Χειμώνας του 1966. Γενάρης μήνας και τα σχολεία άνοιξαν πάλι , μετά τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές.
Η πόλη κάτασπρη, γιατί τότε, μισός αιώνας πίσω δηλαδή, οι εποχές δεν είχαν χαλάσει ακόμα, και δεν υπήρχε χειμώνας χωρίς χιόνι.
Τότε για να εκτιμηθεί το ύψος του χιονιού, ίσχυαν ειδικά ‘’μέτρα και σταθμά’’.
Λέγαμε πως έριξε ένα μπόι χιόνι και εννοούσαμε,όσο το ύψος ενός ανθρώπου η ένα ‘’γόνα’’ αν έφτανε μέχρι το γόνατο. Ενώ αν χιόνιζε μέχρι να ασπρίσει το τοπίο, μιλούσαμε για ‘’πασπάλα’’.
Τότε, και ένα μπόι να έριχνε, η πόλη δεν κατέβαζε τα ρολά. Η ζωή συνεχίζονταν αδιάλειπτα και όχι όπως σήμερα που με μία ‘’πασπάλα’’ κλείνουν οι δρόμοι, το σχολεία, οι υπηρεσίες και οι καλομαθημένοι να φωνάζουν <<που είναι το κράτος>> για να ξεχιονίσει τις αυλές και τα πεζοδρόμια, μπροστά στα σπίτια τους.
Ενα μπόι λοιπόν το χιόνι, αλλά το σχολείο ανοιχτό.
Ευτυχώς, ο βασικός δρόμος, η Κονδύλη, που παίρναμε για το πρώτο γυμνάσιο, που βρίσκονταν στο τέρμα της συνοικίας της Μπάρας, ήταν ‘’πατημένη’’ από κάτι θηριώδη φορτηγά της εποχής, όπως εκείνα τα volvo που τα έλεγαν γουρούνες και κάποια ακόμα μεγαλύτερα, τα Hanomag. Ετσι η πρόσβαση στο σχολείο, ήταν σχετικά εύκολη.
Η σχολική αίθουσα, παγωμένη και μία ξυλόσομπα που έκαιγε σαν καντηλέρι στο κέντρο της, περισσότερο κορόιδευε παρά ζέσταινε.
Εννοείται πως κάναμε μάθημα με το παλτό φορεμένο. Οσοι είχαν παλτό. Γιατί αυτό το ρούχο δεν ήταν φτηνό για να μπορούν να το έχουν όλοι.
Το πρακτικό τμήμα παρακολουθούσαμε και ο μαθηματικός ήταν ο κυρίαρχος της τάξης.
Οι μισές διδακτικές ώρες της ημέρας, ήταν δικές του.
Αλγεβρα, γεωμετρία, τριγωνομετρία και παραστατική. Κάποια χρονιά μας έκανε και κοσμογραφία.
Αυτός ο άνθρωπός, ήταν ο μόνος μαθηματικός που μας δίδαξε, και στις έξη τάξεις του σχολείου. Τρεις στο γυμνάσιο και τρεις στο λύκειο. Μας ήξερε σαν κάλπικες δεκάρες.
Και εμείς όμως τον ξέραμε καλά.
Ηταν ένας ψηλός τύπος, βλάχος στην καταγωγή,αγέλαστος και άτεγκτος που νόμιζες πως δίδασκε εφαρμοσμένα και θεωρητικά μαθηματικά στο M.I.T.
Και επειδή δεν μπορούσαμε να τον παρακολουθήσουμε όλοι και να καταλάβουμε τις παραγωγίσεις, τα ολοκληρώματα, τους νεπέριους λογαρίθμους και τους γεωμετρικούς τόπους των Ιησουιτών, ο βαθμολογικός πέλεκυς έπεφτε βαρύς.
Το γνωστό moto αυτού ανθρώπου, ήταν, dura lex, sed lex (σκληρός νόμος, αλλά νόμος).
Εγώ ήμουν περίεργη περίπτωση στα μαθηματικά. Στην γεωμετρία ήμουν καλός. Ισως λόγω φαντασίας. Στην άλγεβρα ίσα βάρκα ίσα νερά, στην τριγωνομετρία, υπό το μηδέν και στην παραστατική, άστα να πάνε…
Κάποιες ημέρες, εκείνες που ήταν επικίνδυνες για εξέταση πάνω στον πίνακα, εκεί που όλοι οι αδιάβαστοι είχαν το ύφος του μελλοθάνατου, προκειμένου να αντιμετωπίσω το dura lex , εγώ προτιμούσα να απέχω.
Σκασιαρχείο το λέγαμε και δεν ήμουνα ο μόνος.
Συνήθως το καταφύγιο του σκασιαρχείου, ήταν οι υπώρειες του λόφου του προφήτη Ηλία, που αν ήταν ημερήσιο, θα μας εύρισκες στο σφαιριστήριο που βρίσκονταν γωνία Βύρωνος και Κανούτα. Το είχε ένας κυφωτικός άνθρωπος, που τον φωνάζαμε ‘’καμπούρη’’ και που στην θέση του χτίστηκε μία θηριώδης πολυκατοικία.
( Το υπόγειο μπιλιαρδάδικο του Μενέλαου δεν είχε προκύψει ακόμα).
Κοπάνα στην κοπάνα όμως το κοντέρ των απουσιών ανέβαινε επικίνδυνα.
Ο Μιχάλης, μηχανολόγος- ηλεκρολόγος μηχανικός σήμερα, που ήταν μεταξύ των πρώτων στην τάξη, και κρατούσε το απουσιολόγιο ( σιγά μην το έδιναν σε μένα, στον Θόδωρο, στον Θύμιο η στον Μήτσο που έγινε αυτοκινητιστής και δεν ζει πια), έγραφε και χρέωνε.
Μέχρι που το νούμερο των απουσιών μου , χτύπησε κόκκινο και οι συνέπειες ήταν προ των πυλών.
Κατ΄ αρχήν ο συμπαθής λυκειάρχης που άκουγε στο όνομα ‘’ο Νάσιος’’ θα καλούσε τον πατέρα- κηδεμόνα προς ενημέρωση και το έργο θα συνεχίζονταν στο σπίτι με ακατάλληλες σκηνές και φράσεις!.
Κάτι σωτήριο έπρεπε λοιπόν να γίνει.
Ο Μιχάλης, ποιός ξέρει και γιατί, για αρκετό καιρό, δεν είχε κόψει τις διπλότυπες σελίδες του απουσιολογίου και έτσι οι απουσίες δεν είχαν χρεωθεί επισήμως.
Ηταν η έκλαμψη της στιγμής.
Η αίθουσα ήτα άδεια λόγω διαλείμματος και εγώ βρέθηκα μόνος μέσα σ’ αυτήν. Το απουσιολόγιο ήταν πάνω στο θρανίο του Μιχάλη, να με κοιτάει κοροϊδευτικά και να με απειλεί και μέσα στην σόμπα να καίνε ένα, δυο κουτσουράκια.
Πήρα το απουσιολόγιο, το έκανα ρολό , άνοιξα το καπάκι της σόμπας και αυτό χάθηκε μέσα στις φλόγες.
Ο Μιχάλης κατάλαβε την επόμενη ώρα, πως έλειπε το απουσιολόγιο και όλοι άρχισαν να ψάχνουν για να το βρουν.
Μαζί τους έψαχνα και εγώ!
Τελικά δεν βρέθηκε και ο καημένος απουσιολόγος τιμωρήθηκε άδικα με κάποια μικρή ποινή.
Με την πυρπόλυση του απουσιολογίου όμως ανακουφίστηκαν και κάποιοι άλλοι και όχι μόνον εγώ! Να μην λέμε τώρα ονόματα και εκτεθούν μαζί μου και αυτοί!
Το ωραίο είναι πως η επόμενη ώρα, ήταν με τον μαθηματικό, που μπαίνοντας στην αίθουσα, σχολίασε πως η σόμπα έκαιγε μία χαρά!
Που να ήξερε..
Πέρασαν χρόνια, πάνω από πενήντα, όταν εμείς οι απόφοιτοι του 1966, συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα στις χαρές και στις συγκινήσεις, ομολόγησα το αμάρτημά μου δημόσια.
Δεν ξέρω αν ο Μιχάλης με συγχώρεσε.
Αν όχι, ζητώ συγνώμη ακόμα μία φορά μέσα απ΄ αυτό το σημείωμα.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά, ετούτες τις μέρες που χιόνισε μία ‘’πασπάλα’’ μετά από χρόνια μέσα στην πόλη και τα δελτία ειδήσεων το είχαν πρώτο θέμα!
Σιγά το πράμα, είπα καθώς κοιτούσα από το τζάμι, τις αραιές νυφάδες.
Που το ένα μπόι , άλλων εποχών.