Ο ρόλος και η σημασία της Ανθρωπιστικής παιδείας στο σχολείο του σήμερα: άνοιγμα νέων οριζόντων σε μια δοκιμασμένη, στο χρόνο, αξία.
Συχνά αναρωτιέται κανείς , εφόσον βέβαια άπτεται των ενδιαφερόντων και των ευαισθησιών του, για το ρόλο και τη σημασία της ανθρωπιστικής παιδείας στο σχολείο του σήμερα. Προτού απαντήσει κανείς σε αυτή την πρωταρχικής βαρύτητας αναρώτηση είναι απαραίτητο να καθορίσει τις προϋποθέσεις και τους σκοπούς της Παιδείας και της Εκπαίδευσης.
Κατά τη γνώμη μου αποκλειστικός σκοπός της εκπαίδευσης δεν πρέπει να είναι η προετοιμασία του νέου ανθρώπου για την αγορά εργασίας στην «κούρσα» του ξέφρενου οικονομικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού Ευρώπης – Αμερικής – Ιαπωνίας-Κίνας-Ρωσίας, πράγμα που γίνεται σήμερα, κατά κόρον, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας (και στη χώρα μας), αλλά βασικός σκοπός της εκπαίδευσης θα έπρεπε να είναι η προσφορά ουσιαστικής παιδείας. Και η παιδεία είναι “απόρροια της αγωγικής πράξης κατά την οποία εκπαιδευτές, εκπαιδευτικές αξίες και εκπαιδευόμενοι βρίσκονται σε μια δυναμική αλληλενέργεια, η οποία πηγάζει από βάθη, όπου σβήνει η διαφορά του ατομικού «εγώ» και «συ» από την ταυτότητα της ζωής. Και μαζί σβήνουν διαφορές θρησκευτικές, εθνικές, χρωματικές, πολιτικές, φυλετικές, πολιτιστικές, διαφορές φύλου, καταγωγής, κοινωνικής προέλευσης. Σβήνουν οι διαφορές και αναδύεται ως κατηγορική προσταγή η φωνή της ηθικής, η οποία ορίζει την ανθρώπινη ποιότητα. Ο άνθρωπος τότε πραγματώνει την ανώτερη φύση του, την πνευματική του ουσία”.
Αυτά, βέβαια, ηχούν λιγάκι ρομαντικά σε μιαν εποχή σαν τη δική μας, στην οποία οι κατά καιρούς πλανητάρχες και οι συνεργάτες τους, χρησιμοποιώντας τη σύγχρονη τεχνολογία καταστρατηγούν κάθε έννοια δικαίου και επιβάλλουν τη βούλησή τους σε ανατολή και δύση, σε βορρά και νότο.
“Στις σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες, παρατηρούν σοβαροί φιλόσοφοι της παιδείας, η παιδεία υποκαθίσταται απροκάλυπτα από την επαγγελματική εκπαίδευση με το επιχείρημα ότι οι νέοι πολίτες πρέπει να κερδίζουν τα προς το ζην αναγκαία συντελώντας στην οικονομική πρόοδο της κοινωνίας τους. Η γενική μόρφωση, λένε, δεν εξυπηρετεί τις τρέχουσες ανάγκες της ζωής. Πρέπει να αντικατασταθεί με την εξειδικευμένη επαγγελματική κατάρτιση. Το επιχείρημα, όμως, αυτό δείχνει απλώς ότι οι απόφοιτοι των σχολείων γενικής εκπαίδευσης χρειάζονται κάποια, συνήθως βραχυπρόθεσμη, επαγγελματική εκπαίδευση, για να μπορούν να μπουν μέσα στους παιδαγωγικούς μηχανισμούς της κοινωνίας τους, και δεν αποδεικνύει ότι η παιδεία πρέπει να υποκατασταθεί από την επαγγελματική εκπαίδευση”. Άλλωστε ο άνθρωπος της ουσιαστικής κριτικής και διαλεκτικής παιδείας αποκτά τέτοια υποδομή, ώστε σε μικρό χρονικό διάστημα να μπορεί να κατακτήσει τις περιοχές της κάθε είδους τεχνολογίας, της οποίας οι ορίζοντες ανοίγουν μόνο από ανθρώπους με κριτική ικανότητα, με φαντασία, με ευρηματικότητα, με όραμα για νέους καλύτερους κόσμους. Και τέτοιοι άνθρωποι δεν μπορεί να είναι άλλοι από τους ανθρώπους της ουσιαστικής παιδείας και πνευματικής καλλιέργειας. Μάλλον λοιπόν είμαστε ρεαλιστές ως πρεσβεύουμε τις παραπάνω απόψεις. Άλλωστε, σε εποχές ανατροπής και αναθεώρησης των αξιών δεν υπάρχει υγιέστερος ρεαλισμός από το ρομαντισμό.