Βασίλης Αδάμος: Οι έρωτες…της Επανάστασης

  1. 2. Ειρήνη-Χριστόδουλος (Σκηνή πρώτη)

Το ιερό  μετόχι της Αγίας Άννης  κτισμένο από πέτρα πελεκητή, ένα με τους άγριους βράχους μέσα στην καρδιά της Πίνδου, από τους μοναχούς του μαρτυρικού Δούσικου και της Μονής του Γκόρμποβου ήταν αφιερωμένο στη μητέρα της Θεοτόκου. Κάθε 25η Ιουλίου οι Βλάχοι της περιοχής γιόρταζαν την κοίμηση της Μητέρας της Παναγίας μας με περισσή κατάνυξη, αφού σε όλα τα βλαχοχώρια οι ναοί ήταν αφιερωμένοι στη Θεοτόκο. Η εορτή της Αγίας Άννης προετοίμαζε τους πιστούς κυρίως για την Κοίμηση της Θεοτόκου, τη Μητέρα όλων, αφού απ΄ αυτήν κρέμονταν όλες οι ελπίδες τους για λευτεριά τετρακόσια χρόνια τώρα.

Στο προαύλιο κάτω από την πελώρια καστανιά με τον βαθύ ίσκιο και δίπλα στην κρήνη με το κρυστάλλινο νερό η χαριτωμένη κορούλα- δεν ήταν ούτε οκτώ- Ειρήνη Στορνάρη με τις μεγαλύτερες αδελφές της ξεκουραζόταν σιγοτραγουδώντας, είχαν πάει από χθες  στο εκκλησάκι, για να κάνουν τα απαραίτητα για τη γιορτή. Τις χαρούμενες κοριτσίστικες φωνές και το όμορφο τραγούδι το διέκοψαν ποδοβολητά αλόγων. Πίσω από τα πυκνά κλαδιά εμφανίστηκε η παρέα του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, ο νεαρός καβαλάρης με τα μακριά μαλλιά να ανεμίζουν στο γλυκό φύσημα του αγέρα και την άσπρη κάπα των τσελιγκάδων της Πίνδου τράβηξε με μιας όλα τα βλέμματα των κοριτσιών. Αγέρωχος κι αψύς φτάνοντας στην παρέα των κοριτσιών έτεινε τη «φτσέλα» στην Ειρήνη:

-Άιντε ωρέ κοριτσάκι γέμισέ το και καζαντήσαμε!

Το κορίτσι δεν έκανε καμιά κίνηση.

–Εάν θες, μαθές, κατέβα μόνος σου, δεν είμαι δούλη σου! Ξαφνιάστηκε το αρχοντόπουλο από τη μικρή αυθάδη και ξεπέζεψε.

Ερχόμενος πιο κοντά θαμάζει τη γλυκιά  όψη αλλά περισσότερο την κοφτερή γλώσσα του κοριτσιού, που θα ‘ταν , δεν θα ‘ταν οχτώ χρονών.

–Πώς σε λένε;

Την ρώτησε ευγενικά.

– Εσένα; Αντιρώτησε η χαριτωμένη βλαχούλα καρφώνοντας με τα αγνά μάτια της τον όμορφο νέο.

-Χριστόδουλο, Χριστόδουλο Χατζηπέτρο.

–Και μένα, Ειρήνη, Ειρήνη Στορνάρη!

Όλοι στον περίγυρο κοκάλωσαν, ήταν γνωστή η απέχθεια του Νικολό Στορνάρη για την ανταγωνιστική φαμίλια του Χατζηπέτρου.

-Να, βλέπεις, βάζω και μόνος μου, αντέτεινε ο Χριστόδουλος χαμογελώντας. Του χαμογέλασε και η μικρή κατεβάζοντας τα μάτια της.

…Τα επόμενα δύο χρόνια τα δύο παιδιά θα βρίσκονται στις γιορτές των Βλάχων στο Ασπροπόταμο και πάντα δύο μέρες πριν τις 25 Ιουλίου στο μετόχι, σταθεροί, χωρίς να το ξέρουν, στο μυστικό ραντεβού του έρωτα, που αγάλι αγάλι ύφαινε στις ματιές πρώτα κι ύστερα στις ψυχές δεσμά αγάπης αιώνια.

Όμως  το 1812, όταν ο Χριστόδουλος έγινε δεκαπέντε ετών, τον έστειλαν κοντά στον αδελφό του Γιαννάκη στις Σέρρες για να σπουδάσει. Η Ειρήνη καθώς μπήκε στην εφηβεία άνθιζε και γινότανμια οπτασία. Τα καστανόξανθα μαλλιά της, τα κεχριμπαρένια μάτια της και η υπέροχη κορμοστασιά της άρχιζε να διεκδικεί τα σκήπτρα στον φυσικό καθρέπτη της ομορφιάς. Αντί να ‘ρχονται προτάσεις και προξενιά  για τις μεγαλύτερες αδελφές της, έρχονταν για την μικρή Ειρήνη.

