσοπόρφυρο φθινοπώρι με τα ποτάμια που θα φουσκώσουν και θα μουγκρίσουν. Με τα φύλλα, που το καθένα, καθώς πέφτουν, αφήνουν ξεχασμένα μελαγχολικά παράπονα, σαν την παρθένα που κι αυτή τη χρονιά δεν φιλήθηκε. Έτσι και η μελαγχολία φέρνει και μια νοσταλγία, που αντιστέκεται στο κλείσιμο των φωτεινών παραθύρων της ψυχής· κι εκεί κλείνει σφιχτά μέσα τους την αισιοδοξία και την ελπίδα που κρατάνε το αμυδρό φως. Εκεί και η θεά της ανάμνησης παίρνει τη θέση της και μαζί με τη θεά προσδοκία, προσδοκούν. Προσδοκούν τον ερχομό και το γρήγορο πέρασμα του χειμώνα, που θα φέρει την άνοιξη, με τις φεγγαρόλουστες νύχτες και τις μελωδικές φωνές της και κοντά θα φέρει το καλοκαίρι με τις δικές του χαρές, τα πανηγύρια και τα ξεφαντώματά του. Ένας ολόκληρος κύκλος του φυσικού μεγαλείου και της ζωής. Ένας κύκλος, που στις μυλόπετρές του, μαζί με τα χρόνια, τρίβονται και τα ανθρώπινα χρόνια, η ζ ω ή , για να συνεχίσει κάπου αλλού το έργο της.

Με το ξεκίνημα του μήνα προς χάρη του, προς χάρη της ελπίδας και προ χάρη των φίλων μου,
με ποιήματα από το μυθιστόρημα «Μαρίνα»

 

Στο παγκάκι της πλατείας

Αχ! Εσύ παγκάκι τυχερό κι εσύ γλυκιά πλατεία
να ξέρατε, πόσο πολύ μου δώσατε χαρά και ευτυχία!
Που νόμισα, για μια στιγμή, πως με περιγελάτε
και μιας κοπέλας την καρδιά άδικα τυραννάτε

Κι εσείς δέντρα που ρίχνατε, αραιά και πού τα φύλλα
πώς νόμισα, η άμοιρη, πως έρχονταν μαυρίλα
κι εσάς πουλάκια, θάρρεψα, δε βγάζατε λαλιά
ω πόσο πολύ υπόφερα, βαθιά μες στην καρδιά!

Να ’σαι καλά, παγκάκι μου, μου έφερες την τύχη
κι εσείς δεντράκια και πουλιά ανοίξατε τα τοίχοι
όπου μέσα τους είχανε κλεισμένη την ελπίδα
και τον καλό μου φέρατε σαν πύρινη αχτίδα.

Κοντά σας θα ’ρχομαι συχνά να λέω τα μυστικά μου
και όμορφα και άσχημα που θα δεχτεί η καρδία μου
μα πιο πολύ θα τραγουδώ εδώ τον έρωτά μου
αυτόν που τώρα γνώρισα και βρίσκεται κοντά μου…

 

Τα κρίνα της καρδιάς μου

Λουλούδι αγνό στα λούλουδα
σκόρπα τη μυρουδιά σου
τον κήπο τον απάτητο
δώσε στον άρχοντά σου

Ω συ καλέ μου κι ακριβέ
κι άρχοντα γαλανέ μου
για σε ανθάκια μάζεψα
και κρίνα απ’ την καρδιά μου

Άλλα μιλούν για έρωτα,
άλλα μιλούν γι’ αγάπη
και τα ρωτώ, ποιο απ’ τα δυο
λάβωσε την καρδιά μου

Έλα, έλα άρχοντά μου
μες στον κήπο της καρδιάς μου
στην αγκάλη σου να γείρω
κι απ’ αγάπη να μεθύσω

Κι αυτά όλα ανοίξανε
τα ροδοπέταλά τους
και μ’ έλουσαν μ’ αρώματα
παρθενικά και χάδια

Η αγάπη είναι ο έρωτας
κι ο έρωτας η αγάπη,
με λένε και με σκέπασαν
με κρίνα και στεφάνια

