Αρης Μυλωνάς, Διευθυντής στο 6ο ΓΕΛ Τρικάλων – Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκά Εκπαιδευτικά Συστήματα

Η παγκοσμιοποίηση ως κυρίαρχο  φαινόμενο  της εποχής επέφερε σημαντικές αλλαγές στο σύγχρονο κόσμο – ορατές όχι μόνο  στην   ανταλλαγή αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου, εργασίας, γνώσεων και πληροφοριών αλλά  και σε αλληλεξαρτήσεις στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πολιτικής  των κρατών.  Πρώτα- πρώτα, η παγκοσμιοποίηση επέφερε τεράστιες αλλαγές  στα παραδοσιακά μοντέλα της παιδαγωγικής πρακτικής και στοχοθεσίας  των εκπαιδευτικών συστημάτων. Οι Διεθνείς Οργανισμοί (π.χ ΟΟΣΑ)  «πίεσαν» τα εκπαιδευτικά συστήματα των  κρατών ανά τον κόσμο  να αποδεσμευτούν από το σφιχτό εναγκαλισμό  της ιδιαίτερης κρατικής εκπαιδευτικής  πολιτικής  και πολιτισμικής πρακτικής, που εφάρμοζαν. Πάνω λοιπόν σ΄ αυτή τη βάση προέκυψε με την παγκοσμιοποίηση  ένας ανελέητος ανταγωνισμός όχι  μόνο των  εταιριών αλλά και των εκπαιδευτικών συστημάτων  ιδίως σε ζητήματα αξιολόγησης και ιεραρχικής κατάταξης. Το PISA π.χ   οδήγησε σε διεθνή κατάταξη τα εκπαιδευτικά συστήματα ανάλογα με τις επιδόσεις κυρίως  σε τομείς Φυσικών και Μαθητικών Επιστημών και γενικότερα εφαρμοσμένης γνώσης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις γενικότερες πολιτισμικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες των επιμέρους κρατών (στη διεθνή αυτή κατάταξη  τοποθετούνται 1η η Φιλανδία, 2η Η Κορέα, 3η η Αυστραλία).  Διαφαίνεται λοιπόν πως η παγκοσμιοποίηση οδήγησε τα εκπαιδευτικά συστήματα σε λογική κατ΄ εξοχήν  σύγκλισης και εφαρμοσμένης επιστημονικής γνώσης,  σε μια νέα αντίληψη «οικονομίας» της γνώσης, πέρα από τα επιμέρους κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά και τις  ιδιαιτερότητες των εκπαιδευτικών συστημάτων των επί μέρους χωρών.

   Σ΄ αυτή τη βάση και στο γενικότερο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης επήλθαν αλλαγές στο προφίλ της εκπαίδευσης. Ειδικότερα, θεσμοθετήθηκαν οργανισμοί Πιστοποίησης Προσόντων , όπως π.χ το Ευρωπαϊκό Σύστημα  Μεταφοράς Ακαδημαϊκών προσόντων  (EKTS) σε συνεχείς αγχογόνες  διαδρομές για απόκτηση τίτλων σπουδών σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Οι πιέσεις αυτές για την προσαρμογή της εκπαίδευσης στις αγορές  επεξέτειναν τα χρονικά όρια της παρεχόμενης τυπικής εκπαίδευσης και μορφοποίησαν στα εκπαιδευτικά δεδομένα  τη λειτουργία  πια και την αναγκαιότητα της μη τυπικής  και άτυπης εκπαίδευσης.  Διαφαίνεται πως η ανάγκη της παρεχόμενης γνώσης, σύμφωνα με τους οικονομικούς όρους της παγκοσμιοποιημένης πια εκπαίδευσης οφείλει να εξοπλίσει πια  τους εν δυνάμει μελλοντικούς εργαζόμενους  με νέες δεξιότητες , με νέα εργαλεία , με  άριστη γνώση ξένων γλωσσών, με ευελιξία και αλλαγή επαγγέλματος  στην αγορά εργασίας , με  μετακινήσεις στις επιχειρήσεις, με  την ανάπτυξη ικανοτήτων για ευκόλως μεταβαλλόμενα επιχειρηματικά περιβάλλοντα. Δεξιότητες, ευελιξία, προσαρμοστικότητα και υψηλά προσόντα είναι  η αναγκαιότητα, που επέβαλε στην εκπαιδευτική πραγματικότητα η παγκοσμιοποίηση της εποχής μας. Μήπως  όμως  αυτή η πίεση και η εντατικοποίηση. δημιουργεί κινδύνους για το δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, μήπως προκαλεί κατηγοριοποιήσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων και  δρομολογεί κοινωνικούς αποκλεισμούς σε ευρεία στρώματα εργαζομένων, μήπως δημιουργεί  οικονομικίστικη αντίληψη της παρεχόμεης μόρφωσης , αφυδατωμένης από τα πολιτισμικά της χαρακτηριστικά και τους χυμούς της παιδείας;

   Από την άλλη πλευρά βέβαια   η παγκοσμιοποίηση  δεν επέβαλε  στα εκπαιδευτικά συστήματα  μόνο οικονομικούς όρους. Πρώτα – πρώτα με την εκπόνηση των Ευρωπαϊκών προγραμμάτων οι Διεθνείς οργανισμοί οδήγησαν  σε κινητικότητα και μετακινήσεις  τον μαθητικό και φοιτητικό  πληθυσμό , μετακινήσεις  ενταγμένες  στο πλαίσιο της υλοποίησης  χρηματοδοτούμενων  προγραμμάτων (π.χ Εrasmus+ ,κλπ..) . Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο  τεράστια ποσά δαπανήθηκαν από τους διεθνείς οργανισμούς για αυτή τη μετακίνηση του εκπαιδευτικού κόσμου. ( Δείγμα των ποσών αποτελούν τα στατιστικά του Ι.Κ.Υ  για το 2019: 3.37 billion buget, 111.000 οργανισμοί, 25.000 project, 940.000 άτομα μετακίνησης!). Η μετακίνηση αυτή προδιέγραψε ανάμεσα στους λαούς των Ευρωπαϊκών χωρών  αναμφισβήτητα ειρηνική  συνάφεια, συσχετισμό και πολιτισμικό συγκρητισμό, μεγάλη ιδεολογική αλληλεπίδραση για αμοιβαίες ανταλλαγές και πρωτίστως πολιτισμική ανεκτικότητα για ένα κόσμο ανοιχτών οριζόντων, χωρίς την καταστροφική εσωστρέφεια των κλειστών εθνικισμών.

  Και αν τα Ευρωπαϊκά Προγράμματα αποτέλεσαν μια μεγάλη καινοτομία στο χώρο της εκπαίδευσης, εκείνο που αποτελεί σήμερα  ύψιστη προτεραιότητα σ΄αυτή την κινητικότητα χρημάτων και ανθρώπινου δυναμικού είναι κυρίως, πέρα από την ενίσχυση της απορροφητικότητας τους  από τις σχολικές μονάδες,   η ανάδειξη ενός καινούριου πολιτισμού, βασισμένου όχι μόνο στον οικονομικό χαρακτήρα της γνώσης, αλλά στην πρωτοκαθεδρία του πολιτισμού έναντι της οικονομίας.. Ενός πολιτισμού θεμελιωμένου   στην αξία της Τεχνών, στην ποικιλομορφία της κουλτούρας των λαών   και  στο ιδανικό της πολυπολιτισμικής δημοκρατίας Σ΄ αυτό το δρόμο με απλά λόγια που ήθελε ο οραματιστής και εμπνευστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Jean Monet λέγοντας: «Στόχος μας δεν είναι να κάνουμε οικονομικές συμμαχίες κρατών, αλλά με τις συμμαχίες να ενώνουμε ανθρώπους»!