Βαγγέλης Ντίκος: Ο Τρικαλινός τραγουδοποιός του νέου κύματος που μεσουράνησε στις μπουάτ της Πλάκας

Το όνομα του Βαγγέλη Ντίκου ίσως να μην λέει πολλά στα άτομα της νεότερης γενιάς, όμως οι παλιότεροι θα τον θυμούνται ως έναν από τους βασικούς εκπροσώπους της εποχής του νέου κύματος, να εμφανίζεται με την κιθάρα του επί πολλά χρόνια στις μπουάτ της Πλάκας, όπου άνθισε αυτό το είδος τραγουδιού, ερμηνεύοντας με την καθάρια λυρική του φωνή ορισμένα από τα σπουδαιότερα και αντιπροσωπευτικότερα τραγούδια εκείνης της εποχής. Μάλιστα ο Βαγγέλης Ντίκος δεν περιορίστηκε μόνο στο ρόλο του τραγουδοποιού, αλλά η αγάπη του για τις μπουάτ, τον έκανε να γίνει ο ιδιοκτήτης της «Απανεμιάς» στην Πλάκα για πάρα πολλά χρόνια, γράφοντας έτσι την δική του προσωπική ιστορία την εποχή εκείνη και ως καλλιτέχνης και ως επιχειρηματίας. Συναντήσαμε τον Βαγγέλη Ντίκο με αφορμή την παρουσία του στην πόλη μας, όπου συνηθίζει να την επισκέπτεται κάποιες μέρες το καλοκαίρι, αφού η καταγωγή του είναι από την Αγία Παρασκευή (Τζούρτζια) Ασπροποτάμου και της συζύγου του Ελένης Κοπάδη από την Κρανιά Ασπροποτάμου.

 

Συνέντευξη στον Δημήτρη Παδιό

Ερώτ: Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι από την αρχή. Γεννιέστε στα Τρίκαλα την περίοδο της κατοχής και αργότερα φεύγετε με την οικογένεια σας για την Αθήνα. Φύγατε πολύ μικρός από τα Τρίκαλα; Η μουσική με ποιο τρόπο μπαίνει στη ζωή σας;

Απάντ: Γεννήθηκα στη Τζούρτζια και έφυγα πολύ μικρός με την οικογένεια μου στην Αθήνα, θα ήμουν σχεδόν ενός έτους. Η μουσική μπήκε στην ζωή μου, μέσω του αδελφού μου. Ήταν περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50, εγώ τότε ήμουν περίπου 12 ετών. Ο αδελφός μου που τότε ήταν γύρω στα 16-17, είχε φτιάξει ένα μουσικό τρίο με δύο φίλους του (ήταν πολύ στη μόδα εκείνη την εποχή τα τρίο), το Τρίο Αστέρι και εμφανιζόταν στα αναψυκτήρια της εποχής εκείνης. Κάπου εκεί κι εγώ εκεί στα κρυφά σκαλίζω την κιθάρα του αδελφού μου, παρακολούθησα και κάποια μαθήματα από τον Τάσο (μέλος του τρίο) και σ’ ένα θεωρητικό δάσκαλο στο Περιστέρι και σε ένα περίπου χρόνο ήμουνα σχεδόν έτοιμος. Αργότερα αλλάζει η σύνθεση του τρίο (μπαίνουν κάποια παιδιά με πνευστά όργανα) και εγώ αναλαμβάνω τα σόλα της κιθάρας.

Ερώτ: Επαγγελματικά πότε μπαίνετε στον χώρο;

Απάντ: Λίγο αργότερα ήρθε η εποχή να πάω φαντάρος. Ήμουνα ακόμη μέλος του τρίο, συνεργαζόμουν και μ’ ένα παιδικό μου φίλο που έγραφε στίχους, αλλά ως εκεί. Στη Θεσσαλονίκη που υπηρετώ γνωρίζομαι με τον Γιάννη Πουλόπουλο, που υπηρετεί και εκείνος την θητεία του. Αυτός τότε είχε ήδη κάνει την συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη στη «Γειτονιά των Αγγέλων» το 1963 και είχε ήδη αρχίζει να γίνεται κάπως γνωστός. Γνωριστήκαμε, παίζαμε μαζί και τραγουδούσαμε παρέα και είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας μια φιλία. Μετά αυτός πήρε μετάθεση για το Μεγάλο Πεύκο και έτσι πια όταν απολυθήκαμε και οι δύο, πήγα το 1966 και τον βρήκα στα « Ταβάνια» στη Πλάκα που τραγούδαγε και αυτός ουσιαστικά ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε και με σύστησε σε κάποιο μαγαζί της Πλάκας να τραγουδήσω κι εγώ, στο «Ποντίκι» στην οδό Μνησικλέους.

Ερώτ: Άρα έτσι γίνεται το ξεκίνημα στην Πλάκα το 1966, όπου μένετε για πάρα πολλά χρόνια.

Απάντ: Από την Πλάκα δεν έφυγα καθόλου. Έφυγα μόνο όταν δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το μαγαζί που είχα, την μπουάτ «Απανεμιά» για φορολογικούς λόγους.

Ερώτ: Ζείτε έτσι από πρώτο χέρι στις μπουάτ της Πλάκας, όλο αυτό το καλλιτεχνικό ρεύμα που ονομάστηκε Νέο Κύμα και όλους αυτούς τους καλλιτέχνες που το υπηρέτησαν.

Απάντ: Ήμουν ο μακροβιότερος στην Πλάκα, λέγαμε πως ο «πατριάρχης» εκεί ήταν ο μακαρίτης ο Γιάννης Αργύρης (σ.σ. τραγουδοποιός και ιδιοκτήτης της μπουάτ «Εσπερίδες», αλλά στην ουσία εγώ ήμουν αυτός που έφυγε τελευταίος από εκείνους τους χώρους. Όταν «έφυγε» ο Γιάννης το 2004 και έκλεισαν οι «Εσπερίδες», το θεώρησα σαν δική μου πλέον μεγαλύτερη ευθύνη να υπερασπιστώ το είδος και να κρατήσω ακόμα ζωντανό τον χώρο των μπουάτ.

Ερώτ:Μεταφέρτε μου το κλίμα μιας βραδιάς στις μπουάτ. Τι ακριβώς περιελάμβανε το πρόγραμμα;

Απάντ: Υπήρχε μεγάλη αμεσότητα μεταξύ του καλλιτέχνη και του κοινού. Οι χώροι ήταν μικροί, γεγονός που ευνοούσε αυτή την άμεση σχέση, συζητάγαμε με τους θαμώνες. Υπήρχε ένα πιάνο, μια κιθάρα και μια φωνή χωρίς μικρόφωνα, βέβαια αργότερα μπήκαν και αυτά στο «παιχνίδι», πάντα όμως με χαμηλές εντάσεις, αφού ο χώρος ήταν μικρός. Όλοι τραγουδούσαμε μαζί και ήμασταν μια μεγάλη παρέα.

Ερώτ: Έχετε ζήσει επομένως πρόσωπα και καταστάσεις, έχετε συνεργαστεί με όλη την καλλιτεχνική «αφρόκρεμα» της εποχής. Θυμάστε κάποιο περιστατικό από τα χρόνια των μπουάτ, που αξίζει να μας το διηγηθείτε;

Απάντ:Δούλεψα σχεδόν με όλους τους συνθέτες και τους τραγουδιστές. Από τον λαϊκό Γιώργο Μητσάκη μέχρι τους νεοκυματικούς Θεόδωρο Τζίφα, Λίνο Κόκκοτο, Γιώργο Ζωγράφο, Λάκη Παππά, Γιάννη Αργύρη, Ρένα Κουμιώτη, Θανάση Γκαϊφύλλια, Γιάννη Πουλόπουλο και πολλούς άλλους.Όλοι ήμασταν φίλοι και συνάδελφοι, κάναμε παρέα και εκτός δουλειάς. Ένα περιστατικό που θυμάμαι και αξίζει, νομίζω, να ειπωθεί, είναι πως βρισκόμαστε στην διάρκεια της δικτατορίας, που ανέλαβε ο Ιωαννίδης, αρχηγός μετά τον Παπαδόπουλο και αυτοί το παίζανε απέναντι μας μια αυστηροί και μια αδιάφοροι, μας θεωρούσαν και λίγο…αντιστασιακούς. Εκεί που μπαίνανε στα μαγαζιά και κάνανε ελέγχους, εκεί κιόλας διασκέδαζαν και περνούσαν καλά μαζί μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε μια τέτοια έφοδο, εγώ ήμουν στα πατάρι και τραγούδαγα τραγούδια από την «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου και του Θεοδωράκη, «απαγορευμένα» τραγούδια για εκείνη την εποχή και δεν ήξερα αν μετά το μουσικό θέμα του τραγουδιού, θα έπρεπε ή όχι να αρχίσω να τραγουδάω ενώπιο τους. Πάντως την έβγαλα, θυμάμαι, με μια απλή σύσταση, αφού όπως είπα Θεοδωράκης και Ρίτσος ήταν «απαγορευμένοι» εκείνη την εποχή.

