Είναι ηλίου φαεινότερο, πως μετά την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, η χώρα έχει περιπέσει στη δίνη της προεκλογικής περιόδου. Θεμελιώδη και ακανθώδη ζητήματα, που αφορούν την ίδια της την υπόσταση ως κράτος-μέλος της ΕΕ, τα παραβλέπει και αναζητά χίμαιρες, μέσω της ανανεωμένης λαϊκής εντολής σ’ ένα ασταθές και ευμετάβλητο πολιτικό και οικονομικό σκηνικό. Είτε με αφορμή την αποτυχία της εκλογής ΠτΔ, είτε με πρόσχημα την ενδεχόμενη δυσαρμονία όπως καταγράφεται δημοσκοπικά, ανάμεσα στην λαϊκή βούληση και την κυβερνητική πολιτική, το αίτημα είναι ένα και αδιαπραγμάτευτο. Εκλογές εδώ και τώρα!
Καλείται λοιπόν, ο βαλλόμενος πανταχόθεν ψηφοφόρος, να λάβει δήθεν νηφάλιες, ψύχραιμες και νουνεχείς αποφάσεις, καθοριστικής σημασίας για τη ζωή του σε κατάσταση συναγερμού, όπως η εκλογή της επόμενης κυβέρνησης αλλά και μια σειρά κρίσιμων θεμάτων, όπως η οικονομική βιωσιμότητα της χώρας, η πολιτική, ιδεολογική της ταυτότητα, ακόμη και η γεω-στρατηγική της θέση, σε ένα ρευστό και αδιαλείπτως διαμορφούμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Με βάση ποιους άξονες και ποιες πολιτικές θα κινηθεί και θα κληθεί να επιλέξει ο ψηφοφόρος στις επερχόμενες εκλογές; Συνοπτικά και ίσως απλουστευτικά θα μπορούσαμε να τον κατατάξουμε σε τρεις βασικές κατηγορίες, σύμφωνα με την τρέχουσα πολιτική ορολογία.
Στην πρώτη κατηγορία ο ψηφοφόρος τάσσεται υπέρ των μνημονιακών-κυβερνητικών πολιτικών σχηματισμών όπως καταγράφονται την τελευταία πενταετία. Σ’ αυτή την κατηγορία υπάγεται: α) ο παραδοσιακός ψηφοφόρος, ο οποίος διέπεται από συντηρητικές και αρτηριοσκληρωτικές αντιλήψεις. Βασικό χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι πως αντιλαμβάνεται τον κόσμο, ως μια κατεστημένη και στατική κατάσταση, όπου τίποτα δεν μπορεί να διασαλευθεί και τίποτα δεν πρέπει να διαταράξει τις παγιωμένες σχέσεις κυριαρχίας. Είναι το είδος του ψηφοφόρου, που οι δογματικές του απόψεις και η στάση του απέναντι στα πράγματα, συνοδεύεται από μια ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση. Κυριαρχεί το θυμικό αντί της λογικής και αντιμετωπίζει την ψήφο ως ένα χρέος δίκην σεβασμού έναντι των προπατόρων του. β) ο ψηφοφόρος που διακατέχεται από ιδιοτελή κίνητρα. Έχει ευνοηθεί τα μάλα στο παρελθόν από το παρασιτικό και πελατειακό πολιτικό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε και εδραιώθηκε από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και εντεύθεν. Μέσα σε ένα κλίμα φαβοριτισμού και ευνοιοκρατίας για τους κομματικούς στρατούς, νέα «τζάκια» αναδύθηκαν στο κρατικοδίαιτο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, στρατιές εργαζομένων απορροφήθηκαν απ’ τον υπέρ διογκωμένο και υδροκέφαλο δημόσιο τομέα, εις βάρος του παραγωγικού ιστού της χώρας και του ιδιωτικού τομέα. Είναι εύλογο λοιπόν να τηρεί μια στάση «ευγνωμοσύνης» έναντι των κομματικών του ταγών και ιθυνόντων που τον εξέθρεψαν, σ’ ένα καθεστώς αναξιοκρατίας και κομματοκρατίας, εις βάρος του κοινωνικού συνόλου και των δημοκρατικών θεσμών, με μοναδικό σκοπό την υφαρπαγή της ψήφου ως μέσο συναλλαγής. Για αυτό λοιπόν επιζητά την διαιώνιση της πελατειακής σχέσης με τους κομματικούς κοτζαμπάσηδες για τη διατήρηση των όποιων κεκτημένων. γ) ο ψηφοφόρος που τελεί σε καθεστώς πανικού. Διαβλέποντας πως η χώρα οδεύει ολοταχώς προς τα βράχια, υπό το φόβο μιας γενικευμένης και διαρκώς κλιμακούμενης κρίσης, ενώ αναγνωρίζει τις τεράστιες ευθύνες των μνημονιακών κομμάτων, θεωρεί πως στην παρούσα φάση δεν υπάρχουν εναλλακτικές ρεαλιστικές προτάσεις, οπότε εξακολουθεί να στηρίζει το πολιτικό κατεστημένο με την προσδοκία πως η χώρα θα παραμείνει δεμένη στο άρμα της Ευρώπης, ευελπιστώντας στην εξομάλυνση της κρίσης δια της Ευρωπαϊκής καθοδήγησης και αλληλεγγύης.
