Τουρισμός ευχή και κατάρα ταυτόχρονα

Ο τουρισμός και το νέο οικονομικό μοντέλο

Βρισκόμαστε στην κορυφή της τουριστικής περιόδου  και τα πρώτα συμπεράσματα, όχι τόσο για τα οικονομικά αποτελέσματα, όσο για τα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί  στον τομέα,  γίνονται όλο και συχνότερα αντικείμενο ανάλυσης και σχολιασμού, τόσο σε ακαδημαϊκό επίπεδο, όσο και από ανθρώπους της αγοράς.

Αφορμή δόθηκε με τη δημοσίευση απόψεων για το θέμα από τρεις επιφανείς συναδέλφους οικονομολόγους, τους Χρ. Πισσαρίδη, Κ. Μεγήρ και Δ. Βαγιανό  στην «Καθημερινή» της  28.7.2024.  Οι συγγραφείς εκφράζουν τον προβληματισμό τους για την κυριαρχία του τουριστικού τομέα στη λειτουργία της οικονομίας, και κυρίως σε ότι αφορά τη διαφαινόμενη μελλοντική προνομιακή μεταχείρισή του με αποτέλεσμα να συντηρείται ένα οικονομικό μοντέλο, το οποίο όπως έχει αποδειχθεί, αντί  να συμβάλλει στη βελτίωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου με μακροπρόθεσμη προοπτική, αναλώνει τους διαθέσιμους πόρους σε εφήμερους και αμφιβόλου αποδοτικότητας στόχους.

Η σημαντική συμβολή του τουρισμού στην οικονομία 

Είναι αναγκαίο να τονισθεί ευθύς εξαρχής, ότι η συμβολή του τουρισμού στην ανάπτυξη, αλλά και στην αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων, όπως είναι η συμμετοχή του στην εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαχρονικά, δεν αμφισβητείται, παρότι ενίοτε δεν ήταν επαρκής για να αποφύγει η χώρα μια ντε φάκτο χρεοκοπία. Έτσι το 2023 οι οριστικές ταξιδιωτικές εισπράξεις με βάση τα στοιχεία της  Τραπέζης της Ελλάδος ανήλθαν στο αξιοσημείωτο ποσό των  20.594 δις Ευρώ.

Σε ό,τι αφορά δε τη συνολική συμβολή του τουρισμού στο σχηματισμό του ΑΕΠ, μέσω της συνέργειάς του με άλλους συγγενείς κλάδους, υπάρχει μια πανσπερμία εκτιμήσεων από διάφορους φορείς, η οποία δεν επιτρέπει, κυρίως λόγω της διαφορετικής μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται, την υιοθέτηση κάποιας, χωρίς να αποφύγει  κανείς τον κίνδυνο μεροληψίας. Εκείνο όμως, που αδιαμφισβήτητα αποτελεί αντικειμενικό γεγονός, είναι η τεράστια συμβολή του στη μερική εξισορρόπηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά 58 % περίπου. Η προσφορά αυτή προς την χώρα μας είναι, τουλάχιστον μέσο-βραχυπρόθεσμα, αναντικατάστατη από κάποιον άλλο κλάδο της ελληνικής οικονομίας.

Η λανθασμένη επιλογή του τουρισμού ως ατμομηχανή της οικονομίας

Δυστυχώς όμως, όπως προκύπτει από όλες τις μελέτες που έγιναν για την πορεία της οικονομίας τα τελευταία πενήντα χρόνια, όπου κυριάρχησε η επιλογή του τουρισμού ως «ατμομηχανή» της οικονομίας, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Με έναν μέσο όρο ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1% το χρόνο δεν ήταν δυνατό ούτε να κρατήσουμε βηματισμό με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά ούτε και να διασφαλίσουμε ένα ανεκτό επίπεδο ευημερίας για τους πολίτες. Αντίθετα, η χώρα κατρακύλησε σταδιακά σε όλους τους συγκριτικούς μακροοικονομικούς δείκτες στην τελευταία θέση, όχι μόνο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, αλλά και εκείνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27.

