Η κυβέρνηση εντείνει τις πιέσεις προς τις τράπεζες, επιδιώκοντας την ταχύτερη αξιοποίηση των ακινήτων που βρίσκονται στα χαρτοφυλάκιά τους. Αυτή η πρωτοβουλία, που εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο αντιμετώπισης της στεγαστικής κρίσης, έχει ως στόχο την αύξηση της προσφοράς κατοικιών και τη σταθεροποίηση των ενοικίων. Παράλληλα, προχωρά με γοργούς ρυθμούς η δημιουργία του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, ο οποίος αναμένεται να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη νέα πολιτική για τη στέγαση.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του 2025, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε ένα μέτρο-τομή: από το 2026, ο ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα που διατηρούνται αδρανή στα χαρτοφυλάκια τραπεζών και εταιρειών διαχείρισης δανείων θα διπλασιαστεί. Ο στόχος είναι ξεκάθαρος: η άμεση απελευθέρωση περίπου 25.000 κατοικιών, οι οποίες, εάν επανενταχθούν στην αγορά, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στην άνοδο των ενοικίων.
Παράλληλα, η κυβέρνηση εξασφάλισε από τις τράπεζες τη διάθεση επιπλέον 100 εκατομμυρίων ευρώ για τη στήριξη του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων. Ο νέος φορέας θα επιτρέψει σε ευάλωτα νοικοκυριά να παραμείνουν στις κατοικίες τους μέσω ενός μηχανισμού επαναμίσθωσης, αποτρέποντας φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού.
Ο ρόλος του αυξημένου ΕΝΦΙΑ
Ο διπλασιασμός του ΕΝΦΙΑ στα αδρανή ακίνητα στοχεύει να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προς τις τράπεζες και τους διαχειριστές δανείων. Το αυξημένο κόστος διατήρησης αυτών των ακινήτων καθιστά ασύμφορη την αναμονή και ωθεί τους κατόχους τους να προχωρήσουν σε πώληση ή διάθεση.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι τράπεζες διατηρούν ακίνητα συνολικής λογιστικής αξίας που ξεπερνά τα 8 δισεκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για έναν τεράστιο όγκο περιουσιακών στοιχείων που παραμένουν ανεκμετάλλευτα, ενώ η σταδιακή επιστροφή τους στην αγορά μπορεί να αποτελέσει κρίσιμη παρέμβαση στην αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης.
Εμπόδια στην αξιοποίηση
Η αξιοποίηση αυτών των ακινήτων, ωστόσο, δεν είναι μια απλή διαδικασία. Πολλά από τα ακίνητα συνοδεύονται από σοβαρές πολεοδομικές ή νομικές εκκρεμότητες, που απαιτούν σημαντικούς πόρους και χρόνο για να επιλυθούν. Επιπλέον, οι προσπάθειες πώλησης μεγάλων πακέτων ακινήτων σε επενδυτές δεν έχουν αποδώσει, καθώς η ζήτηση παραμένει χαμηλή.
Οι καθυστερήσεις στη διαχείριση των κατασχεμένων ακινήτων επιβαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών, ενώ παράλληλα στερούν από την αγορά κρίσιμα περιουσιακά στοιχεία που θα μπορούσαν να καλύψουν μέρος των στεγαστικών αναγκών.
Εναλλακτική πρόταση από servicers
Οι εταιρείες διαχείρισης δανείων (servicers) έχουν καταθέσει μια εναλλακτική πρόταση για την επιτάχυνση της διαδικασίας. Σύμφωνα με αυτήν, οι αγοραστές ακινήτων από πλειστηριασμούς θα αναλαμβάνουν την τακτοποίηση των νομικών και τεχνικών εκκρεμοτήτων. Σε αντάλλαγμα, θα δικαιούνται έκπτωση στην τιμή αγοράς.
Αυτό το μοντέλο θα μπορούσε να δώσει κίνητρα στους επενδυτές, να μειώσει το βάρος των εκκρεμοτήτων για τις τράπεζες και να επιταχύνει την επανένταξη των ακινήτων στην αγορά. Ταυτόχρονα, ενδέχεται να αναζωογονήσει τη ζήτηση, συμβάλλοντας στη σταθεροποίηση της αγοράς ακινήτων.
Οι επιπτώσεις στην αγορά
Η είσοδος 25.000 επιπλέον κατοικιών στην αγορά αναμένεται να επιφέρει σημαντικές αλλαγές. Από τη μία πλευρά, η αύξηση της προσφοράς μπορεί να μειώσει την πίεση στις τιμές των ενοικίων, καθιστώντας τη στέγη πιο προσιτή για αγοραστές και ενοικιαστές. Από την άλλη, η ταχεία διάθεση αυτών των ακινήτων ενδέχεται να δημιουργήσει πιέσεις στις ίδιες τις τράπεζες, καθώς μια απότομη πτώση των τιμών θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετες προβλέψεις και ζημίες στους ισολογισμούς τους.
Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ένα πολύπλοκο στοίχημα: αφενός, επιδιώκει να ενισχύσει τη στεγαστική προσφορά και να δώσει διέξοδο στο πρόβλημα των ενοικίων, αφετέρου, πρέπει να διασφαλίσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Η επιτυχία αυτής της πολιτικής εξαρτάται από την εύρεση μιας ισορροπίας. Οι πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση των αδρανών ακινήτων και τη δημιουργία του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων αποτελούν σημαντικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, η συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης, τραπεζών και servicers είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων.