Χρήστος Γκίμτσας: Η Φρόσω που είχε τελειώσει το γυμνάσιο

(Από την συλλογή: «Ιστορίες της Κρίσης»)

Γράφει ο Χρήστος Γκίμτσας

Η Φρόσω ήταν  ένα από εκείνα τα παιδιά που σε κάποιες οικογένειες περισσεύουν. Και μια που περίσσευε την  έστειλαν  στην πρωτεύουσα για να συναντήσει την μοίρα της.
Έτσι βρέθηκε « οικιακή  βοηθός» σε  μεγαλόσχημο αρχοντικό  και κάποιοι εκεί  στην μίζερη  επαρχία που ζούσε,  όπου ο  ένας στους δυο  ήταν άνεργος, είπαν  «πάει αυτή, τακτοποιήθηκε» .
  Έξυπνη  ήταν και  γρήγορα έμαθε να ζει στο καινούργιο περιβάλλον, να λέει  «ναι κυρία, ναι κύριε» να  σερβίρει να ψωνίζει, να απαντά στο τηλέφωνο και γενικώς να συμπεριφέρεται όπως ταίριαζε σε ένα αρχοντικό.

Τα περί έρωτος δεν τα κάτεχε.  Της τα έμαθε όμως  ο «κύριος» του  σπιτιού ο οποίος είχε από χρόνια βαρεθεί την  ανοργασμική σύζυγο και εναγωνίως  έψαχνε διέξοδο  στις σεξουαλικές του ανάγκες.
  Και όχι μόνο έμαθε, αλλά  συγχρόνως κατάλαβε πως αυτό που είχε ανάμεσα στα πόδια της κόστιζε πολύ ακριβά.  Πως αλλιώς να δικαιολογήσει το πλούσιο χαρτζιλίκι που της έδινε ο  «κύριος» κάθε φόρα που  κλειδώνονταν μαζί   στο δωμάτιο που  είχαν για ξενώνα. Εννοείται,   όταν έλειπε η κυρία.
Στο πατρικό της  γύριζε  όταν μπορούσε, αλλά εκεί,  ούτε καν πως περνούσε δεν την ρωτούσαν.
Μόνο  χρήματα  της ζητούσαν , γιατί τώρα αυτή και καλοντυμένη ήταν και  λεφτά έβγαζε . Τους σιχάθηκε,  τους έφτυσε και δεν ξαναπάτησε.
 Και εδώ που τα λέμε ούτε και  εκείνοι την  ξαναέψαξαν.

Το μυαλό της όμως η  Φρόσω το είχε καλά στερεωμένο μέσα στο κεφάλι της.  Μάζευε τα λεφτά της.  Και τα επίσημα του μισθού της,  και τα κρυφά , τα ανεπίσημα. Μάλιστα μία μέρα πήγε σε μία τράπεζα εκεί στην γειτονιά ,  άνοιξε ένα λογαριασμό και έκρυψε  εκεί το κομπόδεμα της που συνέχεια μεγάλωνε.
Γιατί  η Φρόσω δεν  περιορίστηκε στα «πάρε , δώσε»  μόνο με το αφεντικό της.  Βλέπεις υπήρχαν πολλοί  καθώς πρέπει νοικοκυραίοι ,  που κοιμόταν σε  ξεχωριστά κρεβάτια από τις γυναίκες τους  και  ήταν  διψασμένοι για ένα χάδι.
 Ακριβώς αυτό το χάδι  ήταν που τους  πρόσφερε  η  Φρόσω  πότε μέσα στο αυτοκίνητο ,πότε σε κατ’ οίκον επισκέψεις και πότε σε φτηνά ξενοδοχεία.

