Xρήστος Γκίμτσας: Eνα Ελενάκι, γεμάτο καλοκαίρι

(Μια δροσερή ανάσα για το υπόλοιπο του καλοκαιριού)

Γράφει ο Χρήστος Γκίμτσας

 

Από μικρή έδειχνε πως θα γίνονταν  τσαχπίνα και καταφερτζού.
Είχε ένα ευλογημένο τρόπο να πείθει και να της γίνονται όλα τα χατίρια, σε ο,τι και αν ζητούσε, έτσι , χωρίς κλάματα και γκρίνιες.
Μέχρι και η μάνα της απορούσε, π
oυ δεν κατάφερε να της πει ούτε ένα όχι, ακόμα και στα πιο σοβαρά πράγματα.
Το ίδιο και στο σχολείο. Καλή μαθήτρια δεν ήταν, αλλά θες με τα νάζια της, θες με τα χαριτωμένα ψέματά της, έπειθε τους καθηγητές να την σπρώχνουν από τάξη σε τάξη.
Εκεί, στο σχολείο , ιδιαίτερα στις τελευταίες τάξεις, όταν το κορμί της είχε αρχίσει να δένει ,κατάλαβε την αξία της από τα λοξά και λιγούρικα  βλέμματα των καθηγητών.
Να σκεφτείς, πως ο γυμναστής την είχε βαφτίσει ελαφάκι!
Τελειώνοντας  λοιπόν το σχολείο, η Ελενίτσα είχε γίνει ένα κορίτσι που δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο στον δρόμο, που να μην γυρίσει να την κοιτάξει.
Με το ξανθό μαλλί της, τα γαλάζια μάτια, το καλοσχηματισμένο κορμί της, ήταν ένας αέρινος νεανικός πόθος, απ’ αυτούς που βλέπεις στο σινεμά.

Και  το αναθεματισμένο, όλα αυτά τα προσόντα φρόντιζε να τα ενισχύει με κάτι κολλητά  τζιν και μπλουζάκια- από καλάθι αγόραζε, αλλά άμα έχεις το κορμί!-  έτσι που η μάνα της κάθε τόσο της έλεγε ανήσυχη, πως πολύ αέρα είχε πάρει και να προσέχει  να μην ρεζιλευτούν καμία μέρα με τα καμώματά της.

Πέρασε ένα καλοκαίρι και ένας χειμώνας από τότε που άφησε τα θρανία και κατάλαβε πως μόνο με το γοητιλίκι, η ζωή δεν πάει μπροστά. Επρεπε να δουλέψει.
Υστερα ντρεπόταν να ζητάει από την μάνα της κάθε τόσο ενα πεντάευρο, που η κακομοίρα, χήρα από χρόνια, είχε να μεγαλώσει και ένα μικρότερο αδελφάκι της.
Ελα όμως που ο Θεός δεν χάνει κανέναν!
Και  τον σωτήρα, μάλλον σταλμένος από την θεά Αφροδίτη, τον έλεγαν κυρ Φώτη που ήταν και μακρινός γείτονας.
Καφετέρια είχε ο άνθρωπος, την ‘’Αίγλη’’ και εκεί άραζε συχνά και το Ελενάκι.
Την πλησίασε λοιπόν την μικρή την ώρα που έπινε ένα  φραπέ και της το πρότεινε.
– Ελενίτσα, δουλειά δεν έχεις. Δεν βαρέθηκες να κάθεσαι; Γιατί δεν έρχεσαι εδώ στη ‘’Αίγλη’’ να δουλέψεις;
-Και τι δουλειά θα κάνω κυρ-Φώτη;
-Σερβιτόρα. Το πολύ να πλένεις και κανένα ποτήρι , άμα πέφτει πολλή δουλειά.
-Δεν ξέρω από  σερβιρίσματα και τέτοια κυρ- Φώτη…
-Σιγά το πράμα. Σε μία εβδομάδα, θα έχεις γίνει ξεφτέρι. Να κουβαλάς καφέδες και ποτά με τον δίσκο και να δίνεις ρέστα. Αυτά χρειάζονται. Και θα  βγάλεις καλό χαρτζιλίκι. Και της είπε πόσα θα την πλήρωνε.
-Χώρια τα πουρμπουάρ…
Της καλάρεσε και δέχτηκε.
Ο κυρ-Φώτης δεν ήταν βλάκας. Ηξερε πως το Ελενάκι
με την μόστρα της και την τσαχπινιά της, θ ανέβαζε την δουλειά στο μαγαζί. Και έτσι έγινε.
Σε λίγο καιρό μάλιστα, πολλοί έλεγαν ‘’πάμε για καφέ στης Ελένης’’ και όχι στην ‘’Αίγλη’’. Τέτοια πέραση είχε στην πιάτσα.

