Σαν σήμερα, 8 Απριλίου 1990, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος λαϊκός συνθέτης και υπέροχος άνθρωπος Απόστολος Καλδάρας, Θεσσαλός από τα Τρίκαλα. Με συγκίνηση θυμάμαι και θα αναφέρω πώς γνωρίστηκα και συνεργάστηκα μαζί του, γράψαμε σπουδαία τραγούδια που τραγούδησαν γνωστοί τραγουδιστές κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
Μόλις τελείωσα το Γυμνάσιο Καρδίτσας έγινα υπότροφος φοιτητής (ΙΚΥ) της φιλοσοφικής Αθηνών. Από μαθητής έγραφα ποιήματα και μάλιστα εξέδωσα και ποιητική συλλογή. Θέλησα να αξιοποιήσω τους στίχους μου και πήγαινα στο μπαρ των μουσικών, όπου σύχναζαν οι μουσικοί. Ως χωριατόπαιδο που ήμουν δεν υπολόγιζα ότι θα μου κλέψουν τους στίχους που τους έδειχνα. Όταν το πήρα είδηση, λυπήθηκα κι έπαψα να πηγαίνω στο μπαρ των μουσικών.
Μόνος μου, μια μέρα, με το θράσος της νιότης, 18-20 ετών, και με την πεποίθηση ότι γράφω καλούς στίχους, αποφάσισα να πάω στο σπίτι του να τον συναντήσω. Βρήκα τη διεύθυνσή του. Έμεινε τότε σ’ ένα διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας στην οδό Λαχανά, στην Κυψέλη. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας ήταν ένα μπακάλικο. Μπαίνω μέσα και ρωτάω σε ποιον όροφο μένει ο Απόστολος Καλδάρας. Έτυχε την ώρα εκείνη στο μπακάλικο να ψωνίζει η γυναίκα του, η κυρία Λούλα. Γνωρίστηκα μαζί της και της είπα ότι ήθελα να δω τον Απόστολο για να του δείξω στίχους μου.
– Θα ανέβω να τον ενημερώσω, μου λέει, περίμενε.
Σε λίγο ήλθε κι ανεβήκαμε μαζί στο διαμέρισμά τους. Ήταν ένα συνηθισμένο διαμέρισμα με λιτή διακόσμηση. Καθίσαμε σ’ έναν καναπέ δίπλα, δίπλα, τον ενημέρωσα ότι είμαι από την Καρδίτσα, ότι είμαι φοιτητής και μάλιστα υπότροφος. Το υπότροφος το χρησιμοποιούσα συχνά, γιατί έβλεπα ότι με πρόσεχαν περισσότερο σε όσα έλεγα και ζητούσα. Του ζήτησα να δει στίχους μου. Δέχτηκε να διαβάσει τους στίχους που του έφερα. Είχα μεγάλη αγωνία για το αποτέλεσμα, σα να έδινα εξετάσεις. Τον έβλεπα να τους διαβάζει με προσοχή. Τους διάβασε και μου λέει:
– Μικρέ μου είσαι πολύ δυνατή πένα, δεν ξέρεις ακόμα καλά τα μυστικά του
στίχου, θα σου κάνω μερικές υποδείξεις και είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρεις, γιατί και ταλέντο είσαι και ξέρεις και γράμματα, αφού είσαι υπότροφος της Φιλολογίας.
Θυμάμαι ακριβώς εκείνα τα λόγια του και τη σκηνή της συνάντησής μας σα να έγιναν χθες. Μου έκανε υποδείξεις πώς γράφονται οι στίχοι που προορίζονται για τραγούδι και συνεργαστήκαμε. Από τα τραγούδια μου ξεχώρισε το τραγούδι «Λες κι οργώνω μες στα βράχια». Επηρεασμένος από τη συμπεριφορά των άλλων μουσικών, ήμουν προβληματισμένος για το αν και το πότε ο Καλδάρας θα μελοποιούσε τους στίχους μου. Μετά από λίγες μέρες από τη συνάντησή μας, περνούσα έξω από το σπίτι του. Κατά τύχη συνάντησα στον δρόμο τη γυναίκα του, με φωνάζει:
– Δημήτρη, γιατί δεν ήλθες να ακούσεις το τραγούδι; μου λέει.
– Το μελοποίησε; τη ρωτάω με αγωνία.
– Ναι, μου λέει, και το έκανε πάρα πολύ ωραίο. Έλα πάμε σπίτι να το ακούσεις.
Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά τους. Πήρε ο Απόστολος την κιθάρα κι άρχισε να παίζει και να τραγουδά. Στην επωδό (ρεφρέν) τον συνόδευε η κυρία Λούλα. Τρελάθηκα από τη χαρά μου, γιατί άκουγα ένα εντυπωσιακό τραγούδι μελοποιημένο από έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες της εποχής, σε δικούς μου στίχους.
– Σου αρέσει; με ρωτάει ο Καλδάρας.
– Πάρα πολύ, κύριε Απόστολε, του λέω. Σ’ ευχαριστώ θερμά.
– Τώρα θα το δώσουμε σε κάποιον τραγουδιστή να το τραγουδήσει, μου λέει.
– Ποιος λες να το τραγουδήσει; τον ρωτώ.
– Ή ο Σταμάτης Κόκοτας ή η Βίκυ Μοσχολιού. Ποιον προτιμάς; Με ρωτά.
– Είναι και οι δυο πολύ μεγάλοι τραγουδιστές κι όποιος κι αν το πει θα το κάνει επιτυχία, του λέω.
Το έδωσε στη Βίκυ Μοσχολιού, «φίρμα» της εποχής, και το τραγούδησε υπέροχα.
Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, τηλεφώνησα πρώτα στον πατέρα μου στην υπηρεσία, όπου εργάζονταν. «Κυκλοφόρησε» ήταν η πρώτη μου λέξη που του είπα.
– Συγχαρητήρια, παιδί μου, ο Καλδάρας είναι ο μόνος που δεν σε κορόιδεψε, μου λέει πολύ χαρούμενος ο πατέρας μου που γνώριζε την κακή συμπεριφορά των άλλων συνθετών, με τους οποίους θέλησα να συνεργαστώ.
Γράψαμε κι άλλα ωραία τραγούδια που τραγούδησαν: Κλωναρίδης, Κόκοτας, Μενιδιάτης, Μητροπάνος, Πάριος κι άλλοι. Σταθμός στη συνεργασία μας ήταν ο μεγάλος δίσκος που γράψαμε με τραγούδια με δημοτική χροιά με τίτλο «ΡΙΖΕΣ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ», που τραγούδησε η Ξανθίππη Καραθανάση, δίσκος συλλεκτικός.
Εκτός από φίλοι και συνεργάτες γίναμε και συγγενείς. Ήλθε με την οικογένειά του στο χωριό και βάφτισε τον γιο μου Βάιο, στο πανηγύρι, στον Παλιαγιώργη, στον Άγιο Γεώργιο Καρδίτσας. Ερχόταν στο χωριό πολύ συχνά και τον φιλοξενούσα.
Ο δημιουργός του τραγουδιού «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» έφυγε από τη ζωή και φτώχυνε πολύ το τραγούδι. Έφυγε αλλά τα σπουδαία τραγούδια του μένουν και διασκεδάζουν τον κόσμο.
Δημήτρης Απ. Ρήτας
Φιλόλογος-συγγραφέας-στιχουργός-Δ/ντής Περιφερειακού Θεάτρου Καρδίτσας