Τα λούλουδά σου ωρίμασαν
καιρός να τα χαρίσεις
μην τα κρατήσεις στη σκιά
κι άδικα χαραμίσεις

Λουλούδι αγνό στα λούλουδα
σκόρπα τη μυρουδιά σου
τον κήπο τον απάτητο
δώσε στον άρχοντά σου

Στης νιότης σου το άστραμμα
τη δίψα του να σβήσει
κει την αγάπη θε να βρεις,
του έρωτα τη γλύκα

Αυτά μου είπανε, για σε
λούλουδα και μπουμπούκια
καθώς στον κήπο μάζευα
τα πιο ακριβά μου κρίνα

Έλα, έλα άρχοντά μου
μες στον κήπο της καρδιάς μου
στην αγκάλη σου να γείρω
κι απ’ αγάπη να μεθύσω

Έλα, έλα ακριβέ μου
μες στον κήπο μου να ζήσεις
την καρδιά μου θα σου στρώσω
κρεβατάκι να ξαπλώσεις

 

Της αγάπης

Πως θα’ θελα, μανούλα μου, τη μοίρα μου να αδράξω
απ’ τα μαλλιά, και να της πω, με δύναμη να κράξω
όσα κι αν έχεις μυστικά, που ορίζουν το στρατί μου
όσα κι αν έχεις βάσανα, που σκιάζουν τη ζωή μου

Δείξε τα όλα, μοίρα μου, για μένα τι έχεις γράψει
μύριες φορές σαν ορφανή, πόσο δεν έχω κλάψει!
Κάτι θα έχεις και για με, ω μοίρα μου, γραμμένη
κάτι καλό και ακριβό, ν’ ανοίγει την καημένη

Μέσα στα σπλάχνα την καρδιά, που όλο ψυχοραγίζει
και ψάχνει, ψάχνει αδιάκοπα, τα φύλλα της γυρίζει
μήπως και κάπου έκρυψες και τη δική μου αγάπη
ω μοίρα μου, βοήθα με, να βρω κι εγώ μια άκρη

Σα να θαρρώ, μανούλα μου, τη μοίρα μου να φέρει
το ταίρι μου, που αγαπώ και έχω υποφέρει
ο κήπος μου τον καρτερά με κρίνους ανθισμένους
με λούλουδα, τριαντάφυλλα και λόφους μυρωμένους

Στρωσίδια του ’χω το κορμί κι όλο τ’ άρωμά μου
και γι’ απανωσκέπασμα, τ’ άπλωσα την καρδιά μου
μη μου κρυώσει, ο καλός, καθώς θα μ’ αγκαλιάζει
και τούτος ο παράδεισος, μαζί μας θα στενάζει

Έλα, καλέ μου κι ακριβέ, που όλο σε καρτεράω
αβάσταχτη η αγάπη μου και άδικα πονάω
έλα να ’γιανεις την καρδιά, που η δόλια σπαρταράει
τραγούδια λέει στον ύπνο της, τραγούδια σαν ξυπνάει…

 

Χωριατοπούλα

Τι σ’ έφερε στη στράτα μου, κορίτσι του χωριού;
Και μ’ αναστάτωσες με μιας, καρδιά, ψυχή και νου;
Κόρη νεράιδας να ’σουνα, μάγισσας ή γοργόνας,
Μούσας, θεάς, βασίλισσας, χρυσός σιτοβολώνας
Πάλι κάτι θα σου ’λειπε…μα εσύ τα έχεις όλα.

