Bασίλειος Αδάμος: Ο Απογαλακτισμός

-Έλα Τσίκο μπορείς, θα τα καταφέρεις! Φώναζαν όλοι μαζί οι πίθηκοι τού απέναντι δέντρου παρακινώντας τον Τσίκο να πηδήξει και να ζήσει μαζί τους στο καινούργιο ενδιαίτημα, που ήταν γεμάτο καρπούς και θα έβγαζαν δυο χρόνια χωρίς να πεινάσουν ούτε μια μέρα.

Ο Τσίκο ήταν ένας κερκοπίθηκος πρεσβύτης, απ’ αυτούς που ζουν μόνο στη Βόρεια Σουμάτρα και συγκεκριμένα στο οικοσύστημα του Γκάνουνγκ Λούσερ. Οι κερκοπίθηκοι ζουν σε ομάδες των είκοσι ατόμων με μόνον έναν ενήλικο αρσενικό, ενώ τα περισσότερα είναι θηλυκά και ανήλικα.

-Τι τρέχει με τον Τσίκο;

Ο συγκεκριμένος μικρός είναι ένα δίχρονος πιθηκάκος, που δυστυχώς μέχρι πριν ένα μήνα τον κουβαλούσε η μητέρα του ενάντια στη φύση του, αφού θα έπρεπε ήδη στους έξι μήνες να απογαλακτιστεί, να τρώει μόνος του και να καταστεί οργανικό μέλος της φύσης.

Η μητέρα του τον κράτησε περισσότερο στην αγκαλιά της, επειδή ήταν το πιο όμορφο πιθήκι του δέντρου και ήθελε να τον επιδεικνύει στις άλλες μαμάδες καταδικάζοντας τον γιο της, να μείνει ίσως για πάντα ανίκανος να αναπτυχθεί, γι αυτό και τα άκρα του παρέμειναν πιο μικρά από των υπολοίπων στην ηλικία του. Τώρα όμως η μητέρα έχει άλλο μωρό και δεν μπορεί πλέον να κουβαλάει τον Τσίκο, που έπεσε σε κατάθλιψη

Πέρασαν ήδη δυο χρόνια το δέντρο πρόσφερε ότι ήταν να προσφέρει και όλη η ομάδα αποφάσισε να περάσει στο απέναντι δέντρο σε απόσταση έξι μέτρων, που τους υποσχόταν τροφή για άλλα δύο χρόνια.

Τα πάντα ήταν έτοιμα, την άλλη μέρα η αποικία σύσσωμη με τον αρχηγό και με τα μωρά στην αγκαλιά τους οι πιθηκίνες πηδούσαν την απόσταση των έξι μέτρων με χάρη μέσα σε δύο λεπτά. Ο Τσίκο κρατιόταν με χέρια και με πόδια με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν μπορεί να κάνει το άλμα, είναι κάτι σαν απονενοημένο διάβημα για τον ίδιο… -Τι θα κάνει;

Όλη η μέρα πέρασε και ο Τσίκο είχε εκείνο το χαμένο βλέμμα, που ούτε το αδελφάκι του δεν μπορούσε να διακρίνει από ντροπή. Το μικρό έβγαζε κραυγές και έκλαιγε αναζητώντας τον αδελφό του που δεν έπαιρνε την απόφαση να δοκιμάσει την τύχη του.

Πέρασαν δύο εικοσιτετράωρα, τα υπολείμματα της τροφής τελείωσαν, στο μεταξύ είχε αδυνατίσει, το φάσμα της πείνας ήταν μη αναστρέψιμο. Από κάτω η τίγρη της Σουμάτρας αναμένει τη φρέσκια τροφή, γιατί όπου να ‘ναι ο Τσίκο θα παραδόσει την τιμή και τα όπλα του.

Την Τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς ο Τσίκο έχει αγκαλιάσει το κλαδί, δεν λέει να ξεκολλήσει, και γίνεται έρμαιο του ανέμου που τον ραπίζει θέλοντας να τον στείλει μια και καλή στα σαγόνια της Σίμπα.

Η ομάδα έχει πάψει να ασχολείται με τον δειλό και προδότη, αποφεύγει να τον ξανακοιτάξει και ασχολείται με το ξεψείρισμα. –Αχ Τσίκο…

Το απόγευμα ένας γέρο μακάκος τον επισκέπτεται. –Αγόρι μου έτσι και αλλιώς θα πέσεις, -αφού δεν έχεις άλλες δυνάμεις και το χειρότερο, πριν πεθάνεις θα γίνεις γεύμα για τη Σίμπα με τον χειρότερο τρόπο ατιμάζοντας τον εαυτό σου και το είδος μας: -Όλοι πεθαίνουμε στα κλαδιά, όπου γεννηθήκαμε, δεν γινόμαστε βορά των σαρκοφάγων. – Γι’ αυτό πήδα να τελειώνουμε, εάν πέσεις έπεσες!

Ο γερο – μακάκος δεν είναι δικαιωματιστής, ξέρει τις υποχρεώσεις του και τους νόμους της τροπικής ζούγκλας. Γνωρίζει ότι είναι φυτοφάγος, αλλά έχει μεγαλύτερο εγκέφαλο για τις διαστάσεις του, επειδή όλες οι τροφές του έχουν πρωτεΐνες και τον έφτασαν στην κορυφή των δέντρων…

Την Τέταρτη μέρα ο Τσίκο παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Παίρνει βαθιές ανάσες και αρχίζει να ταλαντεύεται στο ακριανό κλαδί, έτοιμος για το μεγάλο άλμα. Τα λόγια του σοφού τον συγκίνησαν και του έβγαλαν τη θαμμένη του θέληση, άλλωστε ο μακάκος είναι ειδικός, ξέρει αυτός.

Οι κερκοπίθηκοι σταματούν να τρώνε, στρέφονται όλοι προς το μέρος του. –Πήρε την απόφαση ο δειλός; Κρατούνε την ανάσα τους – είναι ζήτημα τιμής – ο Τσίκο βγάζει έναν αναστεναγμό και με το ένα, δύο, τρία εκσφενδονίζεται. Όλοι έχουν γουρλώσει τα μάτια, έλα Τσίκο θα τα καταφέρεις! Για έναν πόντο παραλίγο να χάσει την προσγείωση, αλλά τα κατάφερε, ο Τσίκο τα κατάφερε, βρίσκεται κοντά στους δικούς του και αγκαλιάζει τη μαμά του και τον μικρό αδελφό του, ευτυχισμένος πια και μακριά από τη δυστυχία.

Η αλήθεια είναι ότι όλο το βράδυ μακριά από αδιάκριτα βλέμματα ο σοφός μακάκος του έκανε μαθήματα άλματος διδάσκοντάς του τεχνική και θέληση, ήταν όμως ο κατάλληλος…

Υ.Γ: Με αφορμή μια σκηνή από τη σειρά του Μπαράκ Ομπάμα, «Υπέροχα Εθνικά Πάρκα».

Αδάμος Βασίλειος