Χρίστος Λιάπης: Συχνές Κολπικές Μυκητιάσεις και Κατάθλιψη

Μία από τις συχνότερες και ενοχλητικότερες λοιμώξεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι γυναίκες, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες που ακόμη διανύουμε, είναι η κολπική μυκητίαση. Πρόκειται για μια λοίμωξη η οποία κάνει, συνήθως, την εμφάνισή της με αυξημένες, γκριζωπές – υπόλευκες κολπικές εκκρίσεις και αίσθημα καύσου, κνησμού ή πόνου κυρίως κατά την ούρηση ή τη συνουσία.

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, για λόγους που θα αναλύσουμε παρακάτω και οι οποίοι σχετίζονται με τις προκλήσεις για την υγιεινή του γυναικείου κόλπου, τις οποίες διαμορφώνουν οι θερινές συνήθειες, με το συχνό κολύμπι -κυρίως σε πισίνες- και τη μακρά παραμονή σε μη στεγνές και κατάλληλες για την ανάπτυξη μυκήτων συνθήκες, στην περιοχή (π.χ, βρεγμένα μαγιώ ή στενά εσώρουχα), να αυξάνουν τη συχνότητα των κολπικών μυκητιασικών λοιμώξεων, κυριότερη και πιο συχνά παρατηρούμενη από τις οποίες είναι η καντιτίαση, δηλαδή μια μυκητίαση οφειλόμενη στον Candida albicans και σπανιότερα σε άλλα είδη του εν λόγω μύκητα.

Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ότι αφορά τη συνολική θεώρηση της παθολογίας των λοιμώξεων και εν προκειμένω της ψυχοσωματικής υγείας των γυναικών που εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα προσβολής από κολπικές μυκητιάσεις, είναι το γεγονός πως αρκετές μελέτες προσδιορίζουν ψυχολογική νοσηρότητα, συσχετιζόμενη με την κολπική καντιτίαση.

Γυναίκες με υποτροπιάζουσα κολπική καντιτίαση, έχει προσδιορισθεί πως είναι σημαντικά πιθανότερο να υποφέρουν από κλινική κατάθλιψη, να εμφανίζουν λιγότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους, λιγότερη αυτοεκτίμηση και να αντιλαμβάνονται τη ζωή τους ως περισσότερο στρεσσογόνο. Επιπροσθέτως, γυναίκες με υποτροπιάζουσα κολπική καντιτίαση ανέφεραν πως η μυκητιασική τους μόλυνση αλληλεπιδρά με τις σεξουαλικές και συναισθηματικές τους σχέσεις.

Γυναίκες οι οποίες είχαν υψηλή βαθμολογία σε ένα δομημένο ερωτηματολόγιο για τη μέτρηση κοινών ψυχιατρικών διαταραχών (όπως η κατάθλιψη και το άγχος), καθώς και εκείνες με πολυάριθμα ιατρικώς ανεξήγητα σωματικά συμπτώματα (όπως κούραση και σωματικά άλγη), εμφάνιζαν αυξημένο κίνδυνο αναφερόμενων μη φυσιολογικών κολπικών εκκρίσεων.

Συνιστάται, λοιπόν, διαγνωστικός έλεγχος για την εντόπιση πιθανών ψυχολογικών δυσκολιών σε όλες τις γυναίκες που παραπονούνται για μη φυσιολογική κολπική έκκριση, με στόχο την παροχή της κατάλληλης, συνολικής φροντίδας.