Θαρρώ πως έχεις μέσα σου βουνό από πετράδι
Το χαμογέλι σου, γλυκό, κι αστράφτει σαν διαμάντι
Κι η ματιά, σαν με κοιτάς, καίει τα σωθικά μου
Τα μελωμένα λόγια σου, γλυκαίνουν τα μυαλά μου
Ω συ, χωριατοπούλα μου, τι σε ’φερε κοντά μου;

Ποιον άνεμο να πάω να βρω, να τον ευχαριστήσω;
Και ποια λιαχτίδα πύρινη, να τρέξω, να υμνήσω;
Ποιο φεγγαρόφως φωτεινό με τα ασημικά του
Σε έντυσε σαν άστρο του, σαν αγαπητικιά του
Και άστραψε η στράτα σου κι ήρθες εδώ κοντά μου;

Μην πέσουνε σε μαρασμό κάμποι, βουνά, ραχούλες;
Και τα λαγκάδια, οι ρεματιές, του κάμπου οι κυρούλες;
Πώς θάν’ τ’ αγόρια του χωριού, μην θα μοιρολογάνε;
Θα ’χει η νύχτα ξαστεριά, πουλιά θα τραγουδάνε;
Ω συ, χωριατοπούλα μου, μου ’φερες τη χαρά μου

Μα να, θαρρώ, δεν γίνεται τίποτα από αυτά
Ευχές, ακούω γύρα μου, να ζήσουμε καλά
Τραγουδιστά ακούγεται τ’ αγέρι με μαγεία
Κι ο ήλιος τις αχτίδες τις ρίχνει με λατρεία
Ω συ, χωριατοπούλα μου, μου ’φερες ευτυχία…»

 

Η πόρνη

…Ώρα είναι για δουλειά, μάγκες μου
Πέρνα αύριο τέτοια ώρα μικρέ μου
Πού ξέρεις! Μπορεί να κάνουμε τα μισά απ’ όσα είπαμε
Αν είσαι κούκλος, όπως φαίνεσαι,
μην τρομάζεις στα σκοτάδια
Καμιά φορά φωτίζουν περισσότερο απ’ της ημέρας τα φώτα
Στο άσχημο μπορείς να δεις και να βρεις το όμορφο, το καλό ή και το τέλειο
Και στο όμορφο θα βρεις και θα ζήσεις το χάος, τη βρωμιά και τον όλεθρο
Αυτή είναι η ζωή• κύμα αυτή, ναυαγός εσύ
Αγκαλιάζεις το κύμα να σε βγάλει έξω
Κι αυτό ή θα σε πνίξει διασκεδάζοντας
ή με άχτι θα σε πετάξει στο βράχο και θα σε λιώσει
Αυτή είναι η ζωή, φίλε
Την αγκαλιάζεις σαν πιστή ερωμένη ή την απορρίπτεις
Κι ό,τι προκύψει
Για μένα η ζωή, έχει αγκάθια, παγίδες, γκρεμούς
Και με κομμένα όλα τα γεφύρια μπρος, πλάι μου, πίσω
Η ψυχή συγκρούεται με τη σάρκα, που δεν ορίζω
Δεν υπάρχει παρά μόνο ο μονόδρομος
Αυτός που ακολουθώ αυτή τη στιγμή
Ε εσείς νέα παιδιά, βλαστάρια,
πριν την αγκαλιάσετε αφουγκραστείτε την
Τότε μόνον θα την κερδίσετε…

 

Η θειά μου Πελαγία

«Ε βρε, θειά μου, Πελαγία, ξεπερνάς την Παναγία
θηλυκότατη και λάμπεις, σαν μαγιάτικο φεγγάρι
όσο πας και ομορφαίνεις, τον ντουνιά όλον τρελαίνεις
νιους και γέροντες μαγεύεις, με τα κάλλη σου παιδεύεις,
να παραμιλούν, οι δόλιοι και τη μοίρα προσκυνούν
μια γυναίκα να τους φέρει, σαν εσέ παρακαλούν

Ε βρε, θειά μου, σαν λαμπάδα, είναι η κορμοστασιά σου
το χαμόγελό σου αύρα, καταρράκτης πρωινός
και ο ήλιος σαν σε βλέπει στέκετε στοχαστικός
τα μαλλάκια σου χρυσώνει και τα χείλη σε πυρώνει
θέρμη να ’χουνε και γλύκα σαν το μέλι του αγρού
Ε βρε, θειά μου, τι ατυχία, να σου είμαι ανεψιός»

Ε βρε, Μίνα μου, τι ατυχία, να σου είμαι ένας θειός
Εεε! Γλυκόκορη! Ατυχία να σου είμαι ένα θειός

 

 Ο κεραυνός κι η αστραπή

«Τι κι αν είμαι κεραυνός κι όλο βροντώ και καίω
στη γη που κλαίει και πονά και που με καρτερεί
μαζί της να αγαπηθώ και πάνω της να λιώσω,
έτσι και τώρα, αστραπή, το άστραμμα που μου ’στειλες,
τρέχω για σε κι αγωνιώ, προτού στη στράτα λιώσω

Ψάχνω, ρωτώ τον άνεμο μην σ’ είδε, πού να είσαι
κι αυτόν τον ήλιο, που γοργά τρέχει για να κρυφτεί
τα μαύρα σύννεφα, που ακουμπούν τρομαχτικά στη γη
ρωτώ τους κάμπους, τα βουνά, χωριά και πολιτείες
και τους ανθρώπους που ριγούν απ’ τα βροντήματά μου

Κανείς δεν μ’ αποκρίνεται, κανείς δε με κοιτάζει
κι όλο ρωτώ και χάνομαι στα ύψη και στα βάθη
και βρίσκομαι ολομόναχος στον ουρανό, στη γη
ψάχνω, φωνάζω, οδύρομαι, πού τρέχεις, δε σε φτάνω
ω συ, ασημοφορούσα μου, δείξε μου την τροχιά σου

Για μια στιγμή, ενόμισα ότι φάνηκες ανάμεσα σε σπίτια
Απόρησα στ’ αληθινά, πάρα πολύ, τι τάχα θες εκεί;
Ξαναμαζεύω με τη μια, κρότο, φωτιά που είχανε χαθεί
κι ανοίγω χέρια και ψυχή και παίρνω τη μορφή μου
κοντά σου να αγκαλιαστώ, μ’ εσένα, αστραπή μου

Βροντώ, λιώνω και χώνομαι στα σπίτια τα ψηλά
κι ακούω υστερικές φωνές να ξεστομούν κατάρες,
ανάθεμα, βρε κεραυνέ, τι θέλεις και βροντάς
βρήκες τον τόπο, άχαρε, τ’ ατσάλι σου να ρίξεις,
με συγχωράτε, άνθρωποι, δεν ήτανε για σας

Πάλι αυτή ασήμωσε, πέρα μακριά τη δύση
πέφτω βαριά στην αμμουδιά, βουνά σηκώνω άμμο
μα ως πού να φτάσω ο άμοιρος, άλλαξε τη μεριά
κι όπως κοιτάζω για να δω πως είχα αστοχήσει
πέρα τη βλέπω στα βουνά, χορεύει και γελά

Ρίχνω το βάρος κατά κει κι ανάβει ένα δάσος
φωνές πουλιών και ζωντανών, ακούω κι ανατριχιάζω
κι ένας τσοπάνος που ’κρυψε τα ζα του σε σπηλιά
άγρια σ’ εμένα φώναζε κουνώντας το σουγιά,
φύγε από δω, κι ανάθεμα σ’ δε βλέπεις που βαράς;

Και πάλι συνειδητοποιώ τη μαύρη μου ατυχία
μαύρα πουλιά, μου πέταξαν τα τρομαγμένα «κρα» τους
κι όπως τα κοίταξα λοξά, άκουσα να μου λένε,
όχου, καημένε, και μη σκας, η αγάπη σου πια εχάθη
μες στη ζωή, η αστραπή, ψάχνει καινούργιο ταίρι …»

 

Η αναμονή της μητέρας

Σάρκα της σάρκας μου μ’ ακούς, πως λαχταρώ για σένα
κι όλες τις νύχτες μοναχή να τραγουδώ για ένα
μεράκι μου και όνειρο το κλάμα σου ν’ ακούσω
και μες στην αγκαλίτσα μου με δάκρυα να σε λούσω.