Ακόμη και εκεί που καταγράφεται ονομαστική πρόοδος, συγκριτικά υστερούμε επειδή οι άλλοι τρέχουν γρηγορότερα από εμάς. Κοινό συμπέρασμα όλων των μελετητών: Η χώρα πρέπει να αλλάξει πορεία, επιλέγοντας ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο. Θα πρέπει να μην εθελοτυφλούμε και να δούμε το πρόβλημα σε όλες του τις εκφάνσεις κατάματα. Χωρίς «δαιμονοποιήσεις», χωρίς υπαινιγμούς περί «θεωρητικών» πανεπιστημιακών ή λαϊκίστικων τοποθετήσεων, ότι η κοινωνία μας κυριαρχείται από καταστροφικό σύνδρομο για κάτι που πηγαίνει καλά. Ο τουρισμός δεν προσφέρεται για ατμομηχανή της οικονομίας επειδή δεν διαθέτει βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, η παραγωγικότητα  του κλάδου είναι χαμηλή, η δε απασχόληση που προσφέρει είναι περιορισμένων δεξιοτήτων και δεν είναι σε θέση να συγκρατήσει  τους νέους από την αναζήτηση εργασίας εκτός των συνόρων. Δεύτερον, η ζήτηση τουριστικών υπηρεσιών προέρχεται κατά βάσιν από το εξωτερικό. Συνεπώς εξαρτάται από την εκάστοτε οικονομική συγκυρία των άλλων χωρών, στη διαμόρφωση της οποίας η Ελλάδα είναι αμέτοχη.

Ο τουριστικός κλάδος, με όλα τα προβλήματά του, προσφέρει αυτά που μπορεί και δεν ευθύνεται βέβαια για την κακή πορεία της οικονομίας. Όμως, η υπεύθυνη ηγεσία της χώρας, πολιτική, πνευματική αλλά και επιχειρηματική, είναι αναγκασμένη να αναζητήσει λύσεις για τα παραπάνω, εντάσσοντας βέβαια με τις αναγκαίες βελτιώσεις του προϊόντος, σε ένα μακρόπνοο σχέδιο και τον τουρισμό. Ο τουριστικός κλάδος σε όλες τις οικονομίες ακόμη και στις λεγόμενες τουριστικές χώρες, έχει συμπληρωματικό ρόλο, συμβάλλοντας μαζί με κλάδους υψηλής παραγωγικότητας και σημαντικής προστιθέμενης αξίας στην πρόοδο και την ευημερία του κοινωνικού συνόλου.

Αλλαγή παραγωγικού μοντέλου με έμφαση στην τεχνολογία και την οικονομία της γνώσης

Η χώρα μας, όπως προκύπτει από πλήθος μελετών επίσημων φορέων αλλά και ανεξάρτητων αναλυτών, έχει ανάγκη απλά και μόνο για να ανακτήσει το προ οικονομικής κρίσης επίπεδο σύγκλισης, να τρέξει με ρυθμούς ανάπτυξης για τα επόμενα 15 χρόνια διπλάσιους από το μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό με την υπάρχουσα δομή της οικονομίας, αλλά και με τις επιλογές που έγιναν για τη διάθεση των πόρων από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ, Διαρθρωτικά Ταμεία), είναι αδύνατον να συμβεί, κάτι που τεκμαίρεται και από όλες τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, όπου η χώρα μετά το πέρας των ενισχύσεων το 2027, θα επιστρέψει στο ισχνό 1% κατ΄έτος.