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους και για άλλους ακόμη που θα εκτεθούν στη συνέχεια τα παραμελημένα, σχεδόν σφαγιασθέντα Ανθρωπιστικά Γράμματα πρέπει να αποκατασταθούν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και προπάντων στο Λύκειο. Τα «μοντέρνα» μαθήματα, σύγχρονα και «εκσυγχρονιστικά» πήραν σε πολλές περιπτώσεις τη θέση ανθρωπιστικών μαθημάτων που διδάσκουν διαχρονικές αξίες και πνευματικά, ψυχοδιανοητικά ιδανικά! Σαν να υπάρχει, όσο υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι και ανθρώπινες πολιτείες, κάτι πιο σύγχρονο και πιο μοντέρνο από τη δημοκρατία. Σαν να παλιώνουν οι αξίες: η “Αντιγόνη”, του Σοφοκλή, ο “Προμηθέας” του Αισχύλου, η “Λυσιστράτη” του Αριστοφάνη. Πώς αλλιώς; Αθάνατες αξίες, αξίες λόγοι, αξίες “νόμοι υψίποδες, ουρανίαν δι’ αιθέρα τεκνωθέντες, ων Όλυμπος πατήρ μόνος”, αξίες “που δεν τις εγέννησε ή θνατά φύσις ανέρων, κι ούτε ποτέ τις κοιμίσει η λήθη… Δεν τις συλλαμβάνεις λογικά τις αξίες αυτές, τις νιώθεις, με τη σοφία της ζωικής πείρας, που κυλά απαλά, βουβά κι απλώνεται σα μεγάλο ποτάμι…”, θα μας έλεγε ο Φ.Πολίτης. αξίες που μόνον όταν ο άνθρωπος φτάσει στην κορυφαία έκφρασή του θα κάνουν να φουντώσει μέσα του “ο άπειρος ηθικός κόσμος”, η πραγματικά νέα θρησκεία, το “καινόν δαιμόνιον”.
Πολλοί, άλλωστε, Έλληνες και ξένοι μελετητές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, θα μπορούσαν, στον αιώνα της θεάς τεχνολογίας, να ακούσουν μέσα από τον Επιτάφιο του Περικλέους τη φωνή του 5ου αιώνα π.Χ., ο οποίος υψώνει για λογαριασμό όλων των αιώνων και όλων των ανθρώπινων γενεών που πέρασαν και που θα έρθουν, το λόγο της δημοκρατίας: του δικαίου, του νόμου, της ισοδικίας, της ισονομίας, της ισοπολιτείας, της ισοκρατίας, της ισηγορίας, της παρρησίας, της αμεσότητας, της ευθύτητας, της ελευθερίας, του μέτρου – αγαθά που για λογαριασμό όλου του κόσμου κατέκτησαν οι Έλληνες, και που σήμερα υποχωρούν μπροστά σ’ έναν υφέρποντα αμοραλισμό πολιτικό, θρησκευτικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό, συνδικαλιστικό, εκπαιδευτικό;
“Στον Επιτάφιο του Περικλέους, θα μας έλεγε ο Φ. Πολίτης, βυθίζεται ο 5ος αιώνας π.Χ. σε συλλογή, και μέσα από τη σιγή, όπως και στα βάθη απάτητης σπηλιάς, σουρώνει και σταλάζει ο λόγος της δημοκρατίας Η αττική πολιτεία, πολιτεία ελεύθερων ατόμων, απλώνει τη λάμψη της μέσα στο χώρο και στο χρόνο, η πνευματική ζωή έχει φτάσει στο κορύφωμα της, γεννιέται τώρα η ελεύθερη επιστήμη, η λυτρωμένη από προλήψεις έρευνα, η κριτική σκέψη. Ο αιώνας της αττικής ακμής μονολογεί”.
Στα βιβλία της γλώσσας, κάποια στιγμή, οι Έλληνες μαθητές και μαθήτριες θα συναντήσουν το λόγο του E. Benveniste: “Κάθε φορά που ο λόγος ξετυλίγει ένα γεγονός, ο κόσμος ξαναχτίζεται από την αρχή. Τίποτε δεν είναι τόσο μεγάλο όσο ο λόγος, ο οποίος δημιουργεί τόσα πολλά με τόσο λίγο.” Όταν τους διδάξουμε το λόγο του L. Wittegenstein: “The limits of my language mean the limits of my world” (Τα όρια της γλώσσας μου σηματοδοτούν τα όρια του κόσμου μου), ή και πάλι το δικό του λόγο: “Οι λέξεις είναι σαν την κρούστα στην επιφάνεια βαθιών νερών. Τα παραμύθια ψάχνουμε να τα βρούμε ακριβώς έτσι, κολυμπώντας κάτω από το νερό” ή το λόγο του Paul Valery: “Δεν υπάρχει λέξη που να μπορούμε να την καταλάβουμε, αν προχωρήσουμε στο βάθος”, θα θυμηθούμε το λόγο του Οδυσσέα Ελύτη: “Κοιτάξτε τα χείλη μου, από αυτά εξαρτάται ο κόσμος”. Και φραγμό στα χείλη του ποιητή δεν μπορείς να βάλεις.
Αυτά σημαίνουν πως θα ‘ρθει καιρός – πρέπει να ‘ρθει – που η γλώσσα δε θα διδάσκεται πια αποκλειστικά από βιβλία. Τα βιβλία της γλώσσας είναι τα ίδια τα πράγματα και οι γλωσσικές συνειδήσεις των παιδιών, όπου γλωσσικοί μηχανισμοί έτοιμοι από τη φύση και από τη γλωσσική κοινότητα περιμένουν το δάσκαλο που θα τους πυροδοτήσει για να γίνουν οι γεννήτριες του λόγου. Αυτό είναι το διδακτικό πεδίο της γλώσσας. Κι εδώ είναι που διολίσθησε το σχολείο και εγκλώβισε σε χρυσό κλουβί δάσκαλο και μαθητή. Μετέθεσε έτσι και μετέβαλε το διδακτικό πεδίο τους. Το μετέθεσε από το φυσικό του χώρο σ’ έναν άλλο χώρο τεχνητό, και το μετέβαλε από δυναμικό, που ήταν στο φυσικό του χώρο, σε στατικό και μνημονικό.
Η γλώσσα είναι το μόνο ίσως γνωστικό αντικείμενο που μπορεί να διδαχθεί και χωρίς το σχολικό εγχειρίδιο ή, στην ευνοϊκότερη περίπτωση, μόνο με την οδηγητική συνέργεια του σχολικού εγχειριδίου. Γιατί, εκεί, στο μέσα κόσμο του παιδιού υπάρχει “δυνάμει” (και αθέατο) το βιβλίο της γλώσσας και δε μένει παρά να «λειτουργηθεί» για να καταστεί και “ενεργεία” (και θεατό). Και τότε η διδασκαλία της γλώσσας στη σχολική τάξη δε θα ασθμαίνει μανταλωμένη στις 150 σελίδες των εγχειριδίων των κανόνων του λόγου, αλλά θα γεννάει το λόγο της ζωής, το λόγο της Λογοτεχνίας, ποίησης και πεζογραφίας. Έχουν βλέπετε, μας το είπε ο ποιητής, “στις ψυχές τους μικρά τζάκια αναμμένα, για να ζεσταίνουν τα παιδιά”. Μια τέτοια πρακτική εφαρμογή των εν λόγω αρχών φρονώ πως πραγματώνει το ακόλουθο «Σχέδιο παρουσίασης Μικροδιδασκαλίας 20΄» στο μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας:
Τίτλος Μικροδιδασκαλίας: Σχήματα λόγου-εκφραστικά μέσα: παρομοίωση-μεταφορά.