Ερώτ: Παράλληλα με τις ζωντανές εμφανίσεις στην Πλάκα, ξεκινάει και η συμμετοχή σας στη δισκογραφία, με την συμμετοχή σας στην εταιρεία LYRA του αείμνηστου Αλέκου Πατσιφά.Ήταν εύκολο τότε να μπει κάποιος στη δισκογραφία ή υπήρχαν και τότε στεγανά;

Απάντ:Ο Αλέκος Πατσιφάς, ένας ιδιαίτερα έξυπνος και διορατικός επιχειρηματίας, ήταν αυτός που βάφτισε αυτό το κίνημα της δεκαετίας του ΄60 ως «Νέο Κύμα». Έδωσε ένα τέτοιο εμπορικό όνομα, αγκαλιάζοντας μας όλα τα νέα παιδιά, ότι εκεί μπορούμε να βρούμε τον δρόμο μας και να κάνουμε μια καριέρα. Δυσκολίες υπήρχαν και τότε για να εισχωρήσει κάποιος στη δισκογραφία, αλλά όλοι εμείς που υπηρετήσαμε το νέο κύμα βρήκαμε στέγη στις μπουάτ και στη LYRA. Δοκιμάζαμε πρώτα τα τραγούδια στις μπουάτ, βλέπαμε τι απήχηση έχουν στον κόσμο και μετά τα δισκογραφούσαμε. Πρωτεργάτης βέβαια του Νέου Κύματος ήταν ο συνθέτης Γιάννης Σπανός, ερχόμενος το ’64 από την Γαλλία, μεταφέροντας εδώ το ανάλαφρο και ευχάριστο ύφος που επικρατούσε τότε.  Και αν προσέξετε, ακόμη και σήμερα, τα τραγούδια αυτά διατηρούν την φρεσκάδα, την ευγένεια, το ήθος, την νοσταλγικότητα και την δροσιά τους. Τη νοσταλγώ ακόμη και σήμερα εκείνη την εποχή, γι’ αυτό πηγαίνω ακόμα όσο μπορώ.

Ερώτ: Δεν αποπειραθήκατε να πείτε και κάποια άλλα πιο λαϊκά τραγούδια, πέρα απ’ αυτά του νέου κύματος; Να εμφανιστείτε ενδεχομένως και σε μεγαλύτερα μαγαζιά με υψηλότερο μεροκάματο;

Απάντ: Δοκίμασα και μάλιστα το ’69 βρέθηκα να δουλεύω σ’ ένα μαγαζί με τον Γιώργο Μητσάκη, αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν μου ταίριαζε αυτή η κατάσταση, όπως εγώ θα ήθελα. Έλεγα κάποια λαϊκά τραγούδια, αλλά πάντα φρόντιζα να έχουν και ένα κοινωνικό περιεχόμενο, δεν με ενδιέφερε η διασκέδαση, με την στενή έννοια του όρου. Αργότερα συνεργάστηκα και με τον Σάκη Μπουλά, προτού πάει στο «Αχ Μαρία», που έλεγε σατυρικά ως επί το πλείστον τραγούδια, όπως επίσης και με τον Γιώργο Μαρίνο, που συνδύαζε το ρόλο τραγουδιστή-ηθοποιού.Είχαν αλλάξει βέβαια και οι εποχές αργότερα και ο κόσμος ζητούσε πιο δυναμικά τραγούδια, είχαμε φύγει πια από το στυλ της μπαλάντας.

Ερώτ: Σήμερα πως είναι ο Βαγγέλης Ντίκος; Εξακολουθείτε να ασχολείστε με την μουσική, παραμένετε ενεργός;

Απάντ: Πάντα ασχολούμαι με την μουσική που παραμένει η μεγάλη μου αγάπη, εξακολουθώ να παίρνω την κιθάρα μου στα χέρια και να τραγουδάω, όχι όμως με τον τρόπο που γινόταν εκείνα τα «χρυσά» χρόνια των μπουάτ, που τα νοσταλγώ πολύ ακόμη και σήμερα. Το μόνο που θέλω να έχω, είναι υγεία για μένα και την οικογένεια μου και όλα τα άλλα είναι πράγματα που γίνονται…

Ερώτ: Σας ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα που κάναμε και όλα όσα μου αποκαλύψατε.

Απάντ: Εγώ σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να ξεδιπλώσω τις μνήμες μου από την εποχή των μπουάτ και του Νέου Κύματος και είμαι ευτυχής που βρεθήκαμε στον τόπο καταγωγής μου, τα Τρίκαλα, που τα υπεραγαπώ!