Με αυτά τα δεδομένα, εκείνο που επιβάλλεται να συμβεί, είναι η στροφή του οικονομικού μας μοντέλου προς άλλες κατευθύνσεις, οι οποίες υπόσχονται καλύτερες επιδόσεις, μέσα από μια εντονότερη εξωστρέφεια, μεγαλύτερη  ενσωμάτωση της τεχνολογίας  καθώς και την αξιοποίηση  της έρευνας και της γνώσης, όπως απαιτούνται στη σύγχρονη εποχή. Μια ματιά στην πορεία των ανεπτυγμένων οικονομιών την τελευταία δεκαπενταετία, αρκεί για να διαπιστώσει κανείς, ότι το οικονομικό τους μοντέλο άλλαξε αθόρυβα, αφού έχουν αντικατασταθεί από πλευράς μεγέθους στις πρώτες θέσεις σχεδόν όλες οι μεγάλες εταιρείες από άλλες νέες, σύγχρονες,  με κύριο πεδίο δράσης την τεχνολογία και γενικότερα την οικονομία της γνώσης.

Βεβαίως η αλλαγή μοντέλου δεν είναι απλή υπόθεση, ούτε πραγματοποιείται με μια και μόνο απόφαση ή νόμο, όσο και καλά επεξεργασμένη και μελετημένη κι΄ αν είναι.   Κεντρικός στόχος είναι η αλλαγή του μείγματος των επιμέρους συντελεστών στο σχηματισμό του εθνικού εισοδήματος. Στην περίπτωσή μας θα πρέπει να μειωθεί  η κατανάλωση από ca 70% που είναι σήμερα στο 52% που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε. και να αυξηθεί η επένδυση από το 13% στο 23%, όπως επίσης να αντιστραφεί και η συμβολή του εξωτερικού τομέα μειώνοντας τις εισαγωγές και αυξάνοντας τις εξαγωγές. Αντιλαμβάνεται κανείς, ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν είναι εύκολη υπόθεση, ενώ για να τελεσφορήσει μπορεί να χρειασθεί μια ολόκληρη γενιά ή και παραπάνω. Το θέμα είναι, ότι πρέπει να ξεκινήσει η προσπάθεια χωρίς δισταγμούς και μετατοπίσεις για αργότερα, διαμορφώνοντας νέα δεδομένα σε ότι αφορά τη δημιουργία ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος που θα συνοδεύεται και από μια αποτελεσματικότερη κατανομή των διαθέσιμων πόρων, με βάση ένα σχέδιο που θα περιέχει τις προτεραιότητες που θέτει η πολιτεία.

Προϋπόθεση βέβαια για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η ύπαρξη κοινωνικής συναίνεσης η οποία διασφαλίζεται μόνον όταν οι πολίτες πεισθούν, ότι στο αποτέλεσμα θα έχουν όλοι συμμετοχή, χωρίς αποκλεισμούς. Η άσκηση οικονομικής πολιτικής με επιλογή προτεραιοτήτων, μέσων και φορέων δεν πρέπει να συγχέεται με τα υποχρεωτικά κρατικά προγράμματα άλλων εποχών, αλλά με ένα πλαίσιο στο οποίο, αφενός το κράτος θα κατευθύνει δραστηριότητες και πόρους που το αφορούν και οι επιχειρήσεις, με τις δικές τους προτεραιότητες αλλά και κίνητρα, θα δραστηριοποιούνται και θα αναπτύσσονται με βάση τις αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης (ESG).

Το κράτος θα πρέπει να φροντίσει για την αποτελεσματική λειτουργία βασικών τομέων του δημόσιου βίου, όπως είναι η παιδεία και η υγεία και η εθνική ασφάλεια, να απλοποιήσει διαδικασίες και προαπαιτούμενα για την επιχειρηματική δράση και καινοτομία,  ταυτόχρονα δε να δημιουργήσει και τις αναγκαίες υποδομές, οι οποίες αποτελούν εξωτερικές οικονομίες για τις επιχειρήσεις. Για παράδειγμα δεν είναι δυνατόν να εγκρίνονται επενδύσεις παραγωγής ρεύματος σε περιοχές που δεν είναι έτοιμα δίκτυα  μεταφοράς και αποθηκευτικοί χώροι, όπως επίσης να δίνονται οικοδομικές άδειες για την ανέγερση τεράστιων συγκροτημάτων γραφείων σε περιοχές υψηλής συγκέντρωσης, χωρίς προηγουμένως να υπάρχει συγκοινωνιακή διασύνδεση (μετρό) για τη μεταφορά των υπαλλήλων και των επισκεπτών. Επίσης να βαφτίζονται δράσεις ψηφιακές ή πράσινες, χωρίς να αποτελούν ελάχιστο βήμα προόδου που συνδέεται με την τεχνολογική αναβάθμιση της χώρας.