Ω τι χαρά, αχ! να ’ξερες, μου φέρνεις στη ζωή μου!
Ω τι χαρά με κέρασες, εσύ γλυκό παιδί μου!
Φτερά αγγέλου φύτρωσαν απάνω μου στις πλάτες
μαζί πετάμε ολημερίς, τρέχουμε σαν διαβάτες

Το χάδι του πατέρα σου, πάνω σου ν’ ακουμπήσει
στάλα να αντλήσει τη χαρά, τα χείλη να δροσίσει
όπου του λείπουμε κι οι δυο και τρέμει η ψυχή του
και στις γραφές του μου μιλά, πως γέμισε η ζωή του

Κι εγώ του γράφω, υπομονή, έχε εσύ ακριβέ μου
λίγο καιρό και θα χαρείς μια κόρη, γαλανέ μου
ρούσα, θαρρώ, στα σπλάχνα μου, ακούω τη φωνή της
τα μάτια σου στα μάτια της, δική σου η μορφή της.

Γρήγορα φτάνει ο καιρός και θα σε καρτερούμε
δυο αγκαλιές και δυο καρδιές για σε θα τραγουδούμε
ω τι χαρά, αντρούλη μου, που νιώθω για τους δυο μας
που θα μας δώσει ο ερχομός, του γαλανού μωρού μας…

 

Αχ! Χαρά μου, χαρά

Αχ! Χαρά μου, χαρά
Κόρη μου, ρούσα, γαλανή, αχ να ’ξερες πώς νιώθω!
Και τι χαρά, αστέρι μου, στα στήθια μου που έχω!
Όπως τα πέλαγα που χύνονται στων αμμουδιών αγκάλες
Όπως ο ήλιος που σκορπά τη χρυσαφένια λάμψη
Σαν τη σελήνη που κερνά τ’ ασήμι της σε ουρανό και γη
Ναι! Νιώθω σαν άνεμος π’ αγγίζει των κοριτσιών κορμιά
Σαν τη βροχή που απορροφά την αύρα της η γη
Σαν το αρνάκι που στης μάνας του το στήθος της βυζαίνει
Σαν ρόδο καταπόρφυρο, σαν κρίνος, σαν πουλί
Σαν μέλισσας το βόμβισμα, το μέλι μου να στάζει
Κι όλα μου δίνουνε χαρά, δύναμη και αντοχή

Αχ! Χαρά μου, χαρά, κόρη μου, γαλανή
Η γαλατένια ανάσα σου, μύρωμα της ζωής
Και η ματιά σου ουράνια, άστραμμα της ψυχής
Στο χέρι σου θαρρώ τον κόσμο όλο κρατάς
Μοίρες χαράς, μοίρες ζωής, θωρώ στο πρόσωπό σου
Κι εμέ και τον πατέρα σου, σαν φάρος μας φωτίζεις
Να ’ναι απαλό το διάβα σου γιομάτο από αρμονία
Και να σου δώσει τη χαρά, αγάπη, ευτυχία.

Ω συ χαρά μου, κόρη μου, ρούσα μου, τρυφερή
Πολλά τραγούδια θα σου πω μέχρι να μεγαλώσεις
Μύριες ευχές θα λογιστώ, σαν μάνα να τις έχεις
Μόνο αγάπη να κρατάς, πάντα να ’χεις να δώσεις
Θα ’ρθει στιγμή, θα χρειαστεί, σε κάποιο ηλιοβασίλεμα
πα στ’ άσπρα μαλλιά μας σταλιά κι εσύ να δώσεις.

Έλα, γλυκό αγγελούδι μου, να στείλεις την αγάπη
Πα στο χαρτί να κάνουμε το όμορφο χεράκι
Του πατερούλη μοναξιά να διώξουμε λιγάκι
Ω τι χαρά θα νιώσει εκεί, θαρρώ φτερά θα βγάλει
Της ρούσας μας χεράκι θα τρέξει να αρπάξει

Τώρα γλυκά να κοιμηθείς κι εγώ ο άγγελός σου
Μούσες να ’ρθουν στον ύπνο σου για να σε τραγουδήσουν
Στα όνειρά σου τα γλυκά θα ’ρθει κι ο πατερούλης
Κι αντάμα θα ’μαστε κι οι δυο και θα σε νανουρίζω
Αχ! Χαρά μου, χαρά…

 

