Δημήτρης Νούλας: Η θλιμμένη γιορτή

Όταν μετά την εξορία μου για πάνω από δυο  με δυόμιση χρόνια επέστρεψα στα πατρώα μέρη , κάθισα λίγο έξω από την πόλη μου στη σκιά ενός πλατάνου για να  σκεφτώ την καινούρια μου κατάσταση.

Αντιμετώπιζα ένα τρομερό δίλλημα. Πέθαινα από την επιθυμία να δω τη γυναίκα μου και τα δυο μου παιδιά, να τους σφίξω στην αγκαλιά μου, για να πάρω εκείνη τη στοργή που τόσο βάναυσα μου είχε λείψει κατά τη διάρκεια της εξορίας μου.  Αυτό όμως συνεπάγονταν την επιστροφή και στο πατρικό σπίτι, όπου θα ξανασυναντούσα εκείνους που με είχαν παραδώσει, χωρίς να μπορώ να τους ουρλιάξω τον πόνο μου και το συσσωρευμένο μέρα με τη μέρα μίσος μου εναντίον τους.  Δεν ήμουν σίγουρος αν μπορούσα να το κάνω αυτό.

Λίγο πριν την επιστροφή  ονειρευόμουν να φύγω σε άλλο μέρος και να μη ξαναβγώ από εκεί.  Δεν ήθελα να αντιμετωπίσω την εσωτερική εξορία  μέσα στους κόλπους της φαμίλιας μου, ούτε να ζω μέσα στο ψέμα. Τώρα δεν αισθανόμουν σαν έναν από αυτούς. Οι συναισθηματικοί δεσμοί είχαν σπάσει. Πράγματι σήμερα αισθανόμουν ότι μου ήταν αδύνατον να τους συγχωρέσω.  Η φυγή μου θα έλυνε το πρόβλημα;

Τι να έκανα ; Είχα το δικαίωμα να παρατήσω τη γυναίκα και τα παιδιά μου; Θα μπορούσα να ζήσω μια ζωή άξια του ονόματος μου χωρίς να πρέπει να κρύβομαι;… Δεν είχα εντέλει το δικαίωμα να  επιθυμώ λίγη ξεκούραση  και γαλήνη;

Αυτές οι ερωτήσεις συνέθλιβαν συνεχώς την σκέψη μου για σχεδόν δυο ώρες. Ήμουν διχασμένος, ζύγιζα τις δυο επιλογές που μου προσφέρονταν χωρίς να  μπορώ να διαλέξω.

Τελικά αφού είχα παιδεύσει το μυαλό μου και ζυγίσει τις επιλογές μου, η επιθυμία να ξαναδώ τα παιδιά μου, παρέσυρε όλα τα άλλα επιχειρήματα. Δε θα μπορούσα να βρω γαλήνη, αν τα εγκατέλειπα, παραδομένα στη μισητή εξουσία των συγγενών μου.

Μάζεψα λοιπόν ότι μου είχε μείνει από κουράγιο για να προχωρήσω , σκεφτόμενος πως πήγαινα να ριχτώ στο στόμα του λύκου. Φτάνοντας  κοντά στο σπίτι, αναγνώρισα στην άκρη του δρόμου τον ένα από τα αδέλφια μου.  Πέρασα αμίλητος μπροστά του, παίρνοντας έτσι μια χαιρέκακη ευχαρίστηση, καθώς επωφελήθηκα από  το γεγονός της έκπληξης του. Όσο για μένα διέσχισα  με λαχτάρα τα υπόλοιπα εκατό μέτρα που με χώριζαν από την οικογένεια μου.

Περπατώντας στο δρόμο, όσο φοβόμουν, άλλο τόσο και επιθυμούσα τη στιγμή που θα έσμιγα ξανά με τα  παιδιά  μου. Στα πάνω από δυο χρόνια απουσίας μου πρέπει να είχαν συμβεί πολλά…. Στον τόπο εξορίας μου είχα όλο το χρόνο ελεύθερο να σκαρφιστώ τα πιο σκοτεινά σενάρια:  Η πίεση των δικών μου που θα είχαν οδηγήσει την γυναίκα μου; Θα με αναγνώριζε; Γιατί είχα αλλάξει φυσιογνωμικά λόγω της ημιτελούς διατροφής.  Βασικά αυτό το ερώτημα με βασάνιζε όταν έσπρωχνα την πόρτα της συζυγικής εστίας…..

Έτσι όπως είχα καταντήσει προκάλεσε πράγματι μια κίνηση οπισθοχώρησης στην έκπληκτη γυναίκα μου. Στη συνέχεια , όταν τελικά με αναγνώρισε δε θυμάμαι πόσο έκανε να μα αναγνωρίζει, μου φάνηκε όμως κοντά αιώνας, τα χαρακτηριστικά της φωτίστηκαν από ένα χαμόγελο. Μα, μόλις την πήρα στην αγκαλιά  μου………

(Συνεχίζεται…)

Ο κατά συρροή ονειροπόλος

Δημήτρης Νούλας