Η δεύτερη κατηγορία ανήκει στον αντί-μνημονιακό ψηφοφόρο, όπως αποτυπώνεται στην πλειοψηφία της αντιπολίτευσης εν γένει. Συγκεκριμένα την πρωτοκαθεδρία κατέχει α) ο ψηφοφόρος ο οποίος ανήκε στα μεσαία στρώματα της Ελληνικής κοινωνίας και με την έλευση της κρίσης διαψεύστηκαν οι ελπίδες και οι προσδοκίες μιας ανθηρής και διασφαλισμένης από το κράτος-πατερούλη, τρυφηλής ζωής. Κινούνταν κυρίως κάτω από την προστασία και την ομπρέλα μιας κρατικοδίαιτης οικονομίας η οποία του εξασφάλιζε μέσω του υπέρ δανεισμού και της διεύρυνσης του δημοσίου τομέα ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής, το οποίο δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Από μια κατάσταση επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας πέρασε με πραγματικά βίαιο τρόπο σε ένα καθεστώς φορομπηχτικής πολιτικής και οριζοντίων περικοπών, με αποτέλεσμα την ραγδαία πτώση του βιοτικού του επιπέδου. Αρνούμενος να αναλύσει και να εξηγήσει την σημερινή του κατάσταση, κατακλύστηκε από αισθήματα αντεκδίκησης απέναντι στο πολιτικό καθεστώς που υποστήριζε μέχρι πρότινος και είχε συμβάλλει με τις πρακτικές και τις επιλογές του, στον εκτροχιασμό της χώρας. Τώρα αποσείει από πάνω του όλες τις ευθύνες και επιθυμεί διακαώς εν μια νυκτί, την παλινόρθωση της προγενέστερης κατάστασης μέσω δημαγωγικών-αντιμνημονιακών κομματικών σχηματισμών. Αυτό έχει ως συνέπεια β) να ανθεί το είδος εκείνο του ψηφοφόρου όπου θεωρεί πως η χώρα έχει πέσει θύμα συνομωσίας εντός και εκτός των τειχών, βάλλεται από εχθρούς που επιβουλεύονται τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές και την εθνική της κυριαρχία. Άρα η λύση είναι να καταφύγουμε σε ίδιες εθνικές δυνάμεις, αξιοποιώντας τον εθνικό μας πλούτο, περιθωριοποιημένοι και αποκομμένοι από εταίρους και συμμάχους οι οποίοι μας οδήγησαν έως εδώ, για να ικανοποιήσουν τα μοχθηρά και καταχθόνια σχέδιά τους. Δυστυχώς αυτή η αντίληψη βρήκε γόνιμο έδαφος σε καιρούς οικονομικής ύφεσης και είχε ως αποτέλεσμα ακόμη και την εμφάνιση ακραίων εθνικιστικών-ναζιστικών εκτρωμάτων. γ) Επίσης, ο ψηφοφόρος ο οποίος θεωρεί πως η τρέχουσα οικονομική κρίση, είναι απότοκο της κρίσης που διέπει το καπιταλιστικό σύστημα και την παγκοσμιοποίηση. Κατά την άποψή του η χώρα μας πρέπει να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο, να πειραματιστεί πέρα και έξω από το μεγάλο «κεφάλαιο» και τις πολυεθνικές. Να δώσει έμφαση στην παραγωγική διαδικασία μέσω του δημοσίου τομέα και αν είναι δυνατόν να ακολουθήσει ακόμη και δική της νομισματική πολιτική καταργώντας συμβάσεις και συμφωνίες με εταίρους οι οποίοι απεργάζονται την παράδοση άνευ όρων της χώρας μας στους διεθνείς τοκογλύφους.