Η μικρή κόρη

-Αγγελουδάκι μου γλυκό, του παραδείσου κόρη
στολίδι είσαι της καρδιάς και φάρος μες στο σκότος
είσαι ο ανθός της φαμελιάς, ξανθή και γαλανή μας
δύναμη τα γελάκια σου, ελπίδα της ζωής μας

Και τα λογάκια σου σαν λες, φτάνουν σαν μελωδίες
μέσα τα φύλλα της καρδιάς, με μιας μας τα ανοίγεις
την παγωνιά και μοναξιά τη διώχνεις και γεμίζεις
από χαρά εμάς τους δυο, που άφθονα σκορπίζεις

Ω τι χαρά, τι αντοχή, θα πάρει η μανούλα!
Όταν σε δει πως τράνεψες, θα κλαίει σαν παιδούλα
όταν σ’ ακούσει να μιλάς, γλυκά το όνομά της
το γέλιο της θα ξαναρθεί, θα στυλωθεί η καρδιά της

Μέσα απ’ τα ξένα, μάτια μου, κι εσύ πια μεγαλώνεις
και τρίβεσαι με βάσανα, που τώρα δεν τα νιώθεις
όταν ρωτάς κι αναζητάς, η μάνα να σου φέρει
το γάλα και στην αγκαλιά λογάκια να σου λέει.

Σαν το θεριό ο πόνος μου το είναι μου σπαράζει
σαν λείπε η μάνα απ’ το παιδί, όλη η γη χλομιάζει
το ρόλο της πήρα, εγώ για σένα ξενυχτάω
και όλες τις ανάσες σου, τις νύχτες μου μετράω

Στον ύπνο σου πολλές φορές τη μάνα σου φωνάζεις,
πότε γελάς και πότε κλαις και πότε αναστενάζεις
κι άλλοτε τα χεράκια σου ανοίγεις να την πιάσεις
στα όνειρά σου η μάνα σου, είναι πάντα κοντά σου

Ω τι χαρά, τι αντοχή, θα πάρει η μανούλα
ώρες μας μένουν, θησαυρέ, και φτάνει η αυγούλα
εσύ, αυτή κι εγώ πάλι θα ενωθούμε
σε μια αγκαλιά θα σμίξουμε και δεν θα χωριστούμε…

 

Η βροχή

Ω συ βροχή, που τώρα άρχισες και πέφτεις σιγανά
το πέσιμό σου το αργό, θαρρώ, παράπονο είναι τρανό
παράξενο ακούγεται, το κλάμα σου, μου φέρνει ηρεμία
δένδρα κουρνιάζουν γύρω μου, πέφτουνε στη σιγή
σπίτια, ζώα και άνθρωποι σιωπούν και ηρεμούν

Αν είναι μέρα ο ήλιος μας σ’ αφήνει να χυθείς
και αν νύχτα πέσεις, φεγγαρόλουστη, γιομάτη από φωνές
μαζεύει τ’ ασημένια της, τα μαύρα της φορά
κι από τα κοιμητήρια βγαίνουνε μυριάδες οι ψυχές

τις σκόνες τους να πλύνουνε και να σε ευλογούν
βροχή γλυκιά, απαλή και αύρα της ψυχής εσένα να υμνούν

Ω συ βροχή απαλή, που πέφτεις και λιώνεις τη σιγή μου
αυτή, που λένε μοναξιά, ποτέ δεν την μπορούμε
μαζί σου αγκαλιάζομαι και γίνομαι βροχή
κι όλα μου τα παράπονα στο αργό σου κλάμα λέω
κι η πονεμένη μου καρδιά στο κλάμα σου ανοίγει

Και όπως τ’ αργά ρυάκια σου που άρχισαν να τρέχουν
σέρνουν και φύλλα γέρικα, σάπια απ’ την πολυκαιρία
και τα δικά μου δάκρυα μπλέκονται μες στα φύλλα
μ’ αυτά γκρεμίζονται και ξεκολλούν τα φύλλα της καρδιάς
που δε μπορούν ν’ αντέξουνε στη μαύρη καταχνιά

