Tου Στεφανου Κασιματη / kassimatis@kathimerini.gr
«Οι άνθρωποι του κέντρου, και προπάντων οι άνθρωποι της Δεξιάς, έχουν συχνά το απίστευτο ελάττωμα να μην μελετούν ή και να μην διαβάζουν καν τα κείμενα της Ακρας Αριστεράς. Ασχολούνται με τα δικά τους κείμενα, με τις δικές τους έριδες». Είναι μια διαπίστωση του Ευάγγελου Αβέρωφ, που διατυπώνεται εν παρόδω στη θαυμάσια –και αδίκως αγνοημένη– ιστορία του της εμφύλιας διαμάχης του 1946 – 49 («Φωτιά και τσεκούρι»). Πάνω από 30 χρόνια αφότου ο Αβέρωφ έγραψε το βιβλίο, αναρωτιέμαι αν η διαπίστωσή του έχει σήμερα οποιαδήποτε αξία. (Εξάλλου, αν διαβάζει κανείς τις ανακοινώσεις της ΔΑΚΕ, δικαιούται να ισχυρίζεται ότι τα κείμενα της Αριστεράς σήμερα τα γράφει η Δεξιά…)
Η Μεταπολίτευση ισοπέδωσε ό,τι είχε αφήσει η χούντα των συνταγματαρχών από την αστική παράδοση του τόπου και, ουσιαστικά, εγκατέστησε στην εξουσία τις αξίες και τις ιδέες της Αριστεράς, που έγιναν η παραδεδεγμένη αλήθεια της εποχής, μεταμορφώνοντας ακόμη και αυτή τη Δεξιά. (Μια Δεξιά, η οποία σήμερα, υπό τον Α. Σαμαρά, έχει καταντήσει να ανταγωνίζεται το ΚΚΕ διεκδικώντας τους ίδιους ψηφοφόρους…) Ετσι είδαμε, λ.χ., τον Κωστάκη Καραμανλή να αυτομαστιγώνεται (μεταφορικώς – πάλι καλά) στη Μακρόνησο ή να εκστασιάζεται από τη σοφία του Χαρίλαου Φλωράκη. Βλέπουμε, επίσης, ότι η ιδιότητα του αντικομμουνιστή –κάτι ταυτόσημο με την ιδιότητα του αντιφασίστα και απολύτως αυτονόητο για οποιονδήποτε δημοκρατικό πολίτη στις χώρες της Δύσης– να εκτοξεύεται πλέον ως εσχάτη κατηγορία από την Αριστερά προς όσους της επιτίθενται καίρια, όπως π.χ. προ καιρού κατά του Θ. Πάγκαλου, ενώ οι υπόλοιποι πολιτικοί των αστικών κομμάτων επιδεικνύουν έναντι της Αριστεράς τον ίδιο –υποκριτικό, ενδεχομένως– σεβασμό που έχουν και για την Εκκλησία. (Εν προκειμένω, ο παραλληλισμός δεν είναι καθόλου υπερβολικός: σκεφθείτε πόσο λίγοι είναι εκείνοι που εφαρμόζουν στην καθημερινότητά τους τις επιταγές της Εκκλησίας, εν σχέσει με εκείνους που αναγνωρίζουν και σέβονται τον θεσμικό ρόλο της…)
Γιατί, λοιπόν, το χρηματοδοτούμενο από τον προϋπολογισμό ΚΚΕ να μην δηλώνει ευθέως ότι δεν αναγνωρίζει το Σύνταγμα και γιατί να μην αρνείται τον έλεγχο στα οικονομικά του; Είναι μια «δημοκρατική» κατάκτησή του, όταν, μπροστά σε αυτή τη συμπεριφορά του, οι πολιτικοί των αστικών κομμάτων το βουλώνουν σεμνοτύφως και παριστάνουν ότι δεν τρέχει τίποτα. Είναι κωμικοτραγικό να έχει σήμερα τέτοια σημαίνουσα θέση η Αριστερά στην κοινωνία, αν το σκεφθείτε. Διότι αν η Ιστορία της χώρας είχε πάρει την κατεύθυνση που επεδίωξε να της δώσει από το 1943 με τα όπλα, στην αυγή του 21ου αιώνα, το μόνο εξαγώγιμο προϊόν που θα είχε η χώρα θα ήταν η Ελληνίδα, η οποία θα ανταγωνιζόταν επαξίως τα παρεμφερή «προϊόντα» του σοσιαλιστικού σχολείου, όπως τη Ρωσίδα, την Ουκρανέζα, τη Μολδαβή κ.ά. Εν τούτοις, από την πλευρά τους, δικαίως νοσταλγούν στο ΚΚΕ τον «ηρωικό Δεκέμβρη του ’44» και δηλώνουν σε δημόσιες εκδηλώσεις ότι μελετούν τα λάθη τού τότε «με σκοπό να γίνουμε πιο ικανοί στην οργάνωση της ταξικής πάλης για την ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας» (βλ. «Ριζοσπάστη», 6/12/2011, σελ. 21). Διότι, ενώ το 1936 το ΚΚΕ ήταν ένα κόμμα του 5,75% και των 15 εδρών στη Βουλή των 300, το 1944 παρ’ ολίγο να καταλάβει την εξουσία με τα όπλα.
Είναι πολλές και τεράστιες οι διαφορές μεταξύ της σημερινής εποχής και της δεκαετίας του 1940, όπου το ΚΚΕ σχεδόν έφθασε στον θρίαμβο. Ασφαλώς, δεν υπάρχει ξένη κατοχή –παρά τις ρητορικές μπούρδες της Αριστεράς–, υπάρχουν όμως δύο παράγοντες που ευνοούν την ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας, κατά τρόπο που συμφέρει την Αριστερά. (Το δείχνει άλλωστε και η πρόσφατη δημοσκόπηση της Public Issue). Ο πρώτος είναι η δραματική μείωση του βιοτικού επιπέδου –πλαστού εν πολλοίς και οφειλόμενου κυρίως στην κατασπατάληση του μέλλοντος– λόγω της οικονομικής κρίσης. Ο δεύτερος, τον οποίον εκμεταλλεύεται κατά κόρον η Αριστερά, είναι η πολιτική απουσία, όπως και τότε, της αστικής παράταξης: διαλυμένη μέσα στη χοάνη πολυσυλλεκτικών, λαϊκίστικων κομμάτων, που ανταγωνίζονται ποιο θα προσφέρει την πιο ελκυστική κεϋνσιανή, σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα, η φωνή της αστικής παράταξης έχει εκλείψει.
Δεκέμβριος του 2011, σε μια Ελλάδα, όπου θεωρείται ταμπού η πώληση δημόσιας περιουσίας, όπως και η κατάργηση ηλίθιων νομοθετικών περιορισμών, που λειτουργούν εις βάρος της επιχειρηματικότητας και υπέρ της διαφθοράς του Δημοσίου. Σε μια Ελλάδα όπου ένας υπερευαίσθητος –στα όρια της υστερίας– υπουργός κερδίζει τη μάχη για την απελευθέρωση της πώλησης του βρεφικού γάλακτος (!), ενώ ένας άλλος κοκορεύεται που δεν τον ενοχλεί η τελετουργία της θραύσης των μαρμάρων από τους αναρχικούς. Σε μια Ελλάδα, όπου αν μιλήσεις για τον Τσώρτσιλ, τον Σκόμπι, τον Χόκσγουερθ, όλους αυτούς που έβαλαν πλάτη για να μην γίνει η Ελλάδα ένα είδος «Ριβιέρας του Αδη» στη Σοβιετική Αυτοκρατορία, θεωρείσαι φασίστας – και μόνον οι κομμουνιστές δικαιούνται να θυμούνται και να γιορτάζουν. Μια Ελλάδα, την οποία αυτή τη φορά η Αριστερά δεν θα χρειαστεί να πάρει τα όπλα για να την κατακτήσει. Εχοντας αλώσει το δημοκρατικό σύστημα με την ιδεολογική υπεροχή που της παραχώρησε ηλιθίως η Δεξιά, το μόνο που χρειάζεται είναι να παίρνει τις ψήφους των αδαών…