δ) Δεν πρέπει βεβαίως να διαλανθάνει την προσοχή μας, ο ψηφοφόρος εκείνος που αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού το οποίο διαβιεί στα όρια της φτώχειας. Με δυσθεώρητα επίπεδα ανεργίας, χωρίς ελπίδα και προοπτική ζει στο περιθώριο της κοινωνίας και της παραγωγικής διαδικασίας με απόρροια την οικονομική του εξαθλίωση και την αλλοτρίωσή του από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Είναι αυτονόητη εν μέρει η αποστροφή και το μένος που νιώθει για το σημερινό πολιτικό σύστημα. Για αυτό άλλωστε επιζητά την άμεση ανατροπή του και την αντικατάστασή του από κομματικούς σχηματισμούς που του υπόσχονται ευοίωνες προοπτικές.
Στον αντίποδα όλων των ανωτέρω κατηγοριών, βρίσκεται ο ορθολογιστής ψηφοφόρος. Η θεώρηση και η άποψη που έχει για την πολιτική, διαπνέεται από λογική και κρίση, μακριά από συναισθηματισμούς και σκοπιμότητες. Αναλύει την τρέχουσα κατάσταση και το πώς φτάσαμε εδώ ως κοινωνία και οικονομία, χωρίς κομματικές παρωπίδες, δογματισμούς και προκαταλήψεις. Είναι δεκτικός στον γόνιμο και καλοπροαίρετο διάλογο, διακατέχεται από επιχειρήματα και ρεαλιστικές προτάσεις. Είναι υπέρμαχος μιας ευνομούμενης και βαθιά ανοικτής και δημοκρατικής κοινωνίας, ίσων ευκαιριών και κοινωνικά δίκαιης. Ασπάζεται την άποψη για μια χώρα ευρωπαϊκή, σύγχρονη, ανταγωνιστική, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει και μπορεί να σταθεί επάξια στον «στίβο» της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας ως ισότιμο μέλος της και όχι ως επαίτης. Αγωνίζεται για τον εκδημοκρατισμό των θεσμών και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας μακριά από παρωχημένες και αναχρονιστικές οικονομικές συνταγές, μέσω της διαρκούς μεταρρύθμισης σε όλα τα επίπεδα. Απεχθάνεται τις «εύκολες λύσεις» και τους λαϊκισμούς απ’ όποια κατεύθυνση και εάν προέρχονται και θα προτιμούσε οι πρωτοβουλίες για τις απαραίτητες δομικές αλλαγές που χρειάζεται η χώρα, να είχαν αναληφθεί προ πολλού από το εγχώριο πολιτικό σύστημα, χωρίς ξένες παρεμβάσεις, καταναγκασμούς και δεσμεύσεις των μνημονιακών συμβάσεων. Για αυτό τον λόγο αναζητά πολιτικούς φορείς και κινήματα πολιτών που έχουν τη γνώση, τη θέληση, την πεποίθηση και προπάντων, τον διακαή πόθο να συμβάλλουν με όλες τους τις δυνάμεις προς την οδό των μεταρρυθμίσεων, για το συλλογικό καλό της κοινωνίας και της χώρας.
Ας ελπίσουμε στις επερχόμενες και πράγματι κρίσιμες εθνικές εκλογές, ο σώφρων ψηφοφόρος και πατριώτης θα κατισχύσει έναντι αυτού που απλά θέλει να προωθήσει τα μικροκομματικά του συμφέροντα και απωθημένα. Είναι χρέος των μεταρρυθμιστικών κινημάτων να αδράξουν την ευκαιρία, να διαφωτίσουν τον λαό και να τον οδηγήσουν στο δρόμο της λογικής και της ευημερίας.
Άρης Δίπλας
Εκπαιδευτικός: οικονομολόγος, κοινωνιολόγος
Τοπικός Συντονιστής στην οργάνωση «Το Ποτάμι» , Ν. Τρικάλων
.