Μέχρι που η κυρία του σπιτιού πήρε χαμπάρι  τις πομπές , γιατί στο τέλος τίποτα δεν μένει κρυφό,  και την  έδιωξε νύχτα .
 Ισα, ίσα που πρόλαβε να πάρει  μαζί τα πράγματα της.
Δεν χάθηκε όμως. Απεναντίας, ένιωθε να απελευθερώνεται.
  Έμπειρη ήταν   και  την «δουλειά»  την  ήξερε  καλά. Βρήκε λοιπόν  ένα ημιυπόγειο κοντά στο λιμάνι,  όπου υπήρχε πιάτσα και άνοιξε επίσημο μαγαζί . Και  έτσι  όπως ήταν γεμάτη  με τσαχπινιά και σφιχτά πιασίματα, έγινε περιζήτητη στην αγορά.
Και δεν  ήταν μόνο αυτά. Ήταν  και  η  αριστοκρατία  που ακτινοβολούσε, γιατί κάτι  που  είχε απομείνει  από την προηγούμενη δουλειά της στο αρχοντικό και  ότι  η Φρόσω δεν ήταν  καμία αμόρφωτη.
 Πριν φύγει  από την επαρχία, είχε προλάβει να τελειώσει το γυμνάσιο. Ήξερε  γραφή , ανάγνωση,  πολλαπλασιασμό ,  διαίρεση, να διαβάζει εφημερίδα,  και  έμαθε  να κρατάει τα λογιστικά  της  χωρίς καμία βοήθεια.
Χώρια τα βιβλία που είχε διαβάσει και αυτά που διάβαζε  ακόμα όταν είχε χρόνο και που τα άφηνε δίπλα στο κομοδίνο της, έτσι,  για να τα βλέπουν αυτοί που μπαινόβγαιναν στην κρεβατοκάμαρά της.
Και να πούμε και για τον κινηματογράφο που πήγαινε κάθε φορά που ένιωθε την θλίψη να απλώνεται μέσα της , και έβλεπε ταινίες που μιλούσαν  για μεγάλες αγάπες  με πονεμένο τέλος.
Έτσι ,  για  να μπορεί να δακρύζει μέσα στο σκοτάδι χωρίς να την βλέπει κανείς.
Όλα  αυτά τα ήξερε η πιάτσα,  γι’ αυτό η  Φρόσω είχε μαζί με τα άλλα προσόντα της  και το κύρος της μορφωμένης.

Όχι, νταβατζή δεν έβαλε στο κεφάλι της και κάποιοι  που της την πέσανε, κατάλαβαν πως ήταν σκληρή και πήραν δρόμο.
 Ένας μάλιστα που ήθελε να της πουλήσει προστασία με το ζόρι  του  χαράκωσε το  πρόσωπο με  γυαλί από σπασμένο μπουκάλι. Από τότε δεν την ενόχλησε κανείς άλλος. Άλλωστε  φρόντισε η ίδια να διαδοθεί   πως  η  Φρόσω οπλοφορούσε και καλά θα  έκαναν να προσέχουν…
Μόνον έναν άνθρωπο είχε μαζί της. Την κυρά- Αγορίτσα . Μαζί  ζούσαν.  Αυτή  που φρόντιζε  για όλες τις  δουλειές του «μαγαζιού»  και   την  αγάπησε πολύ, λες και ήταν η μάνα της.

Και από έρωτα; Απ’ αυτό που κανείς δεν γλυτώνει, πως πορεύτηκε;
  Δύο φορές της έτυχε και στις δύο  βασανίσθηκε πολύ.
Την πρώτη   με τον Θάνο, συμμαθητή της  στην τελευταία τάξη  στο γυμνάσιο. Πολύ αγαπήθηκαν με όλη την αθωότητα της εφηβείας.
 Γιος  χωροφύλακα ήταν ο Θάνος  και όταν ήλθε η μετάθεση του πατέρα του για άλλο μέρος   , πλάνταξαν στο  κλάμα  ένα ολόκληρο βράδυ.
 Αυτή συνέχιζε να κλαίει και άλλα πολλά βράδια ακόμα, αφότου χώρισαν.
Η άλλη ήταν με τον  Στράτο .  Λεβεντάνθρωπος.  Είχε έλθει  μία,  δύο φορές στο «μαγαζί» και από τότε έγινε τακτικός  και πάντα με ένα δώρο στο χέρι  «για την κυρία Φρόσω».
 Έρωτας μεγάλος και δυνατός, σαν αυτούς που γράφουν στα βιβλία.
Μόνο που ο Στράτος ήταν παντρεμένος.  Ώσπου  μία μέρα  ήλθε και την βρήκε η γυναίκα του. Κυρία με τα όλα της, είναι αλήθεια .Της μίλησε με σεβασμό και στον πληθυντικό και πολύ το εκτίμησε.
«Κυρία  Φρόσω υπάρχει μία οικογένεια  πίσω από τον Στράτο και δύο παιδιά , δεν είναι κρίμα να καταστραφούν όλα αυτά;  Εγώ είμαι έτοιμη να τον συγχωρέσω, αρκεί να τον αφήσετε εσείς   να γυρίσει πάλι στο  οικογένεια.»
«Όχι , εγώ  δεν θα γίνω αντροχωρίστρα», είπε το  ίδιο βράδυ  στην Αγορίτσα και από τότε  δεν ξαναείδε τον  Στράτο.
 Έκλαψε  πάλι για πολλά βράδια στο μαξιλάρι της , αλλά μέσα ένοιωθε πως  στάθηκε κυρία με  Κάπα  κεφαλαίο