Εκπαιδευτικοί στόχοι Μικροδιδασκαλίας:
Γνώσεις: Να μπορούν οι εκπαιδευόμενοι μαθητές να εντοπίζουν εύστοχα παρομοιώσεις και μεταφορές σ’ ένα κείμενο πεζού λόγου.
Ικανότητες: Να μπορούν να χρησιμοποιούν οι ίδιοι τα παραπάνω εκφραστικά μέσα στο λόγο τους-προφορικό και γραπτό- και να συνειδητοποιούν τη διαμεσολάβηση του συμβολικού-μεταφορικού στοιχείου στην ελληνική γλώσσα.
Στάσεις: Να υιοθετήσουν το γεγονός ότι η γλώσσα, όπως και ο κόσμος, είναι φτιαγμένη από σύμβολα. Έτσι, οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές ως εκφραστικά μέσα και αισθητικά σχήματα λόγου, στοιχειοθετούν την ποιητική λειτουργία της γλώσσας σε πεζό κείμενο: η αλλαγή του τρόπου προσδιορισμού ενός ατόμου, ενός τόπου, μιας υπηρεσίας, μιας λειτουργίας, η αλλαγή των λέξεων οδηγεί το υποσυνείδητο να δει με άλλο μάτι την πραγματικότητα. Έτσι, στην επιμόρφωση των μαθητών μας σε ζητήματα γλώσσας, το «εργαστήρι της ζωντανής γλώσσας» δεν σημαίνει το ίδιο με το «μάθημα των ελληνικών».
Ο καθένας καταλαβαίνει τώρα ότι τα σχολικά βιβλία μάλλον είναι υπόθεση ευαίσθητων συγγραφέων / δασκάλων οι οποίοι, για την ώρα τουλάχιστον, δε φαίνονται να είναι αρκετοί στον ελληνικό εκπαιδευτικό ορίζοντα. Και ούτε θα τους αναδείξουν τα κονδύλια, όπως αναδεικνύουν π.χ. μια βιομηχανία. Πρόκειται για ποιότητες ανθρώπων, οι οποίοι παραμένουν παγερά αδιάφοροι στο χρήμα.
‘Αλλα ζητεί η ψυχή τους, γι’ άλλα κλαίει.
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε.
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά τα πνευματικά αγαθά δεν τα προσφέρει το χρυσάφι καμιάς “Σατραπείας”, για να συνεχίσουμε με τον Κ. Καβάφη, ο οποίος στο ομώνυμο ποίημά του “Σατραπεία” παρουσιάζει την ποιότητα αυτών των διαφορετικών ανθρώπων. Το Υπουργείο Παιδείας είναι το μόνο που θα μπορούσε να δημιουργήσει το ανάλογο κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα βαθιάς «αποδοχής», ώθησης και ανάπτυξης των ανθρωπιστικών σπουδών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Σήμερα έχουμε στα γυμνάσια και στα λύκεια τα περισσότερα υλικοτεχνικά μέσα και τις πνευματικές και θεωρητικές προϋποθέσεις για μια διδασκαλία εκσυγχρονισμένη: θεμελιωμένη στην επιστημονική έρευνα και στη διδακτική πράξη, διδασκαλία πλήρως αξιολογημένη και ολοκληρωμένη. “Η γλώσσα αναδύεται, ως κοινωνικό προϊόν, από την ανθρώπινη κοινότητα με πλήθος γλωσσικές ποικιλίες (γλωσσικά επίπεδα), που αντιστοιχούν στις κοινωνικές ποικιλίες (κοινωνικά επίπεδα)». Η γλώσσα δηλαδή λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και ανθίζει με ποικίλους τρόπους προφορικού και γραπτού λόγου, δημιουργώντας αμέτρητα κείμενα: κείμενα γραπτά και προφορικά, ποιητικά και πεζά, λόγια και λαϊκά, περιγραφικά και αφηγηματικά, του θεάτρου και του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, των αθλητικών σχολίων και των θρησκευτικών τελετών, των τίτλων και των διαφημίσεων, των περιθωριακών, της πιάτσας, του σαλονιού, του σπιτιού και του κρατικού μηχανισμού, κείμενα όλων των στιγμών της ζωής, κείμενα που ασταμάτητα υφαίνουν τις σχέσεις μας, την επικοινωνία μας, τον πολιτισμό μας.
