Σκανδαλώδης είναι η επιλεκτική αντιμετώπιση των δαπανών για τις αμοιβές των βουλευτών και άλλων δραστηριοτήτων της Βουλής από τον Προϋπολογισμό, ο οποίος έχει κατατεθεί για ψήφιση στο Κοινοβούλιο.
Την ώρα που οι τροϊκανοί επιμένουν, όχι μόνο στις περικοπές αλλά και στις εκτός Δημοσιονομικού Πλαισίου αλλαγές στην αγορά εργασίας, οι αμοιβές των βουλευτών, τα οικογενειακά τους επιδόματα και τα έξοδα κίνησής του παραμένουν άθικτα, ενώ αυξάνεται σε σχέση με το 2011 η κρατική επιχορήγηση στο λεγόμενο Ίδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία από 1 εκατ. ευρώ που ήταν σε 2.570.000 ευρώ, αύξηση της τάξης του 150%.
Ο Προϋπολογισμός του Ιδρύματος σύμφωνα με την εφημερίδα «Καθημερινή» παραμένει απόρρητος και δεν δημοσιοποιείται…
Την ίδια ώρα, μειωμένος σε σχέση με πέρυσι είναι ο Προϋπολογισμός της Βουλής που κατατέθηκε, ωστόσο η μείωση προέρχεται από τις περικοπές που υφίστανται οι υπάλληλοι, ενώ στον αντίποδα οι βουλευτές αποφάσισαν να διατηρήσουν σχεδόν ανέπαφο το εισόδημα τους.
Την ώρα που σχεδιάζεται στο πλαίσιο της συμφωνίας με την τρόικα η κατάργηση σχεδόν όλων των επιδομάτων, οι βουλευτές διατηρούν αμείωτα το επίδομα γραφείου, τα έξοδα κίνησης, και την οικογενειακή παροχή τους…
Αποκαλυπτική εισήγηση Δ. Λασκαράτου για τους συνταξιούχους υπαλλήλους της Βουλής
Το «ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς» των συνταξιούχων υπαλλήλων της Βουλής αποκαλύπτει η εισήγηση του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου Διονύση Λασκαράτου, κατά τη συνεδρίαση για τον έλεγχο συνταγματικότητας των νέων μέτρων για τα συνταξιοδοτικά. Όπως φαίνεται, λοιπόν, οι υπάλληλοι της Βουλής συνεχίζουν να απολαμβάνουν ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, εξαιρούνται δηλαδή ουσιαστικά από τα νέα επώδυνα -για το σύνολο των συνταξιούχων του Δημοσίου- μέτρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο επίτροπος χρησιμοποιεί βαριές εκφράσεις, πέραν της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας, κάνοντας λόγο για «ανισοκατανομή» των βαρών, αφού υπάρχουν ακόμα και σήμερα ομάδες πολιτών που εμφανίζονται να ευνοούνται.
Στην εισήγησή του, στην πρώτη συνεδρίαση της Ολομέλειας, ο κ. Λασκαράτος ανέφερε επί λέξει: «Ενώ τα μνησθέντα μέτρα λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας και πρέπει να υποβάλλονται σε αυτά όλοι οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και ειδικά στην παρούσα οικονομική συγκυρία, που η λήψη μέτρων παρίσταται επώδυνη λόγω του ήδη χαμηλού βιοτικού επιπέδου των πολιτών, παρατηρείται να εξαιρούνται κατηγορίες πολιτών, όπως οι υπάλληλοι της Βουλής και ειδικότερα οι συνταξιούχοι πρώην υπάλληλοι της Βουλής, για τους οποίους εξακολουθεί να εφαρμόζεται ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς σε όσους έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31/12/2010 (ν. 3865/2010) χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημόσιου συμφέροντος εν όψει των εκτεθεισών ειδικών εθνικών συνθηκών της επίτευξης δημοσιονομικής πειθαρχίας και της οικονομικής ισορροπίας του Κράτους, ρύθμιση που, παραμένουσα σε ισχύ, είναι αντίθετη με τα άρθρα 4, 25 και 88 του Συντάγματος».
Για αυτό και προτείνει: «Στην περίπτωση θ΄ της παρ. 1 του άρθρου αυτού πρέπει να προβλεφθεί η άμεση εφαρμογή του τρόπου συνταξιοδότησης των υπαλλήλων της Βουλής που ορίζεται στον Συνταξιοδοτικό Κώδικα, λόγω των εκτεθεισών ειδικών εθνικών συνθηκών προς επίτευξη της δημοσιονομικής και οικονομικής ισορροπίας του Κράτους, αφού η υπάρχουσα διάκριση δεν δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ούτε κάτι τέτοιο αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση».