 Τον Ευθύμη , το ψηλό και ξερακιανό   γκαρσόνι στο καφενείο  όπου πήγαινε κάθε  Κυριακή μαζί με την Αγορίτσα και έπιναν με κάθε επισημότητα καφέ και διάβαζε  και τις εφημερίδες, καθότι  αυτή μορφωμένη όπως είπαμε, δεν τον είχε πάρει σοβαρά.
Το είχε καταλάβει πως ήταν  βαθιά ερωτευμένος μαζί της και το διασκέδαζε.
 Σήκω, κάτσε τον είχε. Μέχρι που ένα βράδυ του είπε, έτσι για πλάκα, πως ήθελε να την βγάλει έξω γιατί ήταν πολύ σκασμένη από την  δουλειά.
  Τσακίστηκε ο Ευθύμης να πάρει έκτακτο  ρεπό, να βάλει κουστουμιά και γραβάτα και νάσου να συνοδεύει  όλο καμάρι   αγκαζέ την Φρόσω στον  κινηματογράφο .
Γιατί εδώ που τα λέμε ,όταν η  Φρόσω ντύνονταν και   έβγαινε στο σιργιάνι, ούτε που υποψιαζόσουν  ποια ήταν  η δουλειά της.
 Είδαν μία ταινία με μπόλικο  κλάμα και πολύ το χάρηκε  ο Ευθύμης που η Φρόσω έκλαψε γερμένη στον  ώμο του. Ποτέ όμως δεν βρήκε το θάρρος να της εξομολογηθεί  την βουβή και δυνατή αγάπη του γι’ αυτήν.
Ωσπου  μια μέρα ο  Ευθύμης εξαφανίστηκε. Οσοι  ήξεραν,  είπαν πως θα πήγαινε κάπου στα μέρη του να ανοίξει δικό του καφενείο. Και από τότε κανένα νέο του δεν έφτασε.

Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια και   η Φρόσω άρχισε να μην έχει  ζήτηση.
 Ηταν και οι  «ξένες» που  είχαν πέσει στην πιάτσα. Το κατάλαβε και δεν ήταν αφελής  να περιμένει στο ξεπεσμό.
Αυτή θα αποχωρούσε από την «δουλειά»  όρθια και ωραία, σπαθάτη,  όπως ήλθε.
 Είχε πεθάνει και η Αγορίτσα  που πολύ την έκλαψε, γι’ αυτό πήρε την απόφαση και το έκλεισε το μαγαζί.
 Πρόβλημα οικονομικό δεν είχε . Τους κόπους της τους είχε επενδύσει καλά. Και επειδή   ήθελε να διώξει από πάνω της  και τη  ρετσινιά της  πουτανιάς, αποφάσισε να φύγει από το λιμάνι και να πάει να ζήσει αλλού,  κάπου που να μην την ξέρουν.
 Και το έκανε.    Άλλαξε  ό,τι μπορούσε επάνω της, ρούχα,  χτένισμα ακόμα και το όνομα.  Σε κάποιους νέους  γείτονες που την ρώτησαν , δήλωσε  Σόνια, πως ήταν χήρα και συνταξιούχος και κατέληξε  σε τούτο το μέρος γιατί είχε καλό  κλίμα για τα βρογχικά της.

Απόβραδο  καθόταν σε ένα παγκάκι μόνη. Απέφευγε άλλωστε  να κάνει  στενές σχέσεις με ανθρώπους ,εδώ.
Ένα  γλυκό αεράκι της χάιδευε το πρόσωπο   και κάτι τέτοιες στιγμές ήθελε να αφήνει το μυαλό να  ταξιδεύει και να αναπολεί.
Ούτε που έδωσε σημασία στον άνθρωπο που ήλθε και κάθισε δίπλα της. Μόνο όταν άρχισε να την κοιτά επίμονα, τον πρόσεξε.
«Φρόσω, εσύ είσαι;»
Θέλησε να γυρίσει το κεφάλι αλλού. Από πού ως που Φρόσω, λάθος  έκανε.  Αυτή ήταν η Σόνια . Όμως δεν τα κατάφερε . και η φωνή γνωστή…
«Ευθύμη, εσύ;»
Αυτός ήταν. Του έπιασε το χέρι  με λαχτάρα και  έτσι ήρεμα άρχισαν να μιλούν εκεί στο παγκάκι  λες και δεν είχαν χωρίσει παρά μερικές ημέρες μόνο.
 Της είπε για το καφενείο  που είχε ανοίξει εδώ , για την σύνταξη που πήρε, για την μοναξιά του , για το πόσο την είχε αγαπήσει…

Έκαναν  έρωτα το ίδιο βράδυ και πολύ χάρηκε που είχε  μέσα στην αγκαλιά της τον  Ευθύμη, τον άνθρωπο που είχε το κουράγιο να την αγαπάει ακόμα.
 Έτσι αγκαλιά κοιμήθηκαν και το πρωί όταν ξύπνησαν του  είπε να φέρει τα πράγματά του  εδώ, στο δικό της σπίτι , γιατί εδώ  θα  έμενε  πια.
«Και να φροντίσεις να με πας  κινηματογράφο, όπως τότε, σε μία ερωτική ταινία, γιατί θέλω να κλάψω, ακούς;»  του είπε επιτακτικά.