Εκφωνήθηκε στον εσπερινό της γιορτής των Τριών Ιεραρχών στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης Τρικάλων Κυριακή 29/01/2017
Είναι κουραστικό ν’ ακούγονται μεγάλες κουβέντες και να μιλούμε για ανθρώπους, Άγιους, πανάκριβους, ανεκτίμητους, για ζωγράφους οραμάτων πάνω σε καμβάδες που δεν αγοράζονται, μα είναι πιότερο πολύτιμοι, γιατί είναι ανθρώπινοι πάνω σε ανθρώπους, όπως οι Τρείς Ιεράρχες, σαν να διαφημίζουμε ένα προϊόν . Είναι κι η εποχή που πάσχει από πολυλογία, γι αυτό αφήνω την γραφίδα κι αρχίζω να περπατώ στα λαβυρινθώδη δρομάκια της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, με προσοχή να μη χαθώ και με σκοπό να φτάσω στην πλατεία, στο ξέφωτο της παρουσίας των Αγίων, που και σήμερα τιμά η εκκλησία και η παιδεία μας – Του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου – και να ψηλαφίσω τη σχέση τους με τα σημερινά μας βιώματα.
Στην περιπλάνησή μου βλέπω ένα λαό να έχει κάνει την πίστη του στο Θεό ζήτημα προσωπικού γούστου. Μια θάλασσα από άγνοια, ημιμάθεια μια που ο λόγος της Εκκλησίας φαίνεται να μην προκαλεί πια κανένα ενδιαφέρον. Φταίει άραγε μόνον η Εκκλησία ή κι η δική μας αδιαφορία;
Προχωρώ… βλέπω ανθρώπους να τρέχουν να προλάβουν τη ζωή , να τυραννιούνται από το κυνήγι του χρόνου για να είναι «εντάξει». Και θυμήθηκα τον ποιητή (Ελύτης): «Δώσε δωρεάν το χρόνο σου αν θέλεις ,να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια».
Βλέπω τους άρχοντες, εκκλησιαστικούς και κυβερνώντες, κριτές εμπνευσμένοι από βιβλία και νομοκάνονες, υπνωτισμένοι από τεχνικές, με έργα δυσλεκτικά, να μας μαλώνουν, να μας κουνάνε το δάχτυλο επιτακτικά στο πρόσωπο , γιατί δεν είμαστε αρκετά υπάκουοι, δεν είμαστε όσο θα έπρεπε υποτακτικοί, γιατί δεν τους σεβόμαστε όσο θα έπρεπε και θυμήθηκα ένα στίχο: «Αγάπη που’ ναι η εκκλησιά σου; Βαρέθηκα πια στα μετόχια».
Βλέπω ανθρώπους σκυφτούς ,να κλαίνε, να πεινούν, ν’ απελπίζονται, να μαζεύονται φοβισμένοι, να βράζουν από θυμό και πόνο και να περιμένουν πότε ο πόνος θα γίνει δημιουργία.
Βλέπω παιδιά να με κοιτούν καχύποπτα, προδομένα από εμάς τους μεγαλύτερους, που τους παραδίνουμε αυτόν τον κόσμο , θυμωμένα, που σκοτώνουμε «κατά λάθος»….. Βλέπω και παιδιά που σιχαίνονται τους «λαθραίους» ανθρώπους που ζητούν καταφύγιο στη χώρα μας κυνηγημένοι,γιατί ξεπουλάμε χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε τις αξίες μας και τα μαθαίνουμε να αγωνίζονται, για μια περίοπτη θέση , για ένα βόλεμα παραπάνω.
Βλέπω εμάς τους δασκάλους να κάνουμε αυτό που «πρέπει», να είμαστε υπηρεσιακοί – με καθαρά μεν, αλλά άδεια χέρια! – να τρέχουμε να προλάβουμε την ύλη , να οδηγούμε με ταχύτητα τους μαθητές μας στην κρεατομηχανή της επιτυχίας, στις εξετάσεις. Με την ψυχή αφυδατωμένη, τσακισμένη. Με την αγάπη και το μεράκι καλά κρυμμένο βαθιά μέσα τους, μη τύχει και κατασπαταληθεί τσάμπα, μια που η καρδιά και το συναίσθημα χρειάζεται κι έξω από τη δουλειά. Και σκέφτηκα τα λόγια ενός σοφού (Μ. Κουντουράς): «όποιος αγωνίζεται για τα παιδιά, αγωνίζεται για την ανθρωπότητα».
