Άμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες;;

                                                                          γράφει  η  Μάγδα  Αναγνωστή

“Εμείς … ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα…..Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά.” Έτσι αποκρίθηκε ο Γέρος του Μωριά στον άγγλο ναύαρχο Χάμιλτων, όταν εκείνος του πρότεινε, να συμβιβαστούν με τους Τούρκους, μπροστά στον κίνδυνο από την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.

            Το παραπάνω περιστατικό μεταφέρει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματα του όπως τα υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη. Τα λόγια αυτά ήρθαν έντονα, πιεστικά, σχεδόν σφηνώθηκαν στο νου μου τις μέρες αυτές, 571 ολόκληρα χρόνια από την πτώση της Πόλης. “Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν”, απάντησε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ στις αξιώσεις του Μεχμέτ του Β΄ να παραδώσει την Κωνσταντινούπολη για να σώσει τη ζωή του. Δεν το έκανε! Επικεφαλής ενός μικρού στρατού, που δεν ξεπερνούσε τις 7000 άντρες, αντιπαρατάχτηκε στο οθωμανικό στράτευμα, αποτελούμενο από 50000 περίπου τακτικό στρατό,  100000 έως 150000 άτακτους και βοηθητικούς και ένα πανίσχυρο πυροβολικό, στέλνοντας μύνημα αντίστοιχο του “Μολών λαβέ”. Δεν το έσκασε ούτε την τελευταία στιγμή, όταν πλέον είχαν όλα χαθεί. Πολέμησε σαν απλός στρατιώτης στο πιο αδύνατο σημείο της άμυνας των τειχών της πόλης. Και πέθανε σαν απλός στρατιώτης, και θάφτηκε μάλλον σε ομαδικό τάφο, γι αυτό και δεν βρέθηκε ποτέ ο τάφος του, ούτε η σορός του. Τα καταγράφει ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401 – 1480) ιστορικός της άλωσης, στενός φίλος και συνεργάτης του Αυτοκράτορα, και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, στο “Χρονικό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης”. ΄Ετσι αυτός που πρώτος ονόμασε τον εαυτό του “Βασιλέα των Ελλήνων”, έγινε τελικά ο πρώτος ήρωας του νεώτερου Ελληνισμού, έγινε αυτός που δίδαξε πως το “να ζεις και να πεθαίνεις σαν ραγιάς” είναι αιώνιος θάνατος.

            Διαβάζοντας όμως ξανά την αυτοβιογραφία του Κολοκοτρώνη, συνειδητοποίησα πως το νόημα της θυσίας του Κωσταντίνου Παλαιολόγου δεν περιοριζόταν στο “αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν”, στάση  που αργότερα εκφράστηκε με την αντίθεση “ελευθερία ή θάνατος”. Ο θάνατός του δεν αποτελούσε απλά ένα αξεπέραστο υπόδειγμα πατριωτισμού, παράδειγμα προς μίμησιν για τις γενιές που ήρθαν και θαρθούν. Το βαθύτερο περιεχόμενο της θυσίας του κρύβεται στη φράση “Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε”. Δεν συνθηκολόγησε, δεν παραδόθηκε. Αποκάλυψε τον Μεχμέτ τον Β΄, στην παγκόσμια ιστορία, ως έναν κατακτητή, και μάλιστα βάρβαρο κατακτητή, και την εξουσία των Οθωμανών επί των Ελλήνων ως κατοχική εξουσία, την δε παρουσία τους στην Πόλη ως κατοχή, και τα στρατεύματά τους ως κατοχικά. Κι αυτό έδινε ισχυρή νομιμοποίηση σε οποιαδήποτε μελλοντική εξέγερση των Ελλήνων. Νομιμοποίηση στην οποία βασίστηκε και η επερχόμενη Εθνεγερσία, η απελευθέρωση της Ελλάδας, και η διεθνής αναγνώρισή της ως ελεύθερο κράτος. Τι κι αν περάσαν 400 σχεδόν χρόνια η προαίρεση ήταν δεδομένη και η νομική βάση ισχυρή. Κι αυτό να μην το λησμονούμε ποτέ.

            Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε με έμφαση κάτι που δυστυχώς εύκολα ξεχνάμε, αν δεν το αγνοούμε ολότελα. Κάτι το οποίο ο Κολοκοτρώνης γνωρίζει σωστά και τεκμηριωμένα. Όταν λέει: “Εμείς…ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμε με τους Τούρκους…η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον…και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα…η Μάνη και το Σούλι”, είναι ιστορικά απολύτως ακριβής. Για 4 ολόκληρους αιώνες οι Έλληνες εμπνέονταν από τη θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, την τραγούδησαν με εκατοντάδες τραγούδια απ’ άκρου σ’ άκρον του ελληνικού χώρου. Προσβλέπαν στην Υπέρμαχο Παναγιά για βοήθεια. “Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι”. (τραγούδι της άλωσης από την Θράκη). Θρύλοι εμψυχωτικοί: ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, τα μισοτηγανισμένα ψάρια στο Μπαλουκλί, ο καλόγερος της Αγια-Σοφιάς που εξαφανίστηκε στην Ωραία Πύλη με το Άγιο Δισκοπότηρο, κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και διατηρούσαν ζωντανή την ελπίδα της Ανάστασης. Δεν βγήκε ποτέ απ’ τον νου τους πως ο βασιλέας τους ήταν βασιλέας των Ελλήνων και

πως “Έλληνες εσμέν το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί”, κατά την ρήση του Πλήθωνα. Κι αν οι περισσότεροι αγνοούσαν την ύπαρξή του, δεν αγνοούσαν όμως την ιδέα που εκφράζονταν στα λόγια του. Δεν έπαψαν λοιπόν ποτέ να εργάζονται για την απελευθέρωσή τους.

            Από την πτώση της Κωνσταντίνου Πόλης μέχρι την ίδρυση του νεώτερου Ελληνικού κράτους δεκάδες, εκατοντάδες εξεγέρσεις σημειώθηκαν στον ελλαδικό χώρο, από τις οποίες 31 υπήρξαν τόσο σημαντικές σε διάρκεια και έκταση, ώστε να μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε επαναστάσεις. Ήδη στα 1457 υπήρξε η πρώτη αντίδραση στη Μάνη, που διάρκεσε 15 χρόνια, και τελευταία πριν το 1821 η επανάσταση του παπα-Θύμιου Βλαχάβα στα Τρίκαλα στα 1807-8. Πρακτικά δηλαδή κάθε 11 χρόνια υπήρξε μία τουλάχιστον σημαντική εξέγερση ενάντια στους δυνάστες. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των επαναστάσεων εκτυλίχτηκαν στην Πελοπόννησο και στην Ηπειρο-Θεσσαλία, γεγονός που ο Κολοκοτρώνης συμπυκνώνει ως Μάνη και Σούλι. Κάποιες όμως, όπως  η εξέγερση μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου στα 1571, οι εξεγέρσεις του Μητροπολίτη Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου στα 1600 και 1611, τα Ορλωφικά στά 1766 – 1770, η επανάσταση με τον Λάμπρο Κατσώνη στα 1788, είχαν ευρύτερη απήχηση, έως και πανελλήνια. Τοπικές ή όχι οι εξεγέρσεις αυτές κράτησαν ζωντανό το ελληνικό ζήτημα όχι μόνο μέσα στο Γένος, αλλά και σε κάθε ελεύθερη καρδιά στην Ευρώπη, μέχρι την ευτυχή κατάληξη της ίδρυσης του Νέου Ελληνικού Κράτους. Μα χρειάστηκε να περάσουν ακόμη κοντά 90 χρόνια, και να χυθεί πολύ αίμα ελληνικό, για να οριστικοποιηθούν τα σύνορά της Ελλάδας στη σημερινή τους μορφή. Χρειάστηκε να γίνει ο κάθε Έλληνας ένας Παλαιολόγος, για να υπερασπίσει αυτά τα σύνορα όποτε κι αν τα επιβουλεύτηκαν στη συνέχεια.

            Μακριά από μας οποιεσδήποτε αλυτρωτικές επιθυμίες ή σκέψεις. Δεν απευθύνουμε, (για τον Θεό!) κάλεσμα να πάρουμε την Πόλη. Άλλωστε πώς θα μπορούσε να συμβεί, όταν στις μέρες μας παρακολουθούμε με τα χέρια σταυρωμένα την συρρίκνωση του Ελληνισμού και τον εξακολουθητικό αφελληνισμό της χώρας. Το πού ακριβώς στοχεύει αυτός ο σταδιακός αφελληνισμός και μέχρι ποιού σημείου, ίσως ακόμη δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Ξέρουμε όμως πού ακριβώς οδηγεί. Οδηγεί σε Καστελόριζα, Ιθάκες, Πρέσπες, Μόριες και άλλες συναφείς τοποθεσίες.

            Όμως! όσο υπάρχει έστω και ένας Έλληνας αποφασισμένος να μην υποκύψει, τίποτα δεν έχει οριστικά χαθεί. Να θυμόμαστε πάντα πως κανείς δεν μπορεί να μας πάρει εκείνα που δεν είμαστε διατεθιμένοι να απαρνηθούμε. Κι όπως έγραψε πάλι ο Κολοκοτρώνης στον Ιμπραήμ: “Μόνο ένας Έλληνας να μείνει πάντα θα πολεμάμε και μην ελπίζεις πως την γην μας θα την κάνεις δική σου. Βγάλ’ ντο από τον νου σου.”.

 

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ   (ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ)