Χρίστος Λιάπης: Για ένα ζευγάρι ελεύθερα φτερά…

Εφημερία στην Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Π.Γ.Ν. Αλεξανδρούπολης. Στο ειδικά διασκευασμένο δωμάτιο-κελί ενός κρατουμένου των φυλακών, που νοσηλεύεται για τα ψυχιατρικά του προβλήματα, έκανε την εμφάνισή του ένα «φτερωτό» μυρμήγκι στο περβάζι του καγκελόφρακτου παραθύρου, φέρνοντας στο μυαλό μου το διήγημά μου «Για ένα ζευγάρι ελεύθερα φτερά» που είχε κερδίσει το 1ο βραβείο σε Πανλυκειακό διαγωνισμό διηγήματος το 1996, στη Λάρισα. Το ChatGPT έκανε τα υπόλοιπα με τις φωτογραφίες…

«…Γαντζώνοντας τα πόδια του στις ρωγμές του ροζιασμένου ξύλου έφτασε τελικά στο τζάμι του παραθύρου. Και τότε δοκίμασε, πραγματικά, μια πολύ μεγάλη έκπληξη, τη μεγαλύτερη έκπληξη όλου του ταξιδιού του. Εκεί, στο μέσα μέρος του παραθύρου, ήταν ένα άλλο μυρμήγκι, ολόιδιο με το δικό μας, που στεκόταν αντικριστά και το κοιτούσε. Έκανε να κινηθεί μα ο μυστηριώδης αντίπαλος τον ακολούθησε. Κούνησε τις κεραίες του μα και το άλλο μυρμήγκι έκανε το ίδιο. Χτύπησε μανιασμένα το τζάμι με τη δαγκάνα του και είδε και τη δαγκάνα του αντιπάλου του να έρχεται προς το μέρος του. Μα περιέργως κανένας δεν

αισθάνθηκε κάτι· έμειναν εκεί, ακλόνητοι, σαν να μην ένοιωσαν το χτύπημα, χωρισμένοι από το μίσος που ενέπνεε ο ψυχρός καθρέπτης της κορυφής. Και τότε το μυρμήγκι μας άρχισε να τρέχει, να τρέχει σαν τρελό προς όλες τις κατευθύνσεις, πάνω στη λεία και γυαλιστερή επιφάνεια του τζαμιού· άρχισε να τρέχει προσπαθώντας να ξεφύγει απ’ τον μυστηριώδη διώκτη του που τον κοιτούσε πάντα παγωμένα μέσα από το τζάμι. Μα όπου και αν πήγαινε, το άλλο μυρμήγκι το ακολουθούσε, μάλιστα ίσως να προπορευόταν κιόλας, λες και μάντευε από πριν την κατεύθυνση που θα διάλεγε το ηρωικό μας μυρμήγκι.

Φυσικά το νεοεμφανισθέν έντομο δεν ήταν κάποιο άλλο μυρμήγκι που περπατούσε στη μέσα μεριά του παραθύρου, αλλά το είδωλο του ‘δικού μας’ μυρμηγκιού το οποίο βεβαίως δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό, μια και κανένας δεν του δίδαξε τους νόμους της οπτικής. Ο έφηβός μας ένιωσε τρόμο, εκείνον τον απίστευτο τρόμο του πρωτόγονου ανθρώπου όταν για πρώτη φορά είδε το αντικαθρέπτισμά του σκύβοντας να πιει νερό. Το είδωλό του, αυτό που ανάγκαζε το μυρμήγκι να τρέχει τόσο μανιασμένα, είναι κάτι το άυλο, χωρίς υπόσταση και οντότητα, κάτι που υπάρχει μόνο γιατί υπάρχει και το τζάμι, κάτι το τρομακτικά ελαφρύ, κάτι το αβάσταχτα ελαφρύ. Και αυτή η ελαφρότητά του είναι που το κρατά εκεί ψηλά, είναι

αυτή που το εμφάνισε -τόσο αναπάντεχα- μπροστά στο μυρμήγκι μας, κάνοντας το τελευταίο να πιστεύει πως αντιμετωπίζει έναν άλλον, όμοιό του, ικανότερο στην ανάβαση.

