Αδάμος Βασίλειος : Η ΚΟΡΗ

adamos vasilis

Η ομορφιά της ήταν ασύγκριτη, ανείπωτη σαν τη συμφορά. Προκαλούσε μόνο θαυμασμό και δέος. Η Ελένη δεν ήταν τίποτα μπροστά της, μια που ήταν ανθρώπινη, γήινη, φθαρτή, πολεμική, ετούτη εδώ ήταν θεϊκή, γέννημα θρέμμα του πατρός της.

Πως μπόρεσε ο νους αυτών των ανθρώπων να πλάσει αυτό το πλάσμα; Γιατί ήταν ο πληθυσμός εκείνος από τις οροσειρές του Αίμου, της Πίνδου, από το σύμπλεγμα των Ιονίων νήσων μέχρι το νησί της Αφροδίτης, από τη μια άκρη του Αιγαίου στην άλλη, μια κοινωνία γεμάτη σπιρτάδα, κίνηση και ζωή.

Η Ομορφιά ήταν η κόρη του. Σε όλη την Μεσόγειο ταξίδευε και έδινε τα δώρα της, όλα δημιουργήματα του πατέρα και του θείου της του πολυμήχανου Ήφαιστου. Επιστέγασμα στην ομορφιά της ήταν η Λαλιά, υπέροχη, μουσική, ηρεμούσε θεούς, ανθρώπους και ζώα αλλά κι εκείνον τον Άνεμο, τον Αδίστακτο, τον Μέγα Παρασύρτη κι εκείνου του σιγοτραγουδούσε, τον καταλάγιαζε, του σιγοψιθύριζε να χαμηλώσει ταχύτητα, να πνέει ούριος, βοηθός της φύσης και των ανθρώπων, ναυτικών και στεριανών. Ήταν μελιστάλαχτη, σοβαρή και λογική.

Όταν ο κήρυκας της χάρισε τη φωνή, άστραψαν τα καταγάλανα μάτια της, έγιναν φωτιά και ακούστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα πάντα προμήνυαν την Ευτυχία, τίποτα δεν θα ήταν ικανό να φέρει δάκρυα, από ‘δω και πέρα, μόνο χαρές, ευτυχία παραδεισένια.

Έλαμψαν οι άνθρωποι, έφτιαξαν πράγματα θαυμαστά που και τώρα τα θαυμάζουμε, ακόμα και μετά τον μεγάλο Σεισμό, γιατί ήταν Αθάνατα και έμειναν όρθια, φάροι αληθινοί της σοφίας του κόσμου. Στην ψυχή τους οι άνθρωποι είχαν τη θεά τους, που τους ορμήνευε σωστά, κοιτώντας τους με ‘κείνα τα μάτια, που μπαίναν κατευθείαν στην ψυχή τους, όπως και τα λόγια της.
Μ’ αυτήν έμαθαν να μιλούν, να συνεννοούνται, να αγαπιούνται, να κάνουν οικογένειες αγαπημένες.

Για αιώνες ζούσαν οι άνθρωποι με την Αγάπη τους, ίδια στολίδια πάνω στον πλανήτη, που έγινε κι αυτός Θεϊκός, μικρός το δέμας, αλλά τόσο συγκεντρωτικός της Δύναμης. Άφωνοι και στάσιμοι οι άλλοι πλανήτες ζήλευαν και αναρωτιούνταν, πως αυτός ο μικρός, σχεδόν στρόγγυλος γαλανός, είναι τόσο τυχερός;
Και τότε, τότε που η θεά αποφάσισε να βγει έξω από τα πλανητικά όρια του Ανθρωπισμού, άλλαξε τη φύση του παιδιού της.

Τι ήταν αυτό; Δεν ήξερε η θεά αυτή ότι τα παιδιά πρέπει να καθοδηγούνται και μετά θάνατον, για να μπορούν να αναγεννούν τις ικανότητές τους;
Από την εξωπλανητική επιστροφή της έφερε μαζί της – συσσωρευμένη γνώση – το Μπαούλο, μαζί και το κακό… Μα είναι η γνώση κακό; Εμείς, δεν ξέρουμε, μαθαίνουμε μόνο να την χρησιμοποιούμε, για την ευτυχία μας.

Τότε; Δυστυχώς δεν ήξερε ούτε η θεά ότι θα προκαλούσε Χάος και πρόσφερε ανοιχτά με την καλή της την καρδιά τα Πάντα στα παιδιά της ανοίγοντας το Μπαούλο, που δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν αυτόν τον Πλούτο, ο οποίος έγινε Δυνάστης. Ήταν τόσο πολλά όλα…

Μαζί του έβγαλε από το Μπαούλο τα ανίψια του: το Κέρδος, τον Φθόνο και τον Εγωισμό. Αυτά παντρεύτηκαν με την Πλεονεξία και γέννησαν την Απέχθεια, τον Πόλεμο και την Καταστροφή.

Η θεά τα ‘χασε, τα παιδιά της πανικοβλήθηκαν. Δεν μπορούσαν να ξαναδούν τη μητέρα τους στα μάτια, εξακολουθούσαν να είναι γαλανά αλλά χωρίς φλόγα.
Τώρα μέσα στο χάος αρκετά από τα παιδιά της αναζητούν τα σωστά αδέλφια τους: την Ειρήνη, την Αγάπη, τον Σεβασμό, την Αλληλεγγύη, την Εθελουσία, το Καθήκον και την Αξία, τα μόνα από τα παιδιά της Πανδώρας, που έχουν στόχο την Ευδαιμονία του Ανθρώπου.

Κάποια από τα έξυπνα – εναπομείναντα παιδιά, γνωρίζουν – τόσοι αιώνες σοφίας, κάτι έμεινε – ότι τα αδέλφια βρίσκονται μέσα τους, ντυμένα καλά με θετική ενέργεια, προφυλαγμένα, είναι όμως απομονωμένα, περιμένοντας την Συναδέλφωση, την πραγματική Κόρη της Πανδώρας, να επιστρέψει από ‘κείνο το Διαγαλαξιακό ταξίδι, για να ενώσει τους απολωλότες κάτω από τον κοινό σκοπό τους, τη Δημιουργία…

ΑΔΑΜΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

.