Και να βλέπω γονείς πιο κάτω, στραμμένους στα παιδιά τους, να τους μιλούν με φόβο κι αγωνία για το αύριο που έρχεται σανανεμοστρόβιλος . Κι όταν αυτά ζητούν «μια ιδέα στέρεη που να μη μπάζει κρύο», μια ελπίδα για να παλέψουν, ο πατέρας δακρύζει κι η μάνα σιωπηλή αγκαλιάζει. Και σκέφτηκα…. η κραυγή της σιωπής.
Μπροστά μου έξαφνα… γονείς ορμούν στους καθηγητές των παιδιών τους – με θάρρος ή με θράσος δε ξέρω; – γιατί δε δίνουν όσα θα ήθελαν κι όχι γνώσεις μόνο μα κι αγωγή και κοινωνικοποίηση κι ιδέες κι ελπίδες και οράματα κι αξίες … κι όλα αυτά που οι ίδιοι δεν πρόλαβαν ή δε προσπάθησαν να δώσουν. Και βρήκαν κι έβαζαν στο στόμα τους τους τεμπέληδες που δουλεύουν λίγο, που δεν ελέγχει κανείς τη δουλειά τους, που ρουφάνε άδειες και διακοπές, για να βολεύονται και μου σφηνώθηκε ο στίχος (Ελύτης): «Ιδιώτευε μες στο ανερυθρίαστο».
Τώρα μπροστά μου η Εκκλησία…. να ταπεινώνεται, να απαξιώνεται μες στις κραυγές του ορθού λόγου και της συλλογικής λησμονιάς, να πληρώνει σκληρά το τίμημα των καρκινωμάτων στο σώμα της, που άλλες φορές η αγάπη της,άλλες όμως φορές η αδυναμία της, τα σκεπάζει για να μη φαίνονται. Κι έτσι στρουθοκαμηλίζει πως δεν υπάρχουν…
Πιο κάτω …ένα φως αχνό σαν σε ομίχλη, μάλλον σα φωτοστέφανο, αλλά σίγουρος δεν είμαι-μήπως έχω δει φωτοστέφανο για να ξέρω;-…
Ένας παπάς μοιράζει τη νύχτα φαγητό, και κουβέρτες σε άστεγους που έχουν κάνει τα παγκάκια σπίτια τους, ένας άλλος τραβάει από μια τρύπια βάρκα μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της , πεθαμένοι σχεδόν από το φόβο κι από τα παγωμένα μαύρα νερά του Αιγαίου, κι ένας άλλος μέχρι αργά τη νύχτα φορτώνει στο πετραχήλι του καημούς κι απελπισία από απόκληρους. Και σκέφτηκα τη μωρία του σταυρού, τη σαλότητα των αγίων, την πίστη στην Ανάσταση, όταν όλα γύρω μυρίζουν θάνατο…
Και το βήμα μου γίνεται πιο γρήγορο απ’ τη φθορά. Να…!!! στο ξέφωτο τρεις δεσποτάδες, με ράσα φθαρμένα αλλά καθαρά και μια μαγκούρα ξύλινη ο καθένας για να ακουμπάει. Κοιτούσαν σιωπηλοί κρυμμένοι θαρρείς, κουρασμένοι, μα μ’ ένα πεισματάρικο χαμόγελο, αυτό που έχουν οι άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν.
Πλησιάζω, κάθομαι σιμά τους κι αφήνομαι στα ιερά τους λόγια….
Μου ψιθυρίζει ο άγιος Γρηγόριος, για το Θεό που κρύβεται στα μικρά ασήμαντα πράγματα, στους ανθρώπους που προσπερνάμε, στο σπόρο που φυτεύουμε περιμένοντας ν’ ανθίσει.
Μου είπε για τις δικαιολογίες των ανθρώπων που δεν απλώνουν το χέρι τους να μοιραστούν.
Για την απελπισία της φτώχιας, της ορφάνιας, της ερήμωσης.
Για το βερμπαλισμό των θεολογιζόντων… «το θεολογείν αεί σχοινοβατείν»
Δίπλα του ο Μέγας Βασίλειος, μου θυμίζει τους ψευτο-ευλαβείς που αρκούνται στην ελεημοσύνη – άλλοθι της αδικίας και για τους πλούσιους που χαρίζουν για να βολέψουν τη συνείδησή τους.
Μου γνέφει για τον κόσμο που έρχεται και διψά για ελευθερία, αγάπη, για σεβασμό στο πρόσωπο.
Κοιτώντας με στα μάτια, ο ιερός Χρυσόστομος, αργά και σταθερά μου διηγείται ιστορίες για την Εκκλησία, που πάντα στους κόλπους της μέσα είχε κι ανθρώπους που της τρώγανε τις σάρκες και για το Χριστό που πάντα μεταμόρφωνε το σώμα της με την πεισματάρικη αγάπη του.
Λάμπει όταν μιλά για ένα τριαδικό Θεό που είναι κοινωνία, για την ιερότητα της ύλης που ανελέητα καταστρέφουμε, για μια «καλή αλλοίωση»
Μου λένε για τους ανθρώπους τους αμόρφωτους, – όχι αυτούς που δεν ξέρουν γράμματα – τους άλλους, που ξέρουν ότι έχουν πάντα δίκιο και κρίνουν με άνεση κάθε στραβό ανθρώπινο, σα να μη είδαν ποτέ τις δικές τους συμφορές, γερασμένοι δικαστές μιας μίζερης ζωής …
Μου μιλούν για τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου, τις ουτοπίες που δεν έχουν ακόμη τόπο. Για τον Κόσμο του Θεού που αγκαλιάζει όλους, κι αυτούς που θέλουμε κι αυτούς που θ’ αποφεύγαμε και καλημέρα να τους πούμε, για το σταυρό και τη θυσία αυτού που αγωνίζεται όχι για να κερδίσει, αλλά γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να ζήσει.
Για το σταυρό που παραλάβαμε όχι για να τον κάνουμε κόσμημα, μα για να προκαλέσουμε την ανάσταση,
Για τις ελπίδες που δε χάθηκαν κι ούτε ποτέ θα χαθούν όσο οι άνθρωποι παλεύουν, αγωνίζονται, αγαπούν.
Με παρηγόρησαν, όλες οι εποχές μοιάζουν, μου είπαν, μη σκιάζεσαι γιατί ο θάνατος είναι πάντα προσωρινός, φαίνεται δυνατός μα είναι σκόνη μπροστά στη χάρη του Θεού!
Και μου ψιθύρισαν κι ένα στιχάκι για τους δασκάλους που πάντα παλεύουν μαζί με τους μαθητές τους, σ’ αυτά τα σχολεία, μ’ αυτές τις συνθήκες, μ’ αυτές τις ανημποριές:
«και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος…».
Σηκώνομαι να φύγω, πήρα την ευχή τους κι ένα χαρτί τυλιγμένο να το διαβάζω κάθε φορά που θα φοβόμουν και θα δείλιαζα. Απομακρύνομαι, το άνοιγω με λαχτάρα και διάβαζω. Ήταν κάποιοι στίχοι (ΜπέρτολτΜπρεχτ)….
«Κι όταν θα έχετε καλυτερέψει τον κόσμο,
Να συνεχίσετε να τον καλυτερεύετε αυτόν τον καλύτερο κόσμο.
Κι αν καλυτερεύοντας τον κόσμο, συμπληρώσετε την αλήθεια
Λοιπόν, συμπληρώστε κι άλλο τη συμπληρωμένη αλήθεια.
Κι αν συμπληρώνοντας την αλήθεια, αλλάξατε την ανθρωπότητα,
Λοιπόν, αλλάξτε κι άλλο την αλλαγμένη ανθρωπότητα.»
Κι οι στίχοι αυτοί κατέληγαν σε λόγια αποκαλυπτικά του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου…
«ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνηνποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι» (Αποκ.Ιω. κβ-11).
Δημήτρης Κ.Νούλας