Η φετινή 23η Ιουλίου σηματοδότησε τα 68α γενέθλια του μπασκετικού θρύλου Νίκου Γκάλη. Τη χρονιά που γεννήθηκα, το 1979, η ξακουστή ομάδα των Μπόστον Σέλτικς είχε επιλέξει τον Νίκο Γκάλη στο Νο 68 του draft. Ευτυχώς για το ελληνικό μπάσκετ
ο Νικ, τότε, κατέληξε, στον Άρη Θεσσαλονίκης. Για αυτή τη μεταγραφική συγκυρία, ο εννεάκις φορές Πρωταθλητής, από τη θέση του προπονητή, με τους Σέλτικς και εκείνη την εποχή -τέλη της δεκαετίας του 70- γενικός διευθυντής της ομάδας της Βοστώνης, Άρνολντ Τζέικομπ «Ρεντ» Άουερμπαχ, φέρεται να είχε πει πως “η μη υπογραφή του Γκάλη ήταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας μου”. Όταν μετά από 13 «χρυσά» χρόνια στον Άρη οι δρόμοι του Γκάλη και του Θεσσαλονικέα «Θεού του Πολέμου» χώρισαν, ανάμεσα στις ομάδες που τον διεκδικούσαν ήταν και ο συμπολίτης ΠΑΟΚ. Λέγεται πως όταν ο Πρόεδρος Νίκος Βεζυρτζής επέμεινε για τη συγκεκριμένη μεταγραφή στον προπονητή του δικεφάλου Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο τελευταίος απάντησε: «Τι να τον κάνω τον Γκάλη μπρε, αφού έχω τον Κόρφα».
Έτσι ο hall of famer Νίκος Γκάλης ποτέ δεν φόρεσε τα ασπρόμαυρα του μεγάλου συμπολίτη αντιπάλου, όπως ποτέ δεν έπαιξε στο ΝΒΑ, στο κάτ´ εξοχήν πρωτάθλημα των «ψηλών», το οποίο δεν άρεσε στον πατέρα μου, γιατί παρότι είχε προλάβει στην Αμερική τον Ρεντ Αουερμπαχ να προπονεί τους Κέλτες της Βοστώνης, «εκεί βλέπεις μόνο άχαρους ψηλούς και δεν μπορείς να δεις “έναν Κόρφα” να ελίσσεται».
Θυμάμαι στο μπαλκόνι του Πλαταμώνα, με το εντομοαπωθητικό «φιδάκι» να καίει, σπειροειδές πρασινωπό αυτόκαυστο, διώχνοντας τα κουνούπια, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση να προβάλλει, Ιούνιο του 1989, τον ημιτελικό Ελλάδα – Ρωσία, τότε που κερδίσαμε στην εκπνοή με τρίποντο του Φάνη Χριστοδούλου, μετά από μαγική ασίστ του Γκάλη. Από όλες τις στιγμές των καλοκαιριών, αυτή διαλέγω, να τη βλέπω ξανά και ξανά στο replay της μνήμης μου -πάλι και φέτος με αφορμή τα γενέθλια του Νικ- πλάι στον πατέρα μου που ακόμη η νόσος του Parkinson δεν είχε αρχίσει να αφήνει τα σημάδια της πάνω του. «Οι θύμησες, αρθρόποδα έντομα / αναρριχώνται στους τοίχους όπου άφησες / τα αποτυπώματά σου / στηριζόμενος».
Φιδάκι αναμμένο οι σπείρες του χρόνου, με το εκμαγείο της στάχτης των καμένων στιγμών να ακροβατεί στη φλεγόμενη άκρη του και εγώ να αναρωτιέμαι, με τον Γκάλη να πετάει στον αέρα και να πασάρει στον Χριστοδούλου, ανάμεσα στα υψωμένα χέρια των Σοβιετικών, ελισσόμενος ως αίλουρος μέσα στα σμήνη των κουνουπιών και των ιπτάμενων μυρμηγκιών που μαγνητίζονταν από την τηλεοπτική φωταψία της οθόνης, αν πρώτα θα πέσει η στάχτη του πύρεθρου ή του τσιγάρου από τα χέρια του πατέρα μου. Ας κάψουμε, λοιπόν, χρυσάνθεμα που ανθίζουνε στον κήπο, πλάι στις ντάλιες, γιατί από σκόνη πύρεθρου φτιάχνεται το πράσινο «φιδάκι» που διώχνει τα επίμονα λεπιδόπτερα των αναμνήσεων. Αυτά που εξακολουθητικά συγκρούονταν με τον ιπτάμενο εαυτό τους στον φωτεινό καθρέπτη της τηλεόρασης, τα βράδια, εκείνο το καλοκαίρι που ο Νίκος κέρδιζε για όλους μας.
Χρόνια πολλά-πολλά, υγιή και ευτυχισμένα Νικ!
Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD