Αμαλία Ηλιάδη: Το Δημοτικό μας τραγούδι στον Αγώνα του 1821

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 9ου Γυμνασίου Τρικάλων
Η αρχή της λαϊκής ποίησης βρίσκεται στα βάθη των αιώνων, γιατί 
ανέκαθεν οι άνθρωποι με το τραγούδι εκφράστηκαν και με αυτό εκδηλώνουν 
συνέχεια τα συναισθήματα και τις ιδέες τους.

Το δημοτικό μας τραγούδι, 
ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά, είναι η απόδειξη και το τεκμήριο ότι 
σ’ αυτούς τους τόπους, σ΄ αυτά τα ξερά και γυμνά χώματα  επάνω, 
έζησαν, χάρηκαν, αγάπησαν και πέθαναν γενιές ανθρώπων χωρίς καμιά 
διακοπή. Όπως είχε κλάψει η κόρη το χαμό της μητέρας, με όμοιο τρόπο 
την έκλαιγαν κι εκείνη αργότερα τα παιδιά της. Τα τραγούδια που 
τραγουδούσε ο νέος λεβέντης στους χορούς και στα πανηγύρια, τα ίδια 
αυτά τραγούδια τα δίδασκε ο γέρος στα εγγόνια του για να συνεχιστεί 
έτσι αδιάκοπη η αλυσίδα, που έδενε το χθες με το σήμερα και το αύριο.
Μολονότι έχουν ειπωθεί και γραφεί τόσα πολλά για την αξία του 
δημοτικού τραγουδιού,  δεν είναι χωρίς σημασία να θυμηθούμε μερικά από 
αυτά. Και πρώτα-πρώτα να υπογραμμίσουμε την μεγάλη ηθική, εθνική και 
ιστορική του αξία. Ήκμασε σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις της 
Ιστορίας μας και στήριξε γλωσσικά, συναισθηματικά, θρησκευτικά, 
ιστορικά και ανθρώπινα την ψυχή και τη συνείδηση του σκλαβωμένου 
έθνους. Ακόμη, το δημοτικό τραγούδι είναι εκείνο που φωτίζει εσωτερικά 
τον Αγώνα. Τον παρουσιάζει ως πολύπτυχη, λαϊκή τοιχογραφία, 
αποκαλύπτει-ξεσκεπάζει την ανθρωπιά και το ιστορικό βάθος του λαού, 
που είχε ριχτεί σε κείνο τον άνισο Αγώνα με τόση λεβεντιά και με τόση 
πίστη.
Το δημοτικό τραγούδι είναι συνταιριασμένο με την μουσική και το χορό. 
Η μουσική, η θεία αυτή τέχνη, για τα δημοτικά τραγούδια έχει μεγάλη 
αξία, αφού με αυτήν εκφράζει καλύτερα ο λαϊκός τραγουδιστής τα 
συναισθήματα του λαού. Εξάλλου, ποτέ ο λαϊκός ποιητής δεν φτιάχνει 
στίχους για να τους απαγγείλει, αλλά για να τους τραγουδήσει. Έτσι, η 
μουσική και ο λόγος είναι αλληλένδετα. Και τα δυο μαζί ερμηνεύουν τον 
πόνο και τη χαρά.
Η δημοτική μουσική, που είναι η ίδια η μετεξέλιξη της Βυζαντινής 
Μουσικής, αποτελούμενη από ρυθμικούς ήχους, γένη, ηχοχρώματα και 
καθετί άλλο που συντελεί στην ευχερέστερη εξωτερίκευση και 
αναπαράσταση του ψυχικού κόσμου, ζωοποιεί το λόγο και δίνει υπέροχο 
κάλλος στα απλά στιχουργήματα του λαού. Το μέλος ερμηνεύει τη λέξη και 
  γι’ αυτό εναλλάσσεται σύμφωνα με το νόημα. Περισσότερο από τα 
ονόματα και τα ρήματα, το μέλος εικονίζει πιστότερα, κάποιες φορές, 
την έννοια του στίχου. Για τον λαϊκό, λοιπόν, τραγουδιστή, η μελωδία 
δεν είναι σκοπός, αλλά το μέσο για να νιώσουμε πιο σωστά, πιο έντονα 
το νόημα του ποιήματος.
Η δημοτική μας μουσική χαρακτηρίζεται τις πιο πολλές φορές από 
σεμνότητα, αποφεύγει κραυγές και άμετρες οξυφωνίες, θορυβώδεις 
θεατρισμούς (εκτός αν πρόκειται για σατιρικά τραγούδια), απότομες 
αναβάσεις και καταβάσεις. Ο λαϊκός μουσικός προσέχει ώστε η μελωδία να 
μην καταστρέφει τη νοηματική συνέχεια του τραγουδιού, γι΄αυτό 
διαχωρίζει τις φράσεις ανάλογα με την έννοιά τους, προφέρει καθαρά τις 
λέξεις, όσο μπορεί, σταματάει όπου χρειάζεται, διατηρεί μέχρι τέλους 
μια ρυθμικότητα και όλα αυτά τα έχει κατά νου, γιατί σκοπός του δεν 
είναι μονάχα η επίδειξη καλλιφωνίας και μουσικής τέχνης-δεξιοτεχνίας, 
αλλά η επιθυμία και θέλησή του να προκαλέσει σε αυτούς  που ακούνε 
καλαισθητικά αισθήματα και να φέρει τον ακροατή πολύ κοντά σε αυτό που 
τραγουδά.
Ο άνθρωπος του λαού το τροπάρι και το τραγούδι τα σεβόταν εξ’ ίσου και 
γι΄αυτό δυσφορούσε, όταν κάποιος «έχανε» τον ήχο τους ή παραφωνούσε. 
Γιατί χανόταν η ιερότητα, η ομορφιά της στιγμής, που τον ενδιέφερε 
απόλυτα…