Είναι ανάγκη, συνεπώς, να αποκτήσει ο μαθητής συνείδηση αυτών των κειμένων. Όπως είναι ανάγκη να κατανοήσει ότι πολλές λέξεις που κατακτά κατά τη μελέτη των ποικίλων μαθημάτων (μαθηματικών, φυσικής, ιστορίας, θρησκευτικών κτλ.) μπορούν να χρησιμοποιηθούν και αλλού: στην καθημερινή επικοινωνία, στη σύνταξη ενός επίσημου κειμένου, στην έκθεση – έκφραση και αλλού. Πέφτουν έτσι οι φραγμοί, θραύονται τα στεγανά των ειδικών μαθημάτων και ολόκληρος ο γλωσσικός θησαυρός γίνεται αυτομάτως και γλωσσικός θησαυρός της έκφρασης: πολλά κανάλια φέρνουν λεκτικό πλούτο στην ίδια κοίτη του νεοελληνικού μας λόγου. Και δεν είναι μόνον οι λέξεις: ο μαθητής αποκτά άλλη νοοτροπία: διευρύνεται η σκέψη του, ώστε να αγκαλιάσει όλα τα μαθήματα και να αντλήσει από εκεί τρόπους, μεθοδεύσεις και περιεχόμενα χρήσιμα στο χτίσιμο ενός κειμένου… Κατανοεί έτσι ο νέος άνθρωπος ότι η έκθεση δεν είναι το επίσημο ένδυμα του λόγου, που το ντύνεται κανείς κάποιες στιγμές του χρόνου, παρά είναι καθημερινή γλωσσική επικοινωνιακή πρακτική τόσο των σχολικών μαθημάτων και της επιστήμης όσο και των άλλων μορφών της ζωής.
Η έκφραση – έκθεση δηλαδή βρίσκει έτσι τις πραγματικές της διαστάσεις και δεν είναι πια φιλολογικό στεγανό. Εγκαταλείπει έτσι τον «ψευδολογοτεχνισμό», που χρόνια τώρα την είχε παγιδέψει, και εγκολπώνεται κάθε αγαθό που προσφέρουν οι επιστήμες. Παίρνει π.χ. το μαθηματικό λογισμό και την αποδεικτική διαδικασία από τα μαθηματικά, την επιχειρηματολογία από τη λογική, την ακριβή διατύπωση και την οργάνωση του λόγου από τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας κ.ο.κ. Όλα, με άλλα λόγια, συγκλίνουν σ’ αυτήν. Έκθεση γράφει ο μαθητής παντού: στη φυτολογία, στη ζωολογία, στα θρησκευτικά, στην ιστορία, στα μαθηματικά κτλ. σε κάθε γραπτό δοκίμιο… Πλήθος κανάλια κομίζουν λόγο και σκέψη από μάθημα σε μάθημα και όλα μαζί στην έκφραση – έκθεση, που με τη σειρά της ανοίγει τις σελίδες της και δέχεται ολόκληρη τη σχολική ζωή, γιατί ολόκληρη η σχολική ζωή είναι έκφραση – έκθεση, όπως ολόκληρος ο κοινωνικός βίος είναι έκφραση και επικοινωνία”.
