Ο κατά βάση γλυκός καιρός σε όλη την Ελλάδα μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, είχε μεταθέσει χρονικά το πρόβλημα. Τώρα όμως που το κρύο έκανε αισθητή την παρουσία του και στην πρωτεύουσα, η χαρακτηριστική οσμή του τζακιού άρχισε να αναδύεται δειλά-δειλά από ορισμένες γειτονιές του λεκανοπεδίου.
Και παρότι το φαινόμενο είναι ακόμα περιορισμένο, οι ειδικοί φοβούνται ότι η φετινή εξαιρετικά δύσκολη ενεργειακή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί θα ξυπνήσει μνήμες από τους χειμώνες της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, τότε που η αιθαλομίχλη «σκέπαζε» πολλές ελληνικές πόλεις.
«H βιομάζα χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν στην ελληνική επαρχία ως καύσιμη ύλη» λέει στην «K» ο Καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, τονίζοντας όμως πως στις πόλεις, η χρήση των τζακιών για θέρμανση είναι φαινόμενο της τελευταίας δεκαετίας.
Όπως σημειώνει: «Το 2011, 2012 και 2013 είχαμε φτάσει να έχουμε τρομερά επεισόδια αιθαλομίχλης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, σχεδόν επιπέδου Πεκίνου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον χειμώνα του 2012 που μετρούσαμε στο εργαστήριό μας τα μικροσωματίδια στην ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης. Παραμονή Χριστουγέννων με πήραν οι συνεργάτες μου τηλέφωνο και μού είπαν ότι είχε σταματήσει η λειτουργία των αντλιών μέτρησης στο λιμάνι και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης γιατί είχε “μπουκώσει” το φίλτρο, δεν μπορούσε να περάσει άλλο ο αέρας.
Φέτος, επειδή έχουμε συνθήκες ραγδαίας αύξησης των τιμών στο φυσικό αέριο και στο ρεύμα, υπάρχει στροφή του πληθυσμού στο πετρέλαιο, για όσους το αντέχουν οικονομικά, αλλά και στην ξυλεία. Ειδικά την περίοδο των γιορτών όπου ο κόσμος μένει και περισσότερο σπίτι του, αναμένεται έντονη ζήτηση».
Σύμφωνα με τον κ. Σαρηγιάννη, η χρήση ξυλόσομπων και τζακιών στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι η χειρότερη επιλογή θέρμανσης τόσο για τη δημόσια υγεία, όσο και για το περιβάλλον. Και αυτό γιατί «στις πυκνοκατοικημένες πόλεις η διακίνηση του αέρα συναντά διαρκώς εμπόδια, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται σε πολλά σημεία. Και δυστυχώς, την ίδια στιγμή, το συγκεκριμένο είδος θέρμανσης δεν είναι ενεργειακά αποδοτικό για τον χρήστη».
Το κυριότερο όμως πρόβλημα σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι πως πρόκειται για ατελή καύση, με αποτέλεσμα να εκλύονται πολλά αιωρούμενα μικροσωματίδια στην ατμόσφαιρα, τα οποία μάλιστα είναι λεπτά σε διάμετρο, κάτι το οποίο σημαίνει ότι μπορούν να διεισδύσουν γρήγορα και εύκολα, βαθιά στους πνεύμονες, δημιουργώντας προβλήματα στην υγεία. Η επιβάρυνση είναι σημαντική και στο εσωτερικό των κατοικιών. Όπως εξηγεί ο καθηγητής: «Ακόμα και αν o ιδιοκτήτης ενός τζακιού γνωρίζει ότι το συντηρεί καλά και αυτό δεν “καπνίζει”, η αλήθεια είναι ότι ακόμα και έτσι, ο αέρας εντός της οικίας επηρεάζεται αρνητικά – το διπλάσιο και το τριπλάσιο σε σχέση με το να μην έκαιγε το τζάκι».
H ποιότητα των ξύλων και τα -όχι και εντελώς αθώα- πέλλετ
Στην πραγματικότητα, αυτό που φοβίζει τους ειδικούς με την χρήση των τζακιών στις πόλεις -τα οποία δεν προορίζονταν για βασικό μέσο θέρμανσης μέχρι να έρθει η οικονομική κρίση-, είναι η ποιότητα των ξύλων που βάζουμε στη φωτιά. Όπως σημειώνει ο κ. Σαρηγιάννης: «Όσο πιο ατελώς καίγεται ένα ξύλο, τόσο πιο πολλά μικροσωματίδια εκλύονται στην ατμόσφαιρα. Ειδικά τα ξύλα με επιχρίσματα από μπογιές, βερνίκια κ.τ.λ, τα οποία συχνά καίγονται στα αστικά κέντρα, απελευθερώνουν δευτερογενείς καρκινογόνες ενώσεις με ενεργοτοξική δράση».