Βέβαια, οι παρατηρούμενες συσχετίσεις μπορεί να έχουν και άλλες ερμηνείες. Το στίγμα, το οποίο συνδέεται με τις παθολογικές κολπικές εκκρίσεις (ως –συχνά λανθασμένως ερμηνευόμενα- συνδηλούμενα ατάσθαλης σεξουαλικής συμπεριφοράς), μπορεί να υποσκάπτει την ψυχολογική ευεξία των γυναικών με καντιτίαση. Επίσης, η κολπική καντιτίαση και τα ταυτοχρόνως εκδηλούμενα ψυχολογικά – ψυχιατρικά συμπτώματα μπορεί να έχουν κοινό αίτιο, όπως για παράδειγμα, μια εξωσυζυγική σχέση του συζύγου, με την παθούσα να εμφανίζει περιορισμένη δύναμη στο να διαπραγματευθεί τη χρήση προφυλακτικού ή άλλων προστατευτικών μέσων, σε αυτήν την κατάσταση.
Σημειώνεται, βέβαια, πως η καντιτίαση δεν ανήκει στις λεγόμενες σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις, καθώς η υπερανάπτυξη της κάντιτα οφείλεται –κυρίως- στις παθογενείς συνθήκες του κολπικού μικροπεριβάλλοντος. Συνθήκες, όμως, οι οποίες δεν είναι παντελώς ασύνδετες από τη σεξουαλική συμπεριφορά της γυναίκας, παρότι οι κολπικές μυκητιασικές λοιμώξεις, συνήθως δεν μεταδίδονται σεξουαλικώς.

Η κάντιτα είναι ένας ζυμομύκητας, ο οποίος, σε μικρές ποσότητες απαντάται στο στόμα, στον γαστρεντερικό σωλήνα και στον κόλπο. Χρησιμεύει στην πέψη και στην απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών, αλλά αν υπεραναπτυχθεί, μπορεί να προκαλέσει πολλές σωματικές και ψυχικές παρενέργειες.

Συνήθως, η κάντιτα κρατείται υπό έλεγχο από τη φυσιολογική μικροβιακή χλωρίδα του οργανισμού και από το ανοσοποιητικό σύστημα. Εάν η φυσιολογική αυτή μικροβιακή χλωρίδα διατραχθεί από λήψη αντιβιοτικών, ή εάν η φυσιολογική σωματική υγρασία που περιβάλλει τη μικροχλωρίδα αυτή (δηλαδή τα λεγόμενα “καλά βακτήρια”) υποστεί αλλαγές στο pH (όπως για παράδειγμα συμβαίνει εξαιτίας του χλωρίου στις πισίνες) ή στο γενικότερο βιοχημικό της προφίλ, μπορεί να οδηγήσει σε υπερανάπτυξη της κάντιτα και στην πρόκληση σχετικών συμπτωμάτων.

Η φυσιολογική αυτή μικροβιακή χλωρίδα του οργανισμού μας, ή αλλιώς το καλούμενο «μικροβίωμά» μας, αποτελούμενο από περίπου 100 τρισεκατομμύρια βακτήρια, μύκητες (ανάμεσά τους και ο Candida albicans), πρωτόζωα, παράσιτα και ιούς που ζουν στο δέρμα και στους βλεννογόνους των διαφόρων κοιλοτήτων, εμπλέκεται περίπλοκα, σύμφωνα με τη Σελέστ Μακ Γκόβερ, σε κάθε πτυχή της υγείας μας, από την ικανότητα να αντιμετωπίζουμε τις ασθένειες μέχρι τη συναισθηματική και ψυχική ευεξία μας.

Οι μύκητες είναι ένας κρίσιμος υποπληθυσμός αυτού του συμβιωτικού μικροβιακού πολύ-οικοσυστήματος και αρκετές πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι η υπερανάπτυξη του μύκητα κάντιντα αποτελεί τη βάση για δυσβίωση – ανισορροπία της προαναφερθείσης μικροχλωρίδας μας που όλο και περισσότερο συνδέεται με πολλές χρόνιες ασθένειες.

Περίπου το 75% των γυναικών θα εμφανίσουν μία φορά στη ζωή τους λοίμωξη από κάντιτα, ενώ ποσοστό της τάξεως του 45% θα εμφανίσουν δύο ή περισσότερες ανάλογες λοιμώξεις. Οι γυναίκες είναι περισσότερο ευάλωτες σε κολπικές μυκητιασικές λοιμώξεις, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ή εάν πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη.