- Για την επίτευξη της ενδυνάμωσης της ανθρωπιστικής παιδείας και των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων, που, κυρίως, την εμπεριέχουν, στο χώρο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, είναι αδήριτη η ανάγκη, κατά τη γνώμη μου, να εκπονούνται δημιουργικές και πρωτότυπες εργασίες εκ μέρους των μαθητών και σε συνεργασία, φυσικά, με τους καθηγητές τους, οι οποίες θα τους οδηγούν, μέσα από την αυτενέργεια και την ατομική πρωτοβουλία και συνεργασία, στη συνειδητοποίηση των ανθρωπιστικών αξιών του δικαίου, του νόμου, της ισονομίας, της ισοπολιτείας, της ισοκρατίας, της ισηγορίας, της παρρησίας, της αμεσότητας, της ευθύτητας, της ελευθερίας, του μέτρου, της ανάπτυξης κριτικής και διαλεκτικής σκέψης, της αποδοχής της ατομικότητας, της συλλογικότητας, της συνεργασίας, του παραμερισμού προκαταλήψεων, της αλληλεγγύης, του Διαπολιτισμικού σεβασμού, της μοναδικότητας των διαφόρων πολιτισμών, της αποδοχής της διαφορετικότητας, της καταπολέμησης στερεοτύπων κ.ά.
- Βέβαια, η εργασία στο σχολείο δεν είναι λογικό να είναι η ίδια για όλους τους μαθητές : είναι άκρως απαραίτητη η συμφωνία της με την ιδιαίτερη, προσωπική φύση του κάθε μαθητή( Αρχή της ατομικότητας.) Η εργασία στο σχολείο δεν είναι λογικό να είναι η ίδια για όλους τους μαθητές, εφ’ όσον η φύση τους είναι διαφορετική, αλλά να είναι σύμφωνη με την ιδιαίτερη προσωπικότητα του καθενός, δηλαδή να είναι προσωπική. Οι ψυχικές διαφορές χαρακτηρίζουν και συνιστούν την ατομικότητα του κάθε ανθρώπου. Βασισμένο σ’ αυτή την αρχή, το νέο σχολείο ζητά απ’ το κάθε παιδί να δώσει εκείνο που μπορεί και εκείνο για το οποίο έχει κάποια φυσική κλίση. Οι λόγοι που επιβάλλουν το σεβασμό της αρχής της ατομικότητας είναι ποικίλοι:
- Οικονομία των δυνάμεων του μαθητή.
Αποτελεί συνηθισμένο σφάλμα της παιδικής εργασίας να εκτελείται με σπατάλη
ενέργειας και με μεγάλη δαπάνη δυνάμεων. Γι’ αυτό, απαίτηση της οικονομίας
της εργασίας είναι να ρυθμίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της υγιεινής,
ώστε η προσπάθεια και η αναψυχή να τίθενται σε ορθή σχέση. Έργο λοιπόν
του Σχολείου εργασίας είναι να εισαγάγει τους μαθητές στην τέχνη του
«εργάζεσθαι» για να ρυθμίζουν μόνοι τους την εργασία τους, σύμφωνα με τις
απαιτήσεις της ψυχικής υγιεινής.
- Συμφωνία με τη φύση της ύλης.
Η εργασία, η οποία αποβλέπει στη μορφοποίηση του χαρακτήρα του μαθητή,
οφείλει τη μορφωτική της δύναμη όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο
μεταχειριζόμαστε-διατάσσουμε την ύλη, αλλά επίσης στο ποιόν της ύλης,
γιατί το διδασκόμενο αντικείμενο έχει παιδαγωγική αξία ανεξάρτητα από τη
μεθοδική σχηματοποίησή του. Γι’ αυτό η εργασία στο σχολείο δεν πρέπει να
αδιαφορεί απέναντι στην ύλη. Αντίθετα, οφείλει να γνωρίζει και να κατανοεί
το περιεχόμενό της για ν’ ανταποκρίνεται πλήρως σ’ αυτό.
