Γιάννης Λοβέρδος
Η γενναία απόφαση της Συνόδου Κορυφής των Βρυξελλών αποτελεί, ασφαλώς, μια μεγάλη στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της Ελλάδας. Όμως, οι ιστορικές στιγμές που ζούμε δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα. Ακόμα τουλάχιστον. Και, πάντως, δεν δίνουν πειστική απάντηση στο μείζον ερώτημα, που όλοι οι έλληνες έχουμε στα χείλη μας. Η Ελλάδα τη γλίτωσε; Σωθήκαμε;
Η απάντηση δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολη. Είναι προφανές ότι μάλλον αποφύγαμε για τα επόμενα χρόνια, ενδεχομένως και για πάντα, την τυπική, ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, που θα επέφερε μια στάση πληρωμών με τρομακτικές συνέπειες και για τη χώρα και για τους πολίτες. Αν τώρα σώθηκε η Ελλάδα, με την έννοια ότι θα συνεχίσουμε να ζούμε όπως είχαμε συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι καταφατική κι απόλυτη. Όχι βέβαια. Η Ελλάδα δεν πρόκειται να γυρίσει ποτέ εκεί που ήταν. Δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουμε στην εποχή της αφθονίας με δανεικά, που είχαμε συνηθίσει από τη Μεταπολίτευση, και ιδίως από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα. Η τρομερή αυτή εποχή πέρασε ανεπιστρεπτί.
Η Ελλάδα, λοιπόν, μπορεί να μη χρεοκόπησε αλλά ο τρόπος ζωής μας χρεοκόπησε. Και πρέπει να μάθουμε να ζούμε παράγοντας πλούτο. Και με αυτά που παράγουμε. Όμως, η πλειοψηφία των πολιτών και, κυρίως, το κράτος, τα κόμματα, η κυβέρνηση, οι οργανωμένες μειοψηφίες και οι συντεχνίες, που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάρρευση, δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί κι αρνούνται πεισματικά να αλλάξουν.
Η πλέον σημαντική είδηση των τελευταίων ημερών, που διανθίστηκε με την ιλαροτραγωδία της «εξέγερσης» των ιδιοκτητών ταξί, που στο όνομα του «δίκιου» που νομίζουν ότι έχουν καταπάτησαν κάθε έννοια δικαίου με την ανοχή ενός αδύναμου κράτους και μια ανίκανης κυβέρνησης, είναι τα αποτελέσματα από την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τα όσα επισήμως ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομικών, οι πρωτογενείς δαπάνες του προϋπολογισμού (δηλαδή οι κρατικές δαπάνες εκτός της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους) παρουσίασαν αντί της προβλεπόμενης κι απαραίτητης μείωσης, σημαντική αύξηση. Άνω του 1 δισ ευρώ. Δηλαδή, περίπου 6,5 εκατομμύρια ημερησίως, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2010. Αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην αδυναμία και στον ερασιτεχνισμό της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, που αποδεικνύεται ανίκανη να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις της, και δεν προχωρεί στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο – τον μεγάλος ασθενή. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που δημιούργησε το συντεχνιακό, πελατειακό, κράτος, αρνείται πεισματικά να το αλλάξει. Είτε από ανικανότητα, είτε από ιδεολογική αγκύλωση, είτε από βλακεία, είτε από αδυναμία είτε για όλους αυτούς τους λόγους μαζί, ο Γιώργος Παπανδρέου κι οι υπουργοί του αποτυγχάνουν να κάνουν αυτά που πρέπει κι οδηγούν στην καταστροφή την οικονομία – έστω κι αν αποφύγαμε την χρεοκοπία.
Και το χειρότερο είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν καμιά συγκροτημένη πολιτική δύναμη που να επιμένει ότι μόνον ο δραστικός περιορισμός του δημόσιου τομέα με την εφαρμογή επώδυνων αλλά απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, που θα περιορίζουν το εύρος του, τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά του μπορεί να αποτελέσει την απαρχή της δημοσιονομικής εξυγίανσης και κατ’ επέκταση της εξυγίανσης και της ανάπτυξης της οικονομίας. Όλοι τσακώνονται για τους φόρους και όλοι σιωπούν για τις δαπάνες, που είναι το κλειδί της εξυγίανσης και της ανάπτυξης. Μόνο και μόνο για να μη θίξουν τους κομματικούς τους στρατούς που ως πειρατές της Καραϊβικής έχουν καταλάβει το δημόσιο και το κουρσεύουν εις βάρος της κοινωνίας και του μέλλοντός της. Με συνέπεια, ακόμα κι αν αποφύγαμε την τυπική χρεοκοπία, η καταστροφή να συνεχίζει να επικρέμαται πάνω από τα κεφάλια όλων μας.