Με το γλυκό σου νανούρισμα φτιάχνω κι εγώ αυλάκια
για σκέψου, συλλογίζομαι, κλαίω εγώ, κλαις κι εσύ
πώς ταίριασε, Θεέ μου, να νιώσουμε τέτοια χαρά μαζί
και τρέχουν όλο πιο χονδρά τα δάκρυά μου και πολλά
και νιώθω μέσα όλα τα σωθικά μου να’ χουν μεταβληθεί
σαν κρουσταλλένια ρέματα που σβήνουν, καθαρίζουν
πόνους που κληρονόμησα απ’ της ζωής τους στίβους

Μες στους δικούς μου κι αδιάκοπους λυγμούς
χίλιοι σου ήλιοι άναψαν, με θάμπωσαν τα μάτια
μες στα δικά μου, αχ και βαχ, σκορπιέται τώρα ατσάλι
μες στους δικούς μου ποταμούς αδειάζεις καταρράκτες
μες τους καημούς τώρα κι εσύ πνίγεις και τους δικούς σου

Βρυχιέμαι εγώ, γερά ξερνάς εσύ, γίνεται κόλαση η γη
κι όλα μπήκαν στη γραμμή, ουρλιάζουν τα ουράνια θεριά
και πιο πολύ ο άνεμος να σκούζει και να τρέχει
Όχου τι τα ’θελα τα δάκρυα κι αυτή τη συντροφιά σου
μαύρισε ο τόπος κι έγινε η μέρα πιο μαύρη κι απ’ το χάρο
κι εσύ βροχή αδιάκοπη, πεισματικά να πέφτεις
να παραβγείς, εθάρρεψα, στον πόνο και στο δάκρυ
και να μου λες ασίγαστα ότι κι εσύ έχεις παράπονα, ψυχή

Έλα βροχή μου να σου πω πόσο σε αγαπάω
κι άκου βροχή μου, άκουσε, πως μ’ έσκιαξες πολύ
ω συ, σε κράζω, που τώρα κλαίμε κι οι δυο μαζί
λάμπεις σα να ‘σαι χάρη, φωνάζεις και θυμίζεις

ω συ, σταμάτα σε παρακαλώ, δεν έχω δάκρυα άλλα
μήτε καημούς και χάθηκαν κι έσβησαν όλοι οι πόνοι
και άσε τα παράπονα να πάρουνε οι ποταμοί, παιδιά σου

Κρίμα βροχή μου να χαρείς, σταμάτησε το πείσμα
κι αν συνεχίσεις για στιγμές όλα θα τα χαλάσεις
μαζί και μένα το φτωχό, που είμαι ένας λάτρης
ποιος θα ‘ρθει να σε παρηγορεί όταν θα θες να κλάψεις;

 

Καλέσματα κι ευχές

Τούτο το καλοκαιράκι παντρεύουμε το Κατερινάκι
κι η χαρά είναι μεγάλη, η συγκίνηση, η τιμή
συμπεθερικά, κουμπάροι θα στολίσουν σαν λαμπρή,
τον Αυγερινό, την Πούλια που θα λάμψουν στη νυχτιά
τ’ ουρανού μύρια αστέρια θα πετούνε σαν πουλιά.

Ω τι μέρα έχω να ζήσω, τι χαρά ανείπωτη
κι ο πατέρας θα γιορτάζει με χορό τραγουδιστά
δάκρυα χαράς θα τρέξουν απ’ τα μάτια μας πολλά
και στα χείλη μας θα τρέχει η ευχή σαν τα νερά
κόρη μαργαριταρένια, λεβεντόγεννε γαμπρέ
τώρα πα στα γηρατειά μας, μας προσφέρεται χαρά.

Τρέξτε γείτονες, κουμπάροι, συμπεθέρια, συγγενείς
κι εσείς φίλοι αλαργινοί μας που ήσαστε πολύ μακριά
τη χαρά να μοιραστούμε, να γιορτάσουμε τρελά
τούτο το καλοκαιράκι τη δική μας τη χαρά
που εγγόνια θα μας φέρει κι η ζωή θα ζει ξανά.
. . .