Aπάντηση του Ηρακλή Φίλιου στον Π. Τύμπα για όσα του καταμαρτυρεί

ΣΕ ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ «ΝΑΙ, ΕΡΩΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΟΛΑ!».

(2ο μέρος/5)

Περί Φιλοσοφίας 

Αρχικά, οφείλω να επισημάνω πως η θεολογία συνδέεται με τη φιλοσοφία από αρχαιοτάτων χρόνων — μόνο στον 20ο αιώνα η θεολογία αποσυνδέθηκε από τη φιλοσοφία από άθεους και μεταμοντέρνους φιλοσόφους, κίνηση η οποία, τελικά, φαίνεται να υποχωρεί αφού γνωστοί φιλόσοφοι όπως ο Caputo και ο Vattimo διαρκώς επισημαίνουν την ανάγκη συνύπαρξης φιλοσοφίας και θεολογίας. Εξάλλου ο Αριστοτέλης τα «Μετά τα φυσικά» τα χαρακτηρίζει ως θεολογία. Συγκεκριμένα, έχει επικρατήσει το βιβλίο Λ των «Μετά τα Φυσικά» να είναι η θεολογία του Αριστοτέλη.

Λέτε ότι διαβάζω «περισσότερο «φιλοσοφούντες» θεολόγους και λιγότερο ή αποσπασματικά κείμενα των Αγίων Πατέρων». Προφανώς δεν καταλάβατε τι έγραψα, ενώ συγχρόνως αγνοείτε πασιφανώς την πατερική παράδοση. Ήδη από τα χρόνια του αγίου Ιουστίνου, φιλοσόφου και μάρτυρος, ο οποίος δεν πέταξε ποτέ τον φιλοσοφικό τρίβωνα, οι σχέσεις μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας έχουν καθοριστεί επακριβώς στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στις «Απολογίες» του ο Ιουστίνος έδειξε αναλυτικά το πώς πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Χριστιανισμού και Φιλοσοφίας.

Για να μην κουράζω με αποσπάσματα των κειμένων, αναφέρω μόνο τα όσα γράφει ο π. Θεόδωρος Ζήσης: «ανήσυχος, ερευνητικός, χωρίς φανατισμούς και προκαταλήψεις, ελέγχει, συζητά, δοκιμάζει. Δεν καταδίκασε εξ’ ολοκλήρου τις φιλοσοφίες που γνώρισε, πριν γίνει Χριστιανός, τις τοποθέτησε απλώς στις πραγματικές τους διαστάσεις. Είναι ανθρώπινα, ατελή κατασκευάσματα, περιέχουν σπέρματα μόνο της αλήθειας»[1]. Ο σπερματικός λόγος (η έμφυτη δύναμη του Λόγου του Θεού που ενυπάρχει και ενεργεί σε κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως)[2] είναι εκείνος που επιτρέπει και στους φιλοσόφους να γνωρίσουν τις αλήθειες του Θεού. Γι’ αυτό και ο Ιουστίνος καταλήγει αβίαστα στο συμπέρασμα: «ὅσα οὖν παρὰ πᾶσι καλῶς εἴρηται, ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν ἐστι»[3].

Ενώ λοιπόν, ο Ιουστίνος διάβαζε και γνώριζε τους φιλοσόφους της εποχής του δίνοντας απαντήσεις στα ζητήματα που εκείνοι έθεταν, εσείς προτείνετε να μη διαβάζει κάποιος φιλοσοφικά κείμενα. Κατανοώ ότι αυτό έχει ένα νόημα για κάποιον που δεν έχει τις γνώσεις, τις προϋποθέσεις και την κριτική ικανότητα, αλλά, σε ό,τι με αφορά, σας διαβεβαιώνω ότι δεν χρειάζεται να ανησυχείτε. Μπορώ να διακρίνω το αληθές από το ψευδές, ξέρω να προφυλάσσομαι και ως οδοδείκτη έχω την πατερική σκέψη και την παράδοση της Εκκλησίας μας. Φυσικά και θα διαβάζω θεολογία και θα συνεχίζω να διαβάζω, και να αρθρογραφώ. Ο θεολογικός λόγος δεν είναι ένας λόγος-απολίθωμα, ένας λόγος λείψανο. Και σε κάθε περίπτωση ωστόσο, η φιλοσοφία δεν αντικαθιστά ούτε υποκαθιστά τις αλήθειες της πίστης.

Βέβαια δεν είναι μόνο ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος ο μοναδικός που χρησιμοποιεί τη φιλοσοφική γλώσσα και την εντάσσει στη θεολογική σκέψη. Οι Καππαδόκες Πατέρες (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Θεολόγος) έκαναν, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, το ίδιο. Αρκεί να διαβάσει κάποιος τα κείμενά τους «Κατά Ευνομίου» ή «Κατά Απολλιναρίου», για να διαπιστώσει πώς αντικρούουν τις φιλοσοφικές απόψεις των προαναφερθέντων, λέγοντας ότι χρησιμοποιούν εσφαλμένα τη φιλοσοφική γλώσσα και πέφτουν σε λάθη και ανακρίβειες. Σύνολη η πατερική σκέψη χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία μορφολογικά, δηλαδή ως ένδυμα, το πλέον κατάλληλο θα έλεγα, για να ντύσει τις αιώνιες αλήθειες της.

Κρίνεται απαραίτητο, στο σημείο αυτό, να σταθώ σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο δείχνει τη λανθασμένη χρήση της φιλοσοφίας στη θεολογία. Ο Άρειος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) δεν καταδικάστηκε ως αιρετικός γιατί είχε λιγότερες γνώσεις από τον Μ. Αθανάσιο (δεν υπολειπόταν εξάλλου σε γνωσιακό επίπεδο από τον Μ. Αθανάσιο), αλλά επειδή ακριβώς χρησιμοποίησε μη «αλιευτικώς» (κατά τη φράση του Γρηγορίου Θεολόγου) τη φιλοσοφία. Ο Άρειος επειδή προερχόταν από τη σχολή της Αντιόχειας, στην οποία γινόταν ευρεία χρήση της διαλεκτικής του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση περί κατηγοριών ταύτιζε το «ἀγέννητον» με το «γένητον» και το «γεννητόν» με το «γενητόν»[4]. Με απλά λόγια ταύτιζε το «γεννᾶσθαι» με το «γίγνεσθαι». Επομένως, αφού, με βάση το αριστοτελικό σχήμα, ο Υιός γεννάται, άρα και γίνεται, δηλαδή είναι κτίσμα και όχι Θεός. Τι έπραξε λοιπόν ο Άρειος; Εξώθησε στα άκρα το αριστοτελικό σχήμα, και προσέγγισε το μυστήριο του Θεού αμιγώς φιλοσοφικά. Κι επειδή θεώρησε τον Υιό και Λόγο του Θεού ως «τέλειο κτίσμα του Θεού»[5], που δεν είχε τη θεότητα, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε ορθά από τους θεοφόρους Πατέρες ως αιρετικός.

Οι Πατέρες λοιπόν, αναλύουν φιλοσοφικούς όρους, τόσο από την πλατωνική σκέψη όσο και από την αριστοτελική και τη στωική, όπως «επίνοια», «καθ’ υπόστασιν ένωση», «ενέργεια», «ενυπόστατο», «φύση», «μορφή», «ουσία», «πρόσωπο», «υπόσταση», «άτομο» (φαντάζομαι ότι γνωρίζετε ότι οι όροι αυτοί αποτελούν δάνεια από τη φιλοσοφική σκέψη), τους μονοσημαίνουν και τους δίνουν νέο, θεολογικό περιεχόμενο.  Όπως αναφέρει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, η ελληνικότητα, λοιπόν, περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία ο χριστιανισμός «ενσωμάτωσε στη δική του ύπαρξη, μεταβάλλοντας τα σε θεία ζωή»[6].

 

(συνεχίζεται αύριο…)

Ηρακλής Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος

[1] Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς, ένας ανήσυχος κυνηγός της αλήθειας, Θεοδρομία τεύχος 1 Ιανουάριος-Μάρτιος 2008.

[2] Ο Ιουστίνος υποστηρίζει την άποψη ότι όλες οι αλήθειες, στις οποίες οδηγήθηκε η προχριστιανική ανθρωπότητα είναι ουσιαστικά προϊόντα της φωτιστικής ενέργειας και παρουσίας του σπερματικού θείου Λόγου που ενεργεί αδιάκριτα σ’ όλους τους ανθρώπους, εφόσον βέβαια δεν συσκοτίζεται από τα πάθη και τις επιθυμίες τους. Έτσι όχι μόνο οι αλήθειες της Π. Διαθήκης, αλλά και οι αλήθειες της ελληνικής αρχαιότητας είναι στενότατα συνδεδεμένες με την αποκαλυπτική παρουσία και επενέργεια του Λόγου. Ενώ όμως στην εποχή της Π. Διαθήκης ο Λόγος ενεργούσε αποκαλυπτικά και άμεσα στους Πατριάρχες και τους Προφήτες ως άσαρκος Λόγος, στην περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας ενεργούσε έμμεσα ως σπερματικός λόγος μέσω των διαφόρων φιλοσόφων, ποιητών και συγγραφέων. Γι’ αυτό και όλες οι αλήθειες που διατυπώθηκαν από τους Έλληνες φιλοσόφους, ποιητές και συγγραφείς, επειδή ακριβώς οφείλονται στην επενέργεια του σπερματικού θείου λόγου μπορούν να θεωρηθούν σε τελευταία ανάλυση ως αλήθειες χριστιανικές.

[3] Ἀπολογία Β΄ 13, 1-6, έκδ. Goodspeed. [Κριτική έκδοση]

[4] Βλ. ενδεικτικά, Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Ουσία και Ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον, Η υπερβατικότητα της θείας ουσίας, σσ. 30 – 31.

[5] Αρείου, Επιστολήν προς Αλέξανδρον. Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων, 69, 7.

[6] π. Γεώργιος Μεταλληνός, Χριστιανισμός και ελληνικότητα στη συνάντηση τους, Ελληνορθόδοξη παράδοση, Επιμέλεια εκδόσεως Κωνσταντίνος Ι. Χολέβας, Αθήνα 2003, σ. 63.