- Εγγύτητα προς τη ζωή.
Χωρίς την ιδιότητα αυτή ο σκοπός του σχολείου, δηλαδή η περαιτέρω
αυτενεργός εξέλιξη του μαθητή και η ενεργός συμμετοχή του στη ζωή της
κοινωνίας της οποίας αποτελεί μέλος, δε θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί. Γι’
αυτό πρέπει να φροντίζει η εργασία να οδηγεί το μαθητή στην πραγματικότητα
της ζωής και να μην αποβαίνει σκιά εργασίας, όπως συνέβαινε με το παλιό
σχολείο της διδαχής. Οι εφημερίδες, τα περιοδικά, οι οδοιπορίες, οι
εκδρομές, τα ταξίδια, τα ποικίλα εκπαιδευτικά προγράμματα κ.λ.π., στοιχεία
της ζωής σε μια σύγχρονη κοινωνία, πρέπει να χρησιμοποιούνται από το
σχολείο στο πλαίσιο της εργασίας. Επίσης, ο κινηματογράφος, το θέατρο, ο
διάλογος και η συζήτηση, πράγματα τόσο κοντά στη ζωή, είναι πρόσφορα για
χρησιμοποίηση στην εργασία.
Όπως είναι γνωστό, οι οικονομικές, επιστημονικές, και καλλιτεχνικές
εργασίες κρίνονται από το αποτέλεσμα, δηλαδή απ’ το έργο το οποίο
προέρχεται απ’ τη δημιουργία του χεριού και του πνεύματος. Οι εργασίες,
όμως, του σχολείου εργασίας δεν κρίνονται απ’ τα έργα αλλά απ’ τις μορφωτικές επιδράσεις τους, περισσότερο.
Α) Προτεινόμενα θέματα εργασιών στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία-Πολιτισμό:
- 1) Η στρατιωτική τέχνη στην Αρχαία Ελλάδα
- 2) Κοινωνία και Οικονομία του 5ου μ. Χ. αι. (εποχή του Περικλή).
- 3) Αρχαία Ελληνική Τραγωδία και Δυτική Ευρώπη (σχέσεις, επιδράσεις, αναβιώσεις απ’ την Αναγέννηση ως τα νεότερα χρόνια).
- 4) Σαπφώ, ελληνίδα ποιήτρια, βίος και έργο.
- 5) Αριστείδης ο Δίκαιος, βίος και έργο.
- 6) Η θέση του παιδιού /παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, στην Αρχαία Ελλάδα.
- 7) Αρχαία Ελληνική Ζωγραφική.
- 8) Ο θεσμός του Γάμου στην Αρχαία Ελλάδα.
- 9) Παιδεία και Εκπαίδευση στην Αρχαία Ελλάδα.
- 10) Σχέση Αρχαίας και Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Ιστορική αναδρομή, θεωρητικά στοιχεία, παραδείγματα).
- 11) Η καθημερινή ζωή στην Αρχαία Αθήνα.
- 12) Η καθημερινή ζωή στην Αρχαία Σπάρτη.
- 13) Η θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων.
- 14) Αρχαία Ελληνική Αρχιτεκτονική
Β) Προτεινόμενα θέματα εργασιών στη Βυζαντινή Ιστορία-Πολιτισμό:
- 1) Η στρατιωτική Τέχνη κατά τους Βυζαντινούς χρόνους.
- 2) Βυζαντινή ποίηση και υμνογραφία.
- 3) Θρύλοι, μύθοι και παραδόσεις για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
- 4) Η θέση του παιδιού (αγοριών και κοριτσιών) στο Βυζάντιο.
- 5) Ο έρωτας και ο θεσμός του γάμου στο Βυζάντιο.
- 6) Η Ελληνική Γλώσσα κατά τους χρόνους του Βυζαντίου.
- 7) Η καθημερινή ζωή των Βυζαντινών.