Από αυτή την άποψη, τα πέλλετ – καύσιμο υλικό από συμπιεσμένο ξύλο, πριονίδια και άλλα κατάλοιπα ξυλείας, χωρίς χημικά πρόσθετα, με ελάχιστη υγρασία (2%) και καλή ενεργειακή απόδοση- έχουν, σύμφωνα με τον καθηγητή, ελάχιστο αποτύπωμα όσον αφορά στο θέμα της κλιματικής κρίσης.
«Σε ό,τι αφορά όμως στην έκλυση μικροσωματιδίων, το κυρίαρχο δηλαδή περιβαλλοντικό πρόβλημα στις πόλεις σε επίπεδο μικροκλίματος, αυτά που εκλύονται από τα πέλλετ βρίσκονται στο ίδιο περίπου ποσοστό με αυτά που εκλύονται από την καύση πετρελαίου. Πολλά περισσότερα δηλαδή από αυτά που παράγονται από την καύση φυσικού αερίου. Παρόλα αυτά, παραμένουν πολύ πιο καθαρά από την καύση ξυλείας σε μια ανοιχτή εστία όπως το τζάκι».
Πάντως, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί φέτος η κατάσταση, ο καλύτερος συνδυασμός από άποψης περιβαλλοντικού αποτυπώματος και δημόσιας υγείας είναι σύμφωνα με τον κ. Σαρηγιάννη, η χρήση των air condition. ‘Οπως εξηγεί: «το αποτύπωμα αυτών των συσκευών είναι πολύ λιγότερο αρνητικό σε σχέση με το 2012 π.χ, δεδομένου ότι και τα μηχανήματα είναι πια πολύ καλύτερης ποιότητας αλλά και το ρεύμα παράγεται από πιο καθαρές πηγές. Επίσης, τα air condition, μπορούν να ανταποκριθούν στο πιο ήπιο κρύο στης Αθήνας».
Η άριστη πάντως λύση των αντλιών θερμότητας, δεν προωθείται διαχρονικά, σύμφωνα με τον καθηγητή, από την Πολιτεία και παραμένει ακριβή για την πλειονότητα των πολιτών. «Θυμίζω πως κακή ήταν η ποιότητα της ατμόσφαιρας του αέρα στην Αθήνα και πριν από το 2004, όταν ακόμα ο βασικός τρόπος θέρμανσης ήταν το πετρέλαιο. Στην πραγματικότητα, κάνουμε διαρκώς βήματα προς τα πίσω στο ζήτημα της καλής για το περιβάλλον και την υγεία, θέρμανσης».
Βαρύ το αποτύπωμα της καύσης ξύλων και στην υγεία
Ανήσυχος με την πιθανότητα να στραφεί με μαζικό τρόπο ο κόσμος σε τζάκια και ξυλόσομπες τον φετινό χειμώνα, είναι και ο Ευάγγελος Φιλόπουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ευρώπη και ειδικά κατά τους χειμερινούς μήνες είναι αυτή τη στιγμή πρόβλημα υγείας πρώτης γραμμής.
Όπως σημειώνει: «Στην Αθήνα, το μεγαλύτερο ποσοστό του προβλήματος οφείλεται στην καύση ξύλων κακής ποιότητας και στο συνδυασμό αυτής της καύσης με τους έντονους ρύπους των γερασμένων, αρχαίων θα τα έλεγα, ντιζελοκίνητων ταξί, μέσα στην πόλη. Έχουμε φτάσει να έχουμε στόλο 20ετίας σε αυτά τα οχήματα».
Μεγάλο πρόβλημα ατμοσφαιρικής ρύπανσης αντιμετωπίζουν σύμφωνα με τον κ. Φιλόπουλο και η Πάτρα, τα Γιάννενα, η Θεσσαλονίκη και όλη η Βόρεια Ελλάδα γενικότερα, η οποία δυστυχώς επιβαρύνεται και με «εισαγόμενη» ρύπανση από Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο.
«Ως Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία αισθανόμαστε πολύ άβολα να σηκώνουμε το δάχτυλο στους πολίτες για το ζήτημα της κακής θέρμανσης και τον συσχετισμό της με την πρόκληση καρκίνων, όταν υπάρχει το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας. Πρέπει το κράτος να βοηθήσει ενεργά τους πολίτες για να μην καταφεύγουν σε κάκιστες για την υγεία τους λύσεις», καταλήγει ο κ. Φιλόπουλος.
kathimerini.gr