Εκτός από τον Διαβήτη και άλλες καταστάσεις που αλληλεπιδρούν με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού, όπως ο HIV (δηλαδή ο ιός του ΑIDS), ή ο καρκίνος, μπορεί επίσης να προδιαθέσουν μία γυναίκα στην ανάπτυξη κολπικής μυκητιασικής λοίμωξης.

Η χρήση αντιβιοτικών ή αντισυλληπτικών χαπιών ευνοεί τις λοιμώξεις από μύκητες, όπως και οι συχνές πλύσεις που αυξάνουν την υγρασία της περιοχής, φαινόμενο συχνό κατά τους θερινούς μήνες, με τις ανάλογες (π.χ. κολυμβητικές) δραστηριότητες.

Ο ζυμομύκητας “κάντιτα” απαντάται, πρακτικά, σε όλες τις επιφάνειες του ανθρωπίνου σώματος και υπεραναπτύσσεται στον κόλπο ή και αλλού, (όπως για παράδειγμα στη στοματική κοιλότητα, όπου προσδίδει τη χαρακτηριστική λευκή χροιά στο επιθήλιο της γλώσσας), προκαλώντας καντιτίαση, όταν (συνήθως) αντιβιοτικά ή στεροειδή αντιφλεγμονώση τροποποιούν το μικροπεριβάλλον του κόλπου ή του στόματος.

Το σοβαρό ή το χρόνιο stress είναι γνωστό πως έχει αρνητικό αντίκτυπο στο ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού, αυξάνοντας την πιθανότητα για εκδήλωση μυκητιασικής λοίμωξης, με αρκετές μελέτες να υποστηρίζουν την αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ του stress και των κολπικών μυκητιάσεων.

Οπότε, τα νέα είναι μάλλον καλά για το προαναφερθέν 75% των γυναικών, που αναμένεται να νοσήσουν, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους από κολπική καντιτίαση, αλλά κυρίως για όσες πάσχουν από επίμονες και υποτροπιάζουσες μυκητιασικές λοιμώξεις του κόλπου, αφού αντί για νυκτερινές εξορμήσεις στα φαρμακεία προς προμήθεια αντιμυκητιασικών κολπικών κρεμών και δισκίων, μπορούν να αρχίσουν να βάζουν στην καθημερινότητά τους μέτρα καταπολέμησης του stress, όπως, για παράδειγμα, τεχνικές αυτοφροντίδας και μαθήματα yoga, όπως αναφέρεται σε σχετικές αμερικανικές δημοσιεύσεις.

Συνηθισμένες διαταραχές της διάθεσης, όπως η συναισθηματική ευμεταβλητότητα, το άγχος, η κατάθλιψη, η ευερεθιστότητα, η δυσκολία στη συγκέντρωση, η πτωχή μνήμη, η διάσπαση της προσοχής, η νοητική “θόλωση” (δίκην της λεγόμενης “ομίχλης του εγκεφάλου”), μπορεί να εκδηλώνονται σε έδαφος λοίμωξης από κάντιτα.

Στην αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στις κολπικές μυκητιάσεις και την παρουσία αγχωδών ή / και καταθλιπτικών συμπτωμάτων ή ευρύτερων ψυχοδιανοητικών διαταραχών, φαίνεται να παίζει, σίγουρα, ρόλο ο μηχανισμός της φλεγμονής και η νοσοθυμική επίδρασή του στην ψυχολογική κατάσταση και τη συμπεριφορά, με τις κυτταροκίνες και τις χημειοκίνες που εκκρίνει ο οργανισμός ως απάντηση στη λοίμωξη –εν προκειμένω από τον υπεραναπτυσσόμενο μύκητα- να ενοχοποιούνται για την εμφάνιση καταθλιπτικόμορφων εκδηλώσεων και αγχωδών συμπτωμάτων.

Από την άλλη μεριά, τονίζουμε πως η αμφίπλευρη σύνδεση stress και μυκητιάσεων διαμεσολαβείται μέσω της κορτιζόλης, μιας στεροειδούς ορμόνης που εκκρίνεται όταν είμαστε σε ένταση. Αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι πως η παρατεταμένη έκθεση σε κάποιο στρεσσογόνο ερέθισμα προκαλεί αύξηση των επιπέδων κορτιζόλης η οποία με τη σειρά της συνεπάγεται αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.

Όπως, όμως, σημειώνει ο Dr. Moore: “Οι μύκητες αγαπούν τη ζάχαρη”. Οπότε, ο ήδη υπάρχων, ως μέλος της φυσιολογικής μικροχλωρίδας του κόλπου, μύκητας κάντιτα, επωφελούμενος από τα υψηλά επίπεδα σακχάρου, αναπτύσσεται ιδιαίτερα γρήγορα προκαλώντας λοίμωξη. Βάσει αυτού του παθογενετικού μηχανισμού, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως το χρόνιο stress δύναται να οδηγήσει σε χρόνιες μυκητιασικές λοιμώξεις, μαζί όμως με πάμπολους άλλους παράγοντες.
Tα αντιβιοτικά, τα ορμονικά χάπια ελέγχου των γεννήσεων (αντισύλληπτικά) και η πτωχή φροντίδα για την υγιεινή του κόλπου, μπορεί να αναστατώσουν την εντός αυτού μικροβιακή ισορροπία, ενώ η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός κάνουν τη γυναίκα πιο ευάλωτη σε μυκητιασικές λοιμώξεις, λόγω αλλαγών στα επίπεδα των οιστρογόνων.
Κανένα όμως ερευνητικό δεδομένο δεν αποδεικνύει πως το stress μπορεί από μόνο του να προκαλέσει την εκτός ελέγχου ανάπτυξη του μύκητα της κάντιτα και την εξ αυτής μυκητιασική κολπική λοίμωξη. Την ίδια στιγμή, το stress μπορεί να αποτελέσει έναν ενισχυτικό παράγοντα ο οποίος κάνει τη λοίμωξη περισσότερο επίμονη και με περισσότερες πιθανότητες υποτροπής, αλλά μόνον υπό την προϋπόθεση, πως κάποιος από τους προαναφερθέντες εκλυτικούς παράγοντες θα πυροδοτήσει, αρχικώς, τη μυκητίαση. Οι δύο χειρότεροι, όμως, επιδεινωτές της καντιτίασης είναι η ζάχαρη και το χλώριο (δηλαδή, εν προκειμένω, οι χλωριωμένες πισίνες).
Άνθρωποι με αποδυναμωμένο το ανοσοποιητικό τους σύστημα χαρακτηρίζονται ως ομάδα υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη μηκυτιάσεων. Παρόλα αυτά δεν χρειάζεται να πάσχουν από HIV ή από Λευχαιμία για να βρεθούν υποφέροντες ή -στην περίπτωση της κολπικής καντιτίασης- υποφέρουσες από αυτές τις λοιμώξεις. Ήδη από το 1981 έχουμε καταγεγραμμένες 6 παρουσιάσεις περιστατικών του «Συνδρόμου Κάντιτα». Πρόκειται για περιστατικά τα οποία είχαν εκτεθεί σε πολλαπλά θεραπευτικά σχήματα αντιβιοτικών ή άλλων ανοσοκατασταλτικών παραγόντων. Επρόκειτο στην πλειοψηφία τους για γυναίκες, με την κατάθλιψη να αποτελεί, σχεδόν πάντα, ένα από τα ασαφώς περιγραφόμενα συμπτώματα, ενώ απώλειες μνήμης και δυσκολίες στη συγκέντρωση καταγράφηκαν επίσης.

Διαβάζοντας, λοιπόν, αντίστροφα την εξίσωση της συσχέτισης μεταξύ συχνών μυκητιάσεων και ψυχικής υγείας, ο Δρ. Truss ξεκίνησε, σε μελέτες του, τη χορήγηση αντιμυκητιασικής θεραπείας σε ασθενείς με χρόνια ψυχική νόσο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι όλοι οι ασθενείς ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία και τα καταθλιπτικά τους συμπτώματα απέδραμαν.