- 8) Ανάλυση χαρακτηριστικών (για σας) έργων της Βυζαντινής Τέχνης (ελεύθερη επιλογή).
- 9) Βασίλειος ο Μακεδών, αυτοκράτωρ του Βυζαντίου.
- 10) Νικηφόρος Φωκάς, αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
- 11) Απεικονίσεις Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
- 12) Ειρήνη η Αθηναία, αυτοκράτειρα του Βυζαντίου.
- 13) Θεοδώρα, αυτοκράτειρα του Βυζαντίου.
- 14) Θεοφανώ, αυτοκράτειρα του Βυζαντίου.
- 15) Θρύλοι και παραδόσεις του Βυζαντίου (Βυζαντινή λαογραφία).
Γ) Προτεινόμενα θέματα εργασιών στη Φιλοσοφία:
- 1) Η σημασία του έργου του Φρειδερίκου Νίτσε για την Ευρωπαϊκή φιλοσοφία.
- 2) Η φιλοσοφική σκέψη των Επικουρείων φιλοσόφων.
- 3) Η φιλοσοφική σκέψη των Σοφιστών.
- 4) Η φιλοσοφική σκέψη του Μπαρούχ Σπινόζα.
- 5) Σχέσεις Νεοπλατωνικών φιλοσόφων και Χριστιανικής φιλοσοφικής σκέψης.
- 6) Η φιλοσοφική σκέψη των Γνωστικών.
- 7) Ο φιλοσοφικός λόγος του Ρενέ Ντεκάρτ.
- 8) Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Ντέϊβιντ Χιούμ.
- 9) Σχέσεις φιλοσοφίας και Επιστήμης.
- 10) Σχέσεις φιλοσοφίας και θρησκειών.
- 11) Η συμβολή της φιλοσοφίας στη βιοηθική.
- 12) Τέχνη – Αισθητική και Φιλοσοφία ή Φιλοσοφία και Ιστορία της Τέχνης.
- 13) Σχέσεις Φιλοσοφίας και Ιστορίας.
- 14) Λόγος και Σκέψη.
- 15) Μυθολογία και Φιλοσοφία. (Μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις διαφόρων λαών και η σχέση τους με τη φιλοσοφική σκέψη).
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
- Wichterich H. Pedagogische Atmosphare und menschliche Kommunikation, Rheinstetten 1977, 55.
- Ξωχέλλης Παν., Παιδαγωγική του Σχολείου, Θεσσαλονίκη 1979.
- Πετρουλάκης Ν., Προγράμματα, εκπαιδευτικοί στόχοι, μεθοδολογία, Αθήναι 1981.
- Τατάκης Β., Παιδαγωγική, Αθήνα 1978.
- Τσίριμπας Α., Γενική Διδακτική, Αθήναι 1959.
- Τσουρέκης Δημ., Σύγχρονη Παιδαγωγική, Αθήνα 1981.
- Χαραλαμπίδης Θ., Γενική Παιδαγωγική, Αθήνα α.ε.
- “ΑΛΛΑ ΖΗΤΑΕΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥΣ, ΓΙ’ ΑΛΛΑ ΚΛΑΙΕΙ” (Κ.Καβάφης). Ανοιχτή επιστολή στον Υπουργό Παιδείας Πέτρο Ευθυμίου του Συλλόγου Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
- Gee J-P. (1993), “What is Literacy?” στο L.-M. Cleary & M. Linn (eds.) Linguistics for Teachers. –New York: Mc Graw-Hill, pp. 257-265.
- N. Elsasser- Steiner, N. & V. John-Steiner (1993),“An Interactionist Approach to Advancing Literacy „ στο L.-M. Cleary & M. Linn (eds.) Linguistics for Teachers. –New York: Mc Graw-Hill, pp. 265-281.
- G. Kress, (1994), Learning to write. –London: Routledge.
- Παραδέλλης Θ., (1997), «Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη: από την αυτόνομη δράση στην κοινωνική πρακτική» στο Ong. W. Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη. -Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σ. IX-XXXIV.