Ανάμεσα στους πελάτες που την θαύμαζαν και την ποθούσαν, άλλος φανερά, άλλος κρυφά, ήταν και ο  κύριος Σπύρος, συνταξιούχος εφοριακός και εργένης.
Σταθερά,κάθε πρωί , γύρο στις δέκα, έρχονταν για  τον πρώτο καφέ και με τον καιρό , είχε την απαίτηση να του τον σερβίρει μόνο η Ελενίτσα. Ηθελε να την βλέπει , να την χαίρεται , να του μιλά, έτσι για να πάει καλά όλη η  μέρα του.
Ο πόθος του εφοριακού για την Ελένη , δεν κρύβονταν. Και αφού γνωριστήκαν καλύτερα, δεν έπαυε να της λέει κάθε τόσο, πόσο  ήθελε να κάνει ένα ταξίδι μαζί της.
-Ενα ταξίδι για λίγες μέρες. Οπου θέλεις, αρκεί να είμαστε για λίγο μαζί…
Πονηρή η Ελένη δεν τον απόπαιρνε, αλλά τον κορόιδευε με τον τρόπο της, αφήνοντας την επιθυμία του σε εκκρεμότητα.
-Καλά κύριε Σπύρο, μην βιάζεσαι , Θα δούμε.. Θα βρούμε μια ευκαιρία..

Ηταν και ένας άλλος, σταθερός πελάτης, ένας γιατρός του νοσοκομείου, γύρο στα πενήντα,  που έρχονταν κάθε Σαββατοκύριακο, έπινε πρώτα ένα καφέ και προς το μεσημέρι ζητούσε κι  ένα ούζο με εκλεκτό  μεζέ , που τον ετοίμαζε ιδικά γι’ αυτόν, ο κυρ Φώτης.
Αυτός ο άνθρωπος, αν μπορούσε να την φάει με τα μάτια, να την ξεκοκαλίσει κυριολεκτικά, θα το είχε κάνει.
Και αυτή η ατιμούλα να τον παιδεύει βάζοντας όλη την τσαχπινιά και το νάζι της καθώς τον σερβίριζε, ρίχνοντας λάδι στην φωτιά του πόθου του.
Εννοείται πως ο γιατρός άφηνε από τα πιο πλούσια πουρμπουάρ.
Και επειδή το Ελενάκι είχε καταλάβει πόσο πολύτιμη είχε γίνει για το μαγαζί, μία μέρα στρίμωξε τον κυρ Φώτη και του ζήτησε και αύξηση και ασφάλεια. Και άμα ήθελε, γιατί την ζητούσαν και στην “Ανεμώνη’’ , μια άλλη καφετέρια λίγο πιο κάτω. Ψέματα έλεγε, αλλά ήξερε πως θα πιάσουν.
Ο κυρ Φώτης παρ΄ όλες τις τσιριμόνιες  “ξέρεις δεν βγαίνω’’ και τέτοια, τελικά της έδωσε όλα όσα ζήτησε.
Είπαμε, δεν ήταν βλάκας. Δεν χάνεται τέτοιο κελεπούρι!