Το 2001, μια διπλή τυφλή μελέτη, υπό τον Heiko Santelmann, με ομάδα ελέγχου placebo, βρήκε πως το αντιμυκητιασικό φάρμακο νυστατίνη ήταν πολύ αποτελεσματικό στη μείωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης στους πολυ-συμπτωματικούς ασθενείς. Για την ακρίβεια, οι συντάκτες της μελέτης διαπίστωσαν πως οι πιο σημαντικές βελτιώσεις παρατηρήθηκαν σε ασθενείς οι οποίοι μαζί με τη λοίμωξη παραπονούνταν και για συμπτώματα από την ψυχική σφαίρα. Μολονότι η νυστατίνη δεν είναι ειδικό φάρμακο για την αντιμετώπιση της κάντιτα, η συγκεκριμένη μελέτη, καθώς και πλήθος άλλων ερευνητικών δεδομένων, επιβάλλει την ανάδειξη της επίδρασης των μυκητιάσεων στην ψυχική υγεία και το αντίστροφο.

Μαζί, λοιπόν, με τις οδηγίες για:
• τη φροντίδα της υγιεινής της κολπικής περιοχής, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, όπου το κολύμπι, οι χλωριωμένες πισίνες και οι συναφείς καλοκαιρινές δραστηριότητες αλλάζουν το pH και τις μικροσυνθήκες υγρασίας της περιοχής,
• τη λελογισμένη χρήση φαρμάκων όπως τα κορτικοστεροειδή και τα αντι-φλεγμονώδη που δύνανται να αποδυναμώσουν το ανοσοποιητικό σύστημα, ή τα αντιβιοτικά που καταστρέφουν τα «καλά» βακτήρια, επιτρέποντας σε πολλά είδη μυκήτων να υπερισχύσουν,
• τη σωστή ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, ιδιαίτερα στις γυναίκες με διαβητολογικά προβλήματα ή προδιάθεση, ή τις εγκυμονούσες,
θα πρέπει, για την αντιμετώπιση της εμμένουσας και υποτροπιάζουσας κολπικής καντιτίασης να έχουμε στο μυαλό μας στρατηγικές που στοχεύουν στη βελτίωση της συνολικής ψυχοσωματικής υγείας και ισορροπίας των γυναικών. Τέτοιες στρατηγικές μπορεί να αποσκοπούν, για παράδειγμα:
• Στη βελτίωση της διατροφής με την κατανάλωση περισσότερων φρέσκων και υγιεινών φαγητών, περιορίζοντας το junk food και εμπλουτίζοντας το διαιτολόγιο με πολυφαινόλες, όπως αυτές που περιέχονται στο εκχύλισμα σπόρων ή στον πολτό του γκρέιπφρουτ, καθώς εμφανίζουν ισχυρή δράση έναντι πολλών στελεχών του μύκητα της κάντιτα (βέβαια, τονίζεται πως, επειδή η κατανάλωση γκρέιπφρουτ επηρεάζει τον μεταβολισμό πολλών φαρμάκων, μέσω των κυτοχρωμάτων, απαιτούνται σχετικές ιατρικές οδηγίες).
• Στη σωστή λήψη προβιοτικών, τα οποία βοηθούν στον έλεγχο και τη διατήρηση της ισορροπίας της ευαίσθητης περιοχής,
• Στην αντιμετώπιση καταθλιπτικών και αγχωδών διαταραχών που, όπως είδαμε, επάγουν και επιδεινώνουν τις μυκητιασικές λοιμώξεις.
Βήματα καταπολέμησης του άγχους και της θλίψης, όπως οι συχνότερες επισκέψεις στο γυμναστήριο, ο διαλογισμός (με δάσκαλο, ή με κάποια ηλεκτρονική εφαρμογή), η χαλάρωση της ανάληψης ευθυνών στη δουλειά και στην καθημερινή ζωή ή ακόμη και η αναζήτηση ψυχοθεραπευτή ή και ψυχιάτρου, μπορούν, επομένως, να έχουν αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση και των υποτροπιαζουσών κολπικών μυκητιάσεων.

Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD*
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μιου Αθηνών
chliapis@yahoo.gr
@Chris_Liapis