Στο μεταξύ ο Χριστόδουλος αρχίζει να δημιουργεί τον δικό του θρύλο. Μια χρονιά πριν το Βατερλό, αφήνει το σχολείο και μαζί με άλλους εμπόρους Βλάχους ταξιδεύει για τη Βιέννη να συναντήσει τον Ναπολέοντα!

-Θεέ της Ελλάδας, πώς τους έπλασες έτσι τους Έλληνες; Τι έβαλες στο μυαλό του και κίνησε κάμπους και βουνά, για να συναντήσει την προσωπικότητα, που τσάκισε την ιδέα της Δημοκρατίας;

Ο δεκαεπτάχρονος Χριστόδουλος καταφέρνει να ζητήσει ακρόαση από τον μεγάλο στρατηλάτη, για να τον παρακαλέσει, -άκουσον, άκουσον, να απελευθερώσει την Ελλάδα από τους Οθωμανούς!

Ο Βοναπάρτης γέλασε, αλλά υποσχέθηκε στον νεαρό Έλληνα, ότι μόλις ειρηνεύσει την Ευρώπη, θα ασχοληθεί με την Ελλάδα…

Ο Χριστόδουλος κατάλαβε αμέσως την αφέλειά του και έφυγε βουρκωμένος και με σκυμμένο κεφάλι.

–Πότε Χριστόδουλε οι Δικτάτορες επιθυμούν να ελευθερώσουν;

Αυτήν ήταν η προτελευταία αφέλεια του Χριστόδουλου. Αυτό που δεν συρρίκνωσε ο Βοναπάρτης με την αδιαφορία του για τους καθημαγμένους Χριστιανούς μέσα του ήταν το σθένος του Έλληνα Άρχοντα, που δεν θα διστάσει να θυσιάσει τα πάντα, ακόμα… και την άδολη Αγάπη,  για τη μάνα πατρίδα.

23 Ιουλίου του 1817 ο Χριστόδουλος έχει ήδη επιστρέψει στο Βετερνίκο και κατευθύνεται στο μετόχι, για να ανάψει το κερί του.

Στην κρήνη μια νύμφη πεντάμορφη έχει λύσει τη μαντίλα της και σκύβοντας να πιεί τα μαλλιά της ξελύνονται και χύνονται στο όμορφο πρόσωπό της . Ο Χριστόδουλος δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από την νέα …

Η Υπέροχη γυρνάει και τον αντικρίζει:

– Χριστόδουλε! Φωνάζει με τη γλυκιά φωνή της και τρέχει κοντά του.

–Ειρήνη… Ψελλίζει ο Χριστόδουλος

-Επιτέλους, παραπονιέται η Ειρήνη. -Επέστρεψες!

Και αρχίζει να του εξιστορεί τις δεκάδες αρνήσεις της στα προξενιά που της στέλνανε, μην αφήνοντας τα κεχριμπαρένια της από πάνω του. Ο ήρωας του Μεσολογγίου και της Ρούμελης, ο Φόβος και ο Τρόμος του Ιμπραήμ, ταξιδεύει νοερά μαζί της στην εκκλησιά, όπου ο παπάς ευλογεί τα ιερά στέφανα του γάμου τους μαζί με τον αγνό έρωτά τους.

– Χριστόδουλε…, Χριστόδουλε! τον σκουντάει η Βλάχα νεράιδα. -Πού ταξιδεύεις; Εγώ σου μιλάω και ‘συ δεν με συνερίζεσαι!

Ο Λεβέντης του Ασπροποτάμου συνέρχεται.

-Σήμερα, σήμερα κιόλας Ρηνιώ, θα μιλήσω στον πατέρα μου και θα ‘ρθω να σε ζητήσω την Κυριακή!

Τ’ αηδόνι τραγουδούσε τον έρωτά τους κι οι πεταλούδες έστησαν χορό στην καρδιά της Ειρήνης, ξαφνικά ο ήλιος έλαμπε πιο πολύ, οι αχτίνες του ήταν πιο ζεστές και ο έρωτας φούντωνε σαν καλοαναμμένη φλόγα και ξεχύνονταν στα βλέμματα, απλώνονταν στο τυχαίο άγγιγμα και φώλιαζε στις πυρπολημένες καρδιές των ωραίων νέων.