Άνιση μεταχείριση
Εισάγοντας την υπόθεση, ο κ. Λασκαράτος ανέφερε επίσης: «Μπορεί να γίνει δεκτό ότι σε περιστάσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης ο νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών πληθυσμού, πλην όμως η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο την καθιερούμενη -από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος- αρχή της ισότητας στην κατανομή στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, καθώς και στην καθιερούμενη -στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος- αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων και ιδίως του ν. 3845/2010 (Μνημόνιο) προβλέπεται τόσο η μείωση των δαπανών του Κράτους με μείωση του μισθολογικού γενικά κόστους όσο και η αύξηση των εσόδων προερχόμενων από τη φορολογία των εισοδημάτων, αλλά και από την είσπραξη των βεβαιωμένων οφειλών (φόρων παρελθόντων ετών, πρόστιμα και χρηματικές ποινές), πλην όμως, ενώ οι μειώσεις μισθών και συντάξεων πραγματοποιούνται κατά ‘’τακτά χρονικά διαστήματα’’, δεν εμφανίζεται η ίδια εικόνα και ως προς τις εισπράξεις από τη φορολογία και τα βεβαιωθέντα προς είσπραξη ποσά (βλ. και Ετήσια Έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του Απολογισμού και Ισολογισμού του Κράτους του έτους 2010).
Αυτή η επιλεκτική μονομερής και διαρκής επιβάρυνση της κατηγορίας των μισθωτών και εν προκειμένω των συνταξιούχων (περιορισμός συντάξεων – ειδικές εισφορές -φορολογικά μέτρα), έναντι άλλων ομάδων πολιτών που φοροδιαφεύγουν ή εισφοροδιαφεύγουν ως εύκολος και γρήγορος τρόπος ισορρόπησης – ισοσκέλισης των οικονομικών δεδομένων, δημιουργεί άνιση μεταχείριση των διοικουμένων που έρχεται σε αντίθεση με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Συντάγματος, αλλά και εκείνης του άρθρου 25 παρ. 4 αυτού, της αξιώσεως δηλ. του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης και προφανώς η πρακτική αυτή δεν είναι συμβατή και με την καθιερούμενη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος). Επιπλέον, η επαναλαμβανόμενη μείωση των συντάξεων οδηγεί στην επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων αλλά και ο τρόπος περιορισμού των υψηλότερων συντάξεων γενικά με ποσοστό μεγαλύτερο (με γεωμετρική πρόοδο) οδηγεί προοδευτικά στην ισοπέδωση των συντάξεων, αφού θα χορηγείται, τελικά, το ίδιο περίπου ποσό σύνταξης σε όλους τους συνταξιούχους ανεξάρτητα από τα έτη του εργασιακού βίου, τη θέση ευθύνης που κατείχε ο υπάλληλος, τις εισφορές που έχει καταβάλει καθώς και τη θέση στην κλίμακα της υπαλληλικής ιεραρχίας, στοιχεία που τελικά διαμόρφωσαν τις συντάξιμες αποδοχές».
Σε αντιδιαστολή μάλιστα, ο γενικός επίτροπος φέρνει ως παράδειγμα τους δικαστικούς λειτουργούς για τους οποίους γίνεται ειδική εξαίρεση στα μισθολογικά-συνταξιοδοτικά τους θέματα από το Σύνταγμα (για τη εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους) οι οποίοι όμως, όπως αναφέρει, -αντισυνταγματικά κατά την κρίση του- υπόκεινται νέες περικοπές: «Κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται ειδική μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών ως φορέων μιας εκ των τριών λειτουργιών της Πολιτείας, που την καθιστά ισότιμη και ισόκυρη με αυτές (νομοθετική και εκτελεστική) και αποβλέπει στην εξασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. Προς τούτο, οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών καθορίζονται με ειδικό μισθολογικό νόμο, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες κρατικών λειτουργών ή υπαλλήλων των οποίων οι αποδοχές δεν προβλέπονται στο Σύνταγμα, αλλά μπορούν να ρυθμιστούν με “διαφορετικό” μισθολογικό νόμο αναλόγως της φύσης και των συνθηκών εργασίας αυτών.
Στην επιβαλλόμενη ειδική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών συμπεριλαμβάνονται και οι συνταξιούχοι με την τήρηση της αρχής της σταθερής αναλογίας των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών και των συντάξεών τους, η ανατροπή της οποίας κλονίζει το καθεστώς της κατ’ άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Ως εκ τούτου, η ίδια αντιμετώπιση των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών με τον τρόπο που ρυθμίζονται τα συνταξιοδοτικά θέματα και των λοιπών συνταξιούχων αντιβαίνει στην ως άνω ειδική διάταξη του Συντάγματος».
zougla.gr