Μήπως όλα μας τα όνειρα, όλες οι εξιδανικευμένες καταστάσεις που ευελπιστούμε να

βιώσουμε μια μέρα, δεν είναι παρά οι θολές αντανακλάσεις αυτών που ήδη ζούμε; Μήπως τα ιδεατά μας σχέδια, τα πρότυπά μας, στέκονται πιο ψηλά απ’ την πραγματικότητα γιατί είναι ελαφρύτερα από αυτήν; ελαφρύτερα γιατί είναι είδωλά της που συχνά τα πλάθουμε όπως εμείς θέλουμε και τα βλέπουμε ανώτερα και εξιδανικευμένα ώσπου να τα μολέψουμε με το βάρος της πρακτικής εφαρμογής γκρεμίζοντάς τα στο βάραθρο των αναμνήσεων. Μήπως και εμείς δεν χτυπούμε το τζάμι που μας χωρίζει από τον άλλο μας εαυτό αλλά δεν μπορούμε να το σπάσουμε, ή δεν θέλουμε να σπάσουμε τον μαγικό αυτό καθρέπτη, γιατί κανένας μας δεν είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τον ‘άλλο’ του εαυτό, γιατί κανένας μας δεν έχει τη δύναμη

να γκρεμίσει την εικόνα του εξιδανικευμένου ‘ΕΓΩ’ του.

Βέβαια το μυρμήγκι ούτε που υποψιαζόταν τα παραπάνω. Μόνο έτρεχε, έτρεχε

αλαφιασμένο, έτρεχε προς το ‘πουθενά’ για να ξεφύγει από το ‘τίποτα’ που το κυνηγούσε.

Και ξαφνικά, εκεί που όλα έδειχναν πως η πάλη ανάμεσα στους δύο εχθρούς θα συνεχιζόταν μέχρι να κουραστεί το μυρμήγκι και να γκρεμιστεί μαζί με το είδωλό του, δύο φτερά, δύο μικρά διαφανή φτερά, μέσα απ’ τα οποία διαθλούνταν οι ακτίνες του ήλιου, ξεπήδησαν από τη μυρμηγκίσια ράχη του και το μυρμήγκι μας άρχισε να πετά, να πετά προς το φως, μακριά από τον μοιραίο καθρέπτη της αυτογνωσίας και της κορυφής, ενώ το είδωλό του φάνηκε να χάνεται στο πίσω μέρος του τζαμιού.

Στο μυαλό του έφηβου ήρθε η φράση που είχε ακούσει, όταν ήταν μικρός, από τη μητέρα του: «Όταν το μυρμήγκι έρθει η ώρα του να πεθάνει βγάζει φτερά!!». Σκέφτηκε μήπως τα πράγματα δεν έχουν έτσι, μήπως το μυρμήγκι δεν βγάζει τα φτερά όταν πεθαίνει αλλά πεθαίνει όταν βγάζει τα φτερά. Μήπως ο θάνατος είναι το τελευταίο τίμημα της κορυφής, το τίμημα της νίκης του ‘άλλου’, του εδαφόβιου εαυτού και μήπως, πεθαίνει γιατί η φύση δε μπορεί να του συγχωρήσει το ό,τι αυτό, το ‘τίποτα’, μπορεί και πετά αληθινά έχοντας γίνει αληθινά νικητής, ασυγχώρητα νικητής και πλέον τελειωτικά και ασυγχώρητα ελεύθερος».

Χρίστος Χ. Λιάπης

Μαθητής Γ’ Λυκείου, όταν το έγραφα και τώρα,

Επικ. Καθηγητής Ψυχιατρικής Δ.Π.Θ.

Αναπλ. Πρόεδρος Επιστημονικού Συμβουλίου ΕΟΠΑΕ