Στον δρόμο για το σπίτι ο Χριστόδουλος σφύριζε και σιγοτραγουδούσε. Μπορεί η μοίρα της πατρίδας του να ήταν προδιαγεγραμμένη, η προσωπική του ζωή όμως θα είχε ευτυχία, αγάπη και παιδιά πολλά και όμορφα παιδιά με την  πεντάμορφη των βουνών. Ναι, αυτός ο Βασιλεύς των Ορέων, νέος, μορφωμένος, πλούσιος, δυνατός σαν ταύρος ήταν έτοιμος να κυριέψει ολάκερη την Αυτοκρατορία των Οθωμανών.

–Χα, χα μονολογούσε, αφού βγάλουμε από τη μέση τον Αλή Πασά, θα είμαστε έτοιμοι για τον μεγάλο ξεσηκωμό.

Στο Χατζηπετρέικο ακούγονται κλαρίνα, φωνές και ιαχές. Ένας μπιστικός στον δρόμο του φωνάζει:

-Πού ‘σαι μωρέ Χριστόδουλε, θα ζητήσουμε γυναίκα για  τον Σταθάκη!

Τον αδελφό που είναι λίγο πιο μεγάλος από  τον Χριστόδουλο.

– Ποια, ωρέ Κωνσταντή;

– Τη Στορνάρη!

Ήξερε ότι η Ειρήνη είχε μια μεγαλύτερη αδελφή, που ήταν της παντρειάς, την Βαγγελή και υπέθεσε χαρούμενος, ότι η χαρά στα δύο σπίτια θα γινόταν διπλή. Μπαίνοντας στο σπίτι όλοι τον αγκάλιασαν και ο πατέρας του ο Γούσιος τον πήρε παράμερα.

–Κοίτα γιε μου, εσύ που είσαι πιο μορφωμένος από όλους μας, θα πας με τους θείους σου να ζητήσεις το χέρι της Ειρήνης Στορνάρη για τον αδελφό σου τον Σταθάκη και μετά έρχεται η σειρά σου…

– Της Ειρήνης; !!

Πνίγεται ο Χριστόδουλος, σβήνει…

-Μα δεν είναι μικρή, νόμιζα ότι γινόταν λόγος για τη Βαγγελή! …

– Ποια Βαγγελή; Ακόμα αυτή! -Την πήρε ο Λιακατάς, αλλά αυτή η Ειρήνη γιε μου είναι ακόμα πιο όμορφη … δεν την ξέρεις εσύ!

-Για σένα έχω ράμματα, -Για του λόγου σου, -Θα χαρείς ακόμα πιο πολύ! Και του ‘κλεισε το μάτι…

Δύο ώρες πριν ήταν συνοδοιπόρος του η Ευτυχία, τώρα;

Τώρα τίποτα, κενό, η πίκρα, η πίκρα της αέναης επετηρίδας…

– Έχει ο Έρωτας σειρά μωρέ;

Χιλιάδες σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό του και… μία πέρασε σαν σίφουνας:

– Να την κλέψει! Την απόδιωξε μεμιάς. Η ντροπή θα ήταν η συνοδοιπόρος του αντί η αέναη δόξα… Αυτός, αυτός ο Λιόντας της Πίνδου, έχει μεγαλύτερο σκοπό…

Ναι, Χριστόδουλέ μου, αλλά η Ειρήνη πρέπει να είναι στο πλευρό σου. Οι μεγάλοι άντρες έχουν αυτήν, που τους ταιριάζει και τους οδηγεί στην Ευτυχία. -Και ποιος, ωρέ γραφιά, μεγάλος άντρας ευτύχησε ποτέ;

-Δόξα ναι, απέκτησε.

–Ευτυχία;

-Δεν ξέρω…

Την άλλη μέρα ο Χριστόδουλος είναι άρρωστος και δεν σηκώνεται από την ψάθα. Αναγκάζονται να στείλουν στο Στορναρέικο τους δυο θείους του, οι οποίοι επέστρεψαν με το βροντερό Όχι του Νικολού Στορνάρη

-Όχι γυναίκα, ούτε σκύλα δεν σας δίνω ζαγάρια!

Συνεχίζεται

Υ.Γ: Αγαπητέ αναγνώστη το κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας εις μνήμη των Ανθρώπων, που θυσίασαν μια ζωή πιο εύκολη, πολυτελή, γεμάτη πλούτη, μεγαλεία και δόξα εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων. Αντ’ αυτού προτίμησαν τον δύσκολο δρόμο της Αρετής. Προτίμησαν να σπάσουν τις Αλυσίδες της Ελευθερίας, για να την απολαμβάνουμε εμείς σήμερα. Ας τους κάνουμε περήφανους…