Σταμάτησε με το μηχανάκι που είχε ένα μεγάλο κουτί πίσω που έγραφε ‘’Ταχυμεταφορές’’, μπροστά στην ‘’Αίγλη’’ και άραξε κουρασμένα σε ένα ακρινό τραπέζι. Ψηλός , λυγερόκορμος και ομορφούλης ήταν.
Τον πλησίασε με απορία.
-Τι θα πάρεις;
-Τον πιο φτηνό καφέ που έχεις. Αν και για άλλη δουλειά ήλθα εδώ.
-Και ποια είναι αυτή η δουλειά;
Να σε ρωτήσω τι ώρα τελειώνεις το βράδυ. Και αν θέλεις να ρθω να σε πάρω να πάμε μία βόλτα μαζί.
-Σαν πολύ δεν τρέχεις;
-Κοίτα, δεν έχω πολύ χρόνο. Ντελιβεράς είμαι . Σάκη με λένε και πρέπει να μοιράσω κάτι δέματα μέχρι το μεσημέρι. Εγώ αργά το βράδυ, εδώ θα είμαι. Εσύ αποφασίζεις…
Της άρεσε ο Σάκης και το αποφάσισε. Την περίμενε με μια εξακοσάρα γιαμάχα. Την φόρτωσε στην πίσω σέλα και την πήγε  σε ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη, σε μία ταβέρνα, για σουβλάκια και μπύρα.
Εκεί της είπε πως η γιαμάχα δεν ήταν δική του, αλλά του φίλου του Αποστόλη. Και επειδή εκείνος τα κονόμησε και πήρε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, έμεινε η μηχανή ακίνητη και ο φίλος του, του έδωσε τα κλειδιά να την παίρνει όποτε θέλει.

Πέρασαν όμορφες στιγμές πάνω στην γιαμάχα. Πρώτη φορά στην ζωή της έσφιγγε αντρικό κορμί καθώς καθόταν στην πίσω σέλα. Και δεν άργησε να καταλάβει πως ο πόθος του Σάκη γι’ αυτήν ήταν καθαρός σαν κρύσταλλο.

Εκεί , στην ταβέρνα με τα σουβλάκια και τις μπύρες, ένα βράδυ-Ιούλιος ήταν- ο Σάκης γύρισε και της είπε, πόσο καλά θα ήταν  να πήγαιναν ένα ταξιδάκι για μερικές μέρες σε κάποια παραλία.
-Αλλά το οικονομικό δεν βγαίνει, γαμώτο. Υστερα το αφεντικό δεν πρόκειται να δώσει ούτε μια μέρα άδεια.
Εκείνη,συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι, αδειάζοντας συγχρόνως το κουτάκι της μπύρας.

-Κύριε Σπύρο, ο καφές σας. Μια χαρά σας βλέπω σήμερα.
Αφησε το φλιτζάνι  στο τραπέζι, τον κοίταξε με λάγνο βλέμμα και του είπε με χαμηλωμένη φωνή.
-Με τόση ζέστη που κάνει ,νομίζω πως ήλθε ο καιρός να πάμε μαζί εκείνο το ταξιδάκι που θέλετε. Να ξεσκάσουμε και εμείς λιγάκι.
Τα μάτια του άλλου άστραψαν. Εκείνη συνέχισε.
-Αυτές τις μέρες θα πάω στον Πλαταμώνα να δω μία εξαδέλφη της μάνας μου, που δεν έχει κανένα άλλον στον κόσμο και δεν είναι καλά η καημένη. Μια που θα πάω, λέω να κλείσω δυο δωμάτια σε ένα ξενοδοχείο για εμάς. Ετσι, να πάρει η ψυχή μας λίγο αέρα… Αρκεί να μου πείτε πως θα είστε φρόνιμος…
-Φρόνιμος σαν αρνάκι, σαν να μην υπάρχω, στο υπόσχομαι!
Ηξερε πως έλεγε ψέμματα.
-Λοιπόν, αφού δω την θεία, θα φροντίσω να κλείσω τα δωμάτια και όταν όλα είναι έτοιμα θα σας τηλεφωνήσω να έρθετε  με το αυτοκίνητό σας… Μόνο που εγώ δεν έχω οικονομικές δυνατότητες και τα ξενοδοχεία , τέτοιες εποχές θέλουν προκαταβολές και  τέτοια, ,άσε που είναι και πανάκριβα.
-Εδώ είμαι εγώ, ήταν η λαχανιασμένη απάντηση του κυρίου Σπύρου, που άνοιξε το πορτοφόλι και της έδωσε πεντακόσια ευρώ.
-Φτάνουν;
-Μάλλον. Αλλά και να μην φτάσουν, εσείς καλέ, εδώ είστε !

Η επόμενη μέρα, ήταν Σάββατο. Ο γιατρός στην θέση του. Την ώρα που του σερβίριζε το ούζο, έβαλε όλο το νάζι της, κάνοντας τον άλλο να λιγώσει.
-Γιατρέ να σας ζητήσω μία χάρη;
-Ο,τι θέλει η Ελένη.
-Εχω ένα ξαδελφάκι  που έχει μεγάλη ανάγκη να λείψει μερικές μέρες από την δουλειά του, αλλά το αφεντικό του, δεν του δίνει άδεια. Τέτοια εποχή , έχουν πολύ δουλειά και δεν μπορεί να λείψει. Ετσι του λέει.. Θα μπορούσατε εσείς να του  δώσετε εσείς μερικές ημέρες άδεια απ’ αυτές που τις λένε αναρρωτικές; Θα μας κάνατε μεγάλη χάρη…
-Ούτε να το συζητάς. Στείλε τον την δευτέρα στο νοσοκομείο να του δώσω όσες μέρες θέλει.

Ο Σάκης όταν άκουσε για όλα αυτά, έμεινε με το στόμα ανοιχτό
-Σε είχα για διαβόλου κάλτσα, μα εσύ ξεπέρασες και  τον ίδιο τον  διάβολο.
-Εσύ φρόντισε  μόνο να είναι η γιαμάχα γεμάτη βενζίνη, του είπε και τον φίλησε.

Πρώτη φόρα ένοιωσε τόσο ελεύθερη καθώς αγκάλιαζε με τα χέρια της το σώμα του Σάκη , καθώς εκείνος δοκίμαζε τα όρια της γιαμάχα στον δρόμο για τον Πλαταμώνα.
Δεν χρειαζόταν να ομολογήσουν πως οι λίγες μέρες που περάσαν δίπλα στην θάλασσα, ήταν οι καλύτερες της ζωής τους.
Τα σουβλάκια αντικαταστάθηκαν από γαύρο και σαρδέλα  και τις νύχτες ,από εκείνο το νοικιασμένο δωμάτιο, άρχιζε το ταξίδι τους για τον παράδεισο.
Μέσα σ΄ αυτό το δωμάτιο η Ελενίτσα ολοκληρώθηκε σαν γυναίκα και εκεί ένα βράδυ καθώς έμπαινε το φεγγάρι από το παράθυρο ο Σάκης της είπε:
-Τι έχω πάθει , γαμώτο! Μου φαίνεται πως σε αγαπάω πάρα πολύ.
(Και εκείνη καθώς τον είχε σφιχτά αγκαλιασμένο,  του είπε πως τον πίστευε.
-Το νοιώθω, το καταλαβαίνω, από τον τρόπο που χτυπάει η καρδιά σου.

 

Και ο  κύριος Σπύρος; Κάποια στιγμή η Ελένη του τηλεφώνησε και του είπε πως η θεία της δυστυχώς ήταν άσχημα και πως την πήγαν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο της Λάρισας, ενώ αυτή τα είχε ετοιμάσει όλα. ξοδεύτηκε από πάνω δίνοντας προκαταβολές για τα δωμάτια και πως τον περίμενε με λαχτάρα.
Ελα όμως που η θεία της τα χάλασε όλα. Η καρδιά της είπαν πως είναι χάλια και ίσως χρειαστεί να της βάλουν βηματοδότη.

Την πίστεψε, δεν την πίστεψε, ο κύριος Σπύρος ποιος ξέρει, αλλά σκασίλα της

 

Ιούλιος, 2025

Christos.gim@gmail.com

Υ.Γ. Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού.