Bασίλης Αδάμος: Το Hangover του Τάσου

Ο Τάσος τίναζε μανιωδώς με τα κιτρινισμένα δάχτυλα την στάχτη από το τσιγάρο καθισμένος στο πεζούλι της πλατείας θωρώντας μετά από τριήμερο ξενύχτι τον Νικολάκη, που δεν έβλεπε. Έφριξε, αλλά  πριν προλάβει να βρίσει, όπως κάνει ο κάθε έγκυρος μεταμοντερνιστής του 21ου αιώνα, να ‘σου δύο υπάλληλοι από αυτούς του Δήμου, βαριεστημένοι, που τον κουβαλούσαν σε ένα καρότσι και τον τοποθέτησαν μέσα σε πέντε λεπτά. Πού τον πήγαν αναρωτήθηκε ο Τάσος και σαν να τον άκουσε ο ένας, του απάντησε: «-για ρεκτιφιέ!». Στο μυαλό του ήρθε ο Αλκιβιάδης, -λες;

Τέλος πάντων, ο Τασούλης, μια που τον γνωρίσαμε αρκετά και μας επιτρέπει να τον φωνάζουμε χαϊδευτικά, βαφτίστηκε Αναστάσης μετά από επιθυμία του παππού του, που αν και ζερβός, λίγο πριν αποδημήσει ήθελε να αναστηθεί η Αριστερά, και γι’ αυτό προέτρεψε τον γιο του να δώσει αυτό το όνομα στο παιδί του, σαν φυλαχτό ένα πράμα, μπας και – μέσα στις προλήψεις του –  ο εγγονός του σεβαστεί το όνομά του και παλέψει μ’ αυτούς τους λίγους που έμειναν και γίνουν πολλοί . Ο Τασούλης μεγάλωσε κι έγινε άντρας ωραίος, γερός, με μπόλικο καρνέισον,  με όλα τα σοβαρά συνθήματα, που γαλουχούν έναν άνθρωπο στην Ελλάδα και τον καθιστούν ομοτράπεζο των σοβαρών ανθρώπων, που σέβονται τη γενιά τους.

Πήγε και Πανεπιστήμιο, αλλά απ’ έξω, αφού τα μαθήματα τα περνούσε με σκονάκια των συντρόφων. Μ’ αυτά και μ’ αυτά τελείωσε, πήγε περήφανος φαντάρος μέχρι τη Θήβα και μετά έγινε οδηγός του Διοικητού της Μεραρχίας της πόλης του, που έλειπε συνέχεια, άρα την έβγαζε σπίτι του, ένεκα που ο  ευρωσκεπτικιστής «Στρατηγός του Κέντρου», τον συμπάθησε και έβαλε βύσμα, ώστε η μόνιμη μετάθεση να είναι στα Τρίκαλα, για να μην τραυματιστεί σωματικά τε και ψυχικά, αλλά να τελειώσει όμορφα τη θητεία του, για να προσφέρει κατόπιν στην κοινωνία όλον αυτόν τον πλούτο της μεταμοντέρνας τέχνης του λόγου, που κληρονόμησε στο Πανεπιστήμιο.

Το hangover από την Πέμπτη μέχρι το Σάββατο, παρακαλώ, του βγήκε ξημερώματα της Κυριακής, ενώ είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να «τραβήξει» τα σφηνάκια του μεταμοντέρνου και ποιοτικού ξενυχτιού μέχρι το βράδυ της Κυριακής. Τα πενήντα του χρόνια στάθηκαν τροχοπέδη στην ανάπτυξη ενός αναδομημένου μεθυσιού, που θα άλλαζε τα δεδομένα της τρικαλινής νύχτας. Το πνεύμα πρόθυμο, όπως πάντα, αλλά…

Έτσι αυτό το Δεκεμβριανό πρωινό τον βρήκε έξω από όλα τα επαρχιακά μπαράκια των βλαχοκαραγκούνηδων ιδιοκτητών, να αναπολεί το παρελθόν και να αναθεματίζει την πορεία της σκέψης, που αποδόμησε τις αξίες της φιλελεύθερης κοινωνίας και έκανε τους φλούφληδες δεξιούς να κατιάζουν στο κοτέτσι της δεξιάς μαμάς τους, περιμένοντας να τους ταΐσει εξουσία το δέντρο, που έριχνε τους καρπούς του αριστερά και δεξιά, χωρίς να το κουνήσει κανείς, αφού πια είχε ωριμάσει 4,5 χρόνια στον κήπο του Κακού μοσχοπουλώντας αρκετές από τις ιδέες των Εθναρχών του 1920 και του 1974. Γκολ εσείς, σέντρα εμείς αναστοχαζόταν ο Σούλης, ο Τασούλης.

Αυτά που χτύπησαν, σκέφτηκε,  τις δεξιές νοικοκυρούλες ήταν πολλά, αλλά ο περήφανος Αλέξης δεν πρόκανε σαν τον Χαρίλαο, να δώσει τη χαριστική βολή, τον έφαγε μπαμπέσικα ο γερο Ερντογάν, που βιαζόταν να μεγαλώσει το αποτυχημένο του κράτος και δεν ήθελε την μοναδική ρετσινιά της ραγιάδικης υπόκυψης να την «ενδυθεί» αυτός, ο πολίτης του κόσμου.

Ο Τασούλης αγχωμένος αναρωτήθηκε: -Τι θα γίνει αδελφέ μου; Ο Καπιταλισμός πνέει τα λοίσθια ή όχι; Τι θα συνεχίσω να λέω στους νέους συντρόφους, που εύκολα γίνονται σύντροφοι εξαιτίας της Γκρέτας και της αναθεματισμένης κλιματικής αλλαγής; Καταστρέφεται μέσα στις ενδογενείς αντιφάσεις του ή γιγαντώνεται; Ξαναθυμήθηκε τον μεγάλο αγώνα ανάμεσα στον Αχώνευτο Πήτερσον και τον μεθυσμένο Ζιζέκ. Καλά αυτός ο ιδιοφυής ανόητος έπρεπε να πάει μεθυσμένος στο μεγάλο ντιμπέιτ της Άνοιξης; Τελικά ποιος νίκησε; Ο πήδουλας 56άρης  Καναδός ή ο 70άρης Σλοβένος με τον Ιωσήφ να φιγουράρει βλοσυρός πάνω από το κρεβάτι του; Η Αριστερά δεν μαθαίνει ποτέ. Μετατρέπει σε αστέρες κάτι ξεχασμένους νεοσυντηρητικούς καθηγητές και τώρα φέρνει στο προσκήνιο τον αχώνευτο και μισογύνη Τζόρνταν από τον Καναδά;!

-Στην Ελλάδα πάντως, μιλώντας στον εαυτό του, όπως κάνει ο κάθε σοβαρός Μαρξιστής, κάναμε τα αδύνατα δυνατά να ισοπεδώσουμε τον οικονομισμό, ως αιτία εν γένει όλων των κακώς κειμένων του υποτιθέμενου Νεοφιλελευθερισμού, που δεν υπάρχει ούτε στην Αμερική, μέσα από το ραδιόφωνο, τη web tv, το Youtube, την Τηλεόραση, τον Νεομεταμοντέρνο κινηματογράφο αλλά οι πεινασμένοι για εξουσία κολωνακιώτες τρόφιμοι  του Alexis ήταν ζάμπλουτοι, που να πάρει…

Σηκώνει τη σλάβικη κεφαλή του και πίσω από τον στρατηγό των στρατηγών ατενίζει με ντροπή το «λάβαρο» του αγώνα ξεφτισμένο να κρέμεται πάνω από τον πανέμορφο Ληθαίο. Μοναδικό κουσούρι σε παγκόσμιο επίπεδο κόμματος, που βρωμίζει αντιαισθητικά το περιβάλλον, όπως έπραξε με τραγικό τρόπο η σοβιετική τακτική στη Λίμνη Αράλη, να τεντώνει μπούρδες και να τις αφήνει πάνω από δρόμους, λιμάνια, ποταμούς, θάλασσες και βουνά, ενημερώνοντας τον «ΛΑΟ» για την μαζικότητα της τρίτης εργατικής αντισυγκέντρωσης των 12,5 ατόμων… ελέω της ανοχής της τοπικής εξουσίας δημοτικής και αστυνομικής… ελέω της ανοχής της δημοκρατικής κοινωνίας για το πιο «ιστορικό» κόμμα όλων των εποχών, που πέρασε τα πάνδεινα στην προσπάθειά του να τραβήξει κουπί μονόπαντα.

Το κεφάλι του πάει να σπάσει και σίγουρα από μέσα του δεν θα ξεπηδήσει η θεά Αθηνά, αρκετά τον κουράσαμε, αυτόν τον πνευματικό απόγονο του Χάιντεγκερ και του Ντεριντά. Μέχρι το απόγευμα θα συνέλθει, Χριστούγεννα έρχονται, όλο και κάποιος ημιδιάσημος ψευτοδιανοούμενος θα σκάσει μύτη στον Μύλο των Δεξιών Ξωτικών – που ξεπούλησαν τη σοσιαλιστική τους αύρα, για να κάνουν μαγικά ως κλόουν πια σε όλους τους Έλληνες και τα παιδιά τους – προσφέροντάς του τη χαρά του υποτιθέμενου διαλόγου. Απλά, εάν υπάρχει ένας καλός άνθρωπος σ’ αυτήν την πόλη ας του αφήσει ένα σημείωμα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που στόλισε η ξαδέλφη του, που να του λέει την αλήθεια για τον Άη Βασίλη: τα περισσότερα «έργα» της μεταμοντέρνας κριτικής και φιλοσοφίας σκονίζονται σε τεράστιες αποθήκες του Παρισιού, του Μιλάνου και της Νέας Υόρκης…

Αδάμος Βασίλειος