Τέλος, η προώθηση παραγωγικών επενδύσεων αποτελεί πρωταρχικής σημασίας μέριμνα για τη χώρα μας, η οποία για χρόνια παρουσιάζει ένα τεράστιο επενδυτικό κενό, το οποίο αδυνατεί να καλύψει. Οι μέχρι τώρα «επενδυτικές» πρωτοβουλίες εξαντλούνται, στη συντήρηση του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου, αφορούν στο μεγαλύτερο μέρος τοποθετήσεις σε αγοραπωλησίες ακινήτων, στον τουρισμό και στην εξαγορά μεριδίων υπαρχουσών επιχειρήσεων μέσω επενδύσεων χαρτοφυλακίου.  Σπάνια εμφανίζεται νέα επένδυση που αυξάνει το παραγωγικό δυναμικό της χώρας και δημιουργεί νέες, καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Χαρακτηρίζονται ακόμη από άρνηση απέναντι στις προσπάθειες μικρομεσαίων πρωτοποριακών, δυναμικών επιχειρήσεων, οι οποίες είναι αποκλεισμένες από τραπεζικό δανεισμό αλλά και από τις ενισχύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Όμως, η μεγέθυνση των επιχειρήσεων δεν επιτυγχάνεται μόνο με τη συνένωσή τους αλλά ενίοτε και με την αυτόνομη πορεία τους. Άλλωστε, όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις υπήρξαν στο ξεκίνημά τους μικρές.

Είναι απορίας άξιον, μια χώρα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά να συνεχίζει να ενισχύει επενδύσεις σε ξενοδοχειακές μονάδες εντάσσοντάς τες στις στρατηγικές επενδύσεις, τη στιγμή μάλιστα που πολλοί προορισμοί έχουν φτάσει ή αγγίζουν το φαινόμενο του υπερτουρισμού. Αντίθετα,  θα έπρεπε να δημιουργήσει προϋποθέσεις οργάνωσης και ενίσχυσης παραγωγικών επενδύσεων υψηλής παραγωγικότητας, απλουστεύοντας τη γραφειοκρατία και περιορίζοντας την ολιγοπωλιακή  δομή και δράση σε σημαντικούς κλάδους, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση στην αγορά νέων φιλόδοξων επενδυτικών σχημάτων.

Στο πνεύμα αυτό κινείται και η θέση των τριών συναδέλφων καθηγητών, όταν προτείνουν «τυχόν αναπτυξιακά κονδύλια και επιδοτήσεις θα πρέπει να κατευθύνονται μόνο σε τέτοιου είδους δραστηριότητες, και μόνον εφόσον υπάρχουν οικονομίες κλίμακας ή συσσωμάτευσης». Ίσως αυτή αποτέλεσε και τη θρυαλλίδα για την εξέγερση των επαγγελματικών εκπροσώπων του τουριστικού κλάδου, οι οποίοι είναι ευνόητο ότι υποστηρίζουν, και καλώς το κάνουν, τα συμφέροντα του κλάδου τους. Όμως δε θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι σημερινές αποφάσεις της πολιτείας είναι εκείνες που σε μεγάλο βαθμό διαγράφουν και τις εξελίξεις του μέλλοντος, οι οποίες θα πρέπει